Γράφει η Βίκυ Καλοφωτιά
Υπάρχουν άνθρωποι που από τη ζέση τους να αγαπήσουν και
να αγαπηθούν, να καρπωθούν φιλιά και χάδια αλλά κυρίως να τα προσφέρουν και να
υποδεχτούν στην αγκαλιά τους τον πραγματικό έρωτα, αφήνονται και όπου τους πάει
ο άνεμος. Άλλοτε φυσάει ορμητικά και
τους κατευθύνει όντως σε αγκαλιές φιλόξενες και αληθινές. Αγκαλιές από
αυτές που δεν ξεχνιούνται ποτέ όσα χρόνια κι αν περάσουν και διαρκούν για
πάντα. Μάλιστα, μέρα με τη μέρα γίνονται ακόμη πιο δυνατές. Τόσο, που
αισθάνεσαι ότι φτιάχτηκαν για εσένα και ότι γεννήθηκες για να γίνεις κάποτε
αποδέκτης τους. Άλλοτε όμως, οι αγκαλιές
που κατευθύνει ο άνεμος με μανία τους ανθρώπους-έρμαια των περιστάσεων και των
συνθηκών, έχουν αγκάθια. Και πόνο. Και δάκρυα. Πολλά δάκρυα. Σιωπηρά και
φανερά. Δάκρυα που “πληρώνεις” ακόμη και με την ίδια σου την πολύτιμη ζωή.
Τόσα, που θα μπορούσαν να σχηματίσουν μια ολόκληρη λίμνη ικανή να πνίξει
ανελέητα όποιον θα τολμούσε να κολυμπήσει στα νερά της.
Κλείνει τα μάτια της και της έρχονται απρόσκλητα στο
μυαλό μια σειρά από εικόνες μαζί του. Συναισθήματα που υπέκυψαν στα τραύματά
τους. Λέξεις που δεν αρθρώθηκαν ποτέ. Αθανασία
Δρακουλάκου. Ετών τριανταπέντε. Όλη η ζωή της ξεδιπλώνεται σαν βεντάλια,
εκεί. Στις σελίδες ενός αστυνομικού
μυθιστορήματος γραμμένο από την οξυδερκή πένα του Γιώργη Μασσαβέτα, που δε διστάζει να “βάλει το μαχαίρι βαθιά στην
πληγή” και μέσα από ένα “Έγκλημα στα
Μανιάτικα” να δώσει το φιλί της ζωής στην ίδια τη ζωή και τα απομεινάρια
της προκειμένου να επιβιώσει και να σωθεί όσο είναι ακόμη καιρός. Μέσα από την
υπενθύμιση της ανάγκης να μην κλείνουμε τα μάτια σε ενδείξεις-φάρους που
βροντοφωνάζουν ότι ο δρόμος που βαδίζουμε δεν είναι ο δικός μας. Γιατί πολλές φορές έχεις αυτιά μα επιμένεις
να μην ακούς. Έχεις ένστικτο μα
επιμένεις να το αγνοείς εξωθώντας τη μοίρα σου στα άκρα, χάνοντας χρόνο,
πολύτιμο. Γιατί η ζωή κυλάει, τρέχει και αν δεν υποστούν “λοβοτομή” τα
κεφάλια της Λερναίας Ύδρας εντός μας που δρουν με τη μορφή ανασφαλειών, φόβων,
αισθημάτων ανεπάρκειας και αυτό-τρικλοποδιών, οι ώρες της είναι μετρημένες. Και
ανούσιες. Και στερούμενες ψυχής. Και άρα είναι σαν να μην υπάρχουν. Σαν να μην
υπήρξαν ποτέ και το μόνο που τις υπενθυμίζει, είναι οι ουλές στην ψυχή. Ουλές
από πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ και που κάθε λεπτό που περνάει, ελλοχεύει η
στιγμή της εκ νέου αιμορραγίας τους.
Και μέσα σε όλο αυτό το συνονθύλευμα συναισθημάτων, σκέψεων,
απανωτών εσκεμμένων τακτικών εθελοτυφλίας και χειρισμών που βρίσκονται στον
αντίποδα της αγάπης και του παροιμιώδους
έρωτα, αυτού που έρχεται και σε μεταμορφώνει με έναν τρόπο μαγικό στην καλύτερη
δυνατή εκδοχή του εαυτού σου, εμφανίζονται παρ’όλα αυτά άνθρωποι που δρουν
με γνώμονα το καθήκον που διεκπεραιώνεται με σκοπό την ανάδειξη της αλήθειας και την αποκατάστασή της. Και βέβαια όχι από την ασφάλεια που δημιουργεί η
“καρέκλα” της όποιας εξουσίας πηγάζει από αυτήν. Αλλά από την πρώτη γραμμή της
μάχης. Εκεί, στον τόπο των εξελίξεων. Εκεί
όπου λαμβάνει χώρα ένα έγκλημα που ο μίτος της Αριάδνης εντός του δείχνει να
εξαφανίζεται κάθε φορά που αντιλαμβάνεται απόπειρα εντοπισμού του χωρίς να
αφήνει ίχνη πίσω του. Αστυνόμος
Καλλιανός. Θα τη βρει την άκρη όπως και να έχει. Γιατί έχει μάθει να
αγωνίζεται. Να αφοσιώνεται. Να διεκδικεί. Προσπαθώντας να λειαίνει με αυτόν τον
τρόπο, το “αγκαθάκι” μέσα του. Γιατί όλοι
μας έχουμε ένα “αγκαθάκι” μέσα μας και το κουβαλάμε όπου κι αν πάμε. Άλλοι
από εμάς συμφιλιώνονται με αυτό και το αξιοποιούν ως εφαλτήριο να υπερβούν
εαυτόν και να το μετουσιώσουν σε ευλογία. Και άλλοι πάλι αφήνουν να τους συνθλίψει
αφαιρώντας από τη ζωή τους καθετί όμορφο, χαρούμενο, πολύχρωμο.
Ζωή χωρίς χρώμα. Ζωή ασπρόμαυρη. Ζωή που ζει χωρίς να
ζει. Ζωή που πλαισιώνεται από δημοσιογραφικές
γραφίδες που τυφλώνονται από την έπαρση και την αλαζονεία αδυνατώντας να “δουν
πέρα από τη μύτη τους”. Γραφίδες ανθρώπων που “αυτοαναγορεύονται σε φύλακες των Θερμοπυλών” και φιλοδοξούν να
καταλάβουν το “θρόνο” εκείνης της δημοσιογραφίας που φλερτάρει με όλες τις
δυνατές παραλλαγές από τη χρωματική παλέτα του κίτρινου. Καταδικάζοντας αθώους
και εισβάλλοντας σε χωράφια που δεν άπτονται επ’ουδενί του εν λόγω
αντικειμένου. Θάνος Βράχος. Κάτοχος
μιας τέτοιας γραφίδας που αλλάζει διαθέσεις ανάλογα με το ρυθμικό σκοπό που
“χτυπάει το ντέφι” η εκάστοτε…κουστωδία γνωστών και αγνώστων παρατρεχάμενων
“αυλικών”. Και πιο δίπλα μια ολόκληρη
γενιά να γίνεται αποδέκτης της “στάχτης στα μάτια”. Μια “γενιά θολωμένη που δέχεται συνεχώς
σφαλιάρες”. Μια γενιά που “σαπίζει
στη φυλακή” εκτίοντας την ποινή που άλλοι αποφάσισαν γι’αυτήν χωρίς αυτήν. Μια
γενιά που καθημερινά “κονταροχτυπιέται” με το “τέρας” της ανεργίας. Μια γενιά, όμως, που όσο κι αν δέχεται
μαχαιριές και λαβώνονται τα σωθικά της, θα βρει τρόπο να ξαναγεννηθεί. Γιατί το
“λέει η ψυχή της”. Φτάνει να μην κλείσει τα μάτια στα διασκορπισμένα
σημάδια κατά μήκος της διαδρομής και να μην παραδοθεί αμαχητί. Και να δράσει
εγκαίρως. Πριν να είναι πολύ αργά.
Η ζωή της “ωραίας
Μανιάτισσας” έληξε άδοξα πάνω σε ένα
κρεβάτι ποτισμένο με ανείπωτα λόγια μιας ξεθωριασμένης αγάπης που έδωσε τη
σκυτάλη στην εκδίκηση στα πλαίσια ενός παραληρηματικού παιχνιδιού κυριαρχίας
του ψέματος και του δήθεν ισχυρού που πέφτει μέσα στην ίδια του την παγίδα. Δεν θα συμβεί όμως το ίδιο και στη γενιά
που παρά τις σφαλιάρες που δέχεται, επιμένει και προχωρά με το κεφάλι ψηλά ενώ
περπατά σε αχανείς εκτάσεις ανομβρίας και απόλυτης κυριαρχίας της αερολογίας
και
του τίποτα. Γιατί όσο κι αν την τρομάζει το ότι “αν αρχίσει το ξήλωμα δεν θα
μείνει τίποτα από το πουλόβερ” και θα βρεθεί πάλι εκεί από όπου ξεκίνησε
να αγωνίζεται να σταθεί ξανά στα πόδια της, εκείνη ωστόσο θα προβεί στο ξήλωμα
του πουλόβερ. Με θάρρος και τσαγανό.
Και θα πλέξει καινούρια πουλόβερ που να
φτάνουν για όλους. Ακόμη και για όλους εκείνους που δεν της έδωσαν
αντίστοιχα κάτι για να σκεπάσει τους ώμους της και να ζεσταθεί, όταν κι εκείνη
το είχε τόσο πολύ ανάγκη…
*Το βιβλίο του Γιώργη Μασσαβέτα “Έγκλημα στα Μανιάτικα”,
κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις “Βιβλιοπωλείον της Εστίας”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου