Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Όταν οι “Δύο Ανάσες” έγιναν καμία…



Γράφει η Βίκυ Καλοφωτιά

Σημειώστε την ημερομηνία. 10/11/2014. Ήρθε η στιγμή που με όσο καλή διάθεση και από όποια σκοπιά κι αν το εξετάσω, αυτή τη φορά οι θετικές στιγμές “κουρνιάζουν” στη γωνιά και δίνουν το βήμα στις μάλλον αρνητικές να πρωταγωνιστήσουν. Έτσι λοιπόν, την δέκατη αυτή ημέρα του συμπαθητικού Νοεμβρίου μας, μαζί με την παρακολούθηση της ταινίας “Δύο Ανάσες” (“Respire”), πραγματοποιώ το ντεμπούτο μου σε κάτι που δυσκολεύομαι να το κάνω, αλλά θα το κάνω, γιατί αυτή τη φορά έτσι αισθάνομαι. Να μπω για λίγο-για πολύ λίγο όμως-στο ρόλο της κακιάς και να καταθέσω όλα όσα βίωσα και αισθάνθηκα στα 91 λεπτά μέσα στην αίθουσα με τα βελούδινα καθίσματα. Όση ώρα δηλαδή διήρκεσε η προβολή της παραπάνω ταινίας που αναμένεται να βγει στις ελληνικές αίθουσες προσεχώς και συγκεκριμένα στις 13 Νοεμβρίου


Τι λέγαμε λοιπόν; Α, ναι! Για τις “Δύο Ανάσες”, που κατάφεραν να βγάλουν από μέσα μου για πρώτη φορά ένα μείγμα θλίψης, ασφυξίας, στενοχώριας και έντονου προβληματισμού όχι όμως από την πλευρά της εξαγωγής θετικών και ευοίωνων συμπερασμάτων, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Μου δημιούργησαν την ανάγκη να προλάβω να ειδοποιήσω εγκαίρως για το τι πρόκειται να αντικρίσει κανείς πηγαίνοντας να παρακολουθήσει την εν λόγω ταινία με τη σκηνοθετική υπογραφή της Μελανί Λοράν, γνωστή και από την ταινία “Αδωξοι Μπάσταρδη”, του Κουέντιν Ταραντίνο. 

Η Τσάρλι και η Σάρα

Δύο έφηβες σε απόσταση αναπνοής από το στάδιο της ενηλικίωσης φοιτούν στο ίδιο σχολείο και σχεδόν αμέσως γίνονται στενές φίλες και εκτός της αίθουσας διδασκαλίας. Μαζί ξεκινούν να διανύουν μια κοινή πορεία που κάποια στιγμή όμως θα “σκοντάψει”,
όταν η παθογένεια αμφοτέρων θα πάψει να “φοράει τα καλά της” και θα δείξει το πραγματικό της πρόσωπο. Αυτό που θέλει τις δύο φίλες να απομακρύνονται συνεχώς η μία από την άλλη πιάνοντας “αγκαζέ” το σαράκι της ζήλιας, της κτητικότητας και του συναισθηματικού αλληλο-τραυματισμού καταλήγοντας σε ένα αυτοκαταστροφικό παιχνίδι θύτη-θύματος που δημιουργεί στο θεατή έντονα τη διάθεση να ανοίξει την πόρτα και να βρεθεί έξω από την αίθουσα. Έξω, στον καθαρό αέρα για να ανακτήσει την αναπνοή του.

Δεν χρειάζονται μόνο “δύο ανάσες” αλλά φιάλες οξυγόνου προκειμένου να έρθεις στα συγκαλά σου μετά από μιάμιση ώρα παρακολούθησης ενός ψυχολογικού πολέμου με τα βέλη μιας δηλητηριασμένης φιλίας να πέφτουν βροχή και να μην ξέρεις από πού να πιαστείς για να…μην σε πάρει η μπόρα κι εσένα. 

Δύο έφηβες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κι όμως τόσο ίδιες έστω κι αν η μία κρύβει τους “μώλωπες” της ψυχής της κάτω από το μανδύα της εξωστρέφειας και της τάσης της να μετατρέπει όποιον βρίσκεται κοντά της σε υποχείριο και η άλλη κάτω από αυτόν της ανοχής δίνοντας στον εαυτό της το ρόλο ενός “σάκου του μποξ” σαν να θέλει για κάποιο λόγο να αυτοτιμωρηθεί προκαλώντας την άλλη πλευρά για περισσότερα απανωτά χτυπήματα “κάτω από τη μέση”. 

Μια φιλία που σκοντάφτει, λαβώνεται, ματώνει, ακροβατεί και παραπαίει μεταξύ φθοράς και υποτιθέμενης εγγύτητας, στο έλεος ενός ατέρμονου “σκωτσέζικου ντους” και τελικά υποκύπτει στα τραύματά της. 

Μια σχέση εξάρτησης που βρίσκει τις απαρχές της στα μοντέλα συμπεριφοράς που έβλεπαν να “παίρνουν σάρκα και οστά” στην οικογενειακή εστία, όσο η καθεμιά μεγάλωνε. Μια μητέρα παραιτημένη ζώντας σε ένα αυτοσχέδιο περιθώριο και η κόρη
ανύπαρκτη για εκείνη. Σαν μια άψυχη κούκλα. Από την άλλη πλευρά, μια μητέρα που στερούμενη θάρρους για να αφήσει πίσω έναν άνδρα που απομυζά την ύπαρξή της, έχει υιοθετήσει το ρόλο εκείνης που πάντα τον συγχωρεί και τον δέχεται πίσω ό,τι κι αν της κάνει. Και η κόρη αναπαράγει την ίδια συμπεριφορά. Το ίδιο πρότυπο. Τα ίδια λάθη. Στις φιλίες, στη σχέση με το άλλο φύλο, στο κατά πόσο επιτρέπει στον εαυτό της να χαρεί την ανεμελιά των νεανικών της χρόνων, στο πώς ορίζει την “υγιή” συναναστροφή και πώς επιτρέπει να της φέρονται. 

Ένα μπαλόνι που συνεχώς φουσκώνει και φουσκώνει, έρχεται κάποτε η στιγμή που σκάει βίαια εξωτερικεύοντας τον “μολυσμένο” αέρα που τόσο καιρό αδιαμαρτύρητα άφηνε να του "μεταγγίζουν στο αίμα" του. Δεν είναι επειδή κατανόησε το πόσο επιζήμιο είναι να αφήνει να το “γρονθοκοπούν” συστηματικά στην ψυχή. Ούτε επειδή κουράστηκε. Γιατί κάποια “μπαλόνια” δυστυχώς τρέφονται με τη βία προκειμένου να αισθανθούν ότι αποκτούν υπόσταση. Όχι. Δεν είναι αυτό. Είναι επειδή πλέον διαπίστωσε ότι ψάχνοντας στα εσωτερικά του “αμπάρια” βρέθηκε μπροστά σε αυτό που πάντοτε φοβόταν και έτρεμε. Διαπίστωσε ότι πλέον δεν του είχε απομείνει ούτε μια ΑΝΑΣΑ…


Τίτλοι τέλους ταινίας. Μαζεύω τα πράγματά μου και κατευθύνομαι προς την έξοδο. Δεν έχω όρεξη ούτε για φωτογραφίες, ούτε για συμμετοχή στα διάφορα “πηγαδάκια” ολόγυρα από συναδέλφους που σχολιάζουν τα της ταινίας. Παίρνω τη στενοχώρια και το αφόρητο βάρος που η συγκεκριμένη ταινία μου απόθεσε στην καρδιά και φεύγω. Κάπου στο διάδρομο ακούω να λέγεται ότι πρόκειται για “μια αποτυχημένη απόπειρα να μεταφερθεί στο γαλλικό σινεμά ένας ρόλος που παραπέμπει σε στρίγγλα από μεξικάνικη σαπουνόπερα”. Τείνω να συμφωνήσω. 

Συγγνώμη κυρία Λοράν. Υπόσχομαι ότι την επόμενη φορά θα είμαι πιο καλή μαζί σας σε αυτά που η πένα μου θα αποτυπώσει στο λευκό χαρτί μετά την παρακολούθηση κάποιας ταινίας σας. Αρκεί κι εσείς όμως να υποσχεθείτε το ίδιο και να μας επιστρέψετε τις “ανάσες” που αυτή τη φορά μας αποσπάσατε μέσα από όσα μοιραστήκατε μαζί μας από την ιστορία των δύο αυτών κοριτσιών…

Και όπως είπαμε: σημειώστε την ημερομηνία. 10/11/2014. Ξέρετε εσείς..!

  
*Στοιχεία Ταινίας:
Σκηνοθεσία: Μελανί Λοράν 
Σενάριο: Μελανί Λοράν & Ζουλιέν Λαμπροσκίνι
Ηθοποιοί: Τζοζεφίν Ζάπι, Λου Ντε Λαζ, Ιζαμπέλ Καρέ, Κλερ Καίμ, Ροσάν Ντουράν, Καμίγ Κλαρίς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου