Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

“Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει” και άγγιξε τα αστέρια!



Γράφει η Βίκυ Καλοφωτιά

Υπάρχουν κότες και κότες. Κότες που γεννιούνται και μεγαλώνουν επιτελώντας έναν και μοναδικό σκοπό: να κλωσάνε τα αυγά τους κι όμως να μην καταφέρνουν ποτέ να βιώσουν το θαύμα του να σπάει το τσόφλι φέρνοντας στο φως μωρά κοτοπουλάκια. Γιατί τα παίρνουν οι άνθρωποι από την αγκαλιά τους κι εκείνες υπομένουν στωικά τη μοίρα τους. Χωρίς αντίδραση. Μετά, υπάρχουν εκείνες οι κότες που γίνονται μανούλες, είναι όμως τόσο επηρμένες και αλαζονικές που μοιάζουν να συμπεριφέρονται λες κι όλος ο κόσμος τούς ανήκει και περιστρέφεται μόνο γύρω από αυτές. Κι έπειτα είναι και οι κότες που αφήνονται στο έλεος των συνθηκών και ταξιδεύουν όπου τις πάει ο άνεμος με το άτσαλο φύσημά του. 


Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες κότες. Αυτές, οι οποίες δεν δέχονται να υποταχθούν στη μοίρα που τις θέλει να καταλήγουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη σκοτεινή φυλακή του πεινασμένου στομαχιού κάποιας νυφίτσας που κρύβεται μέσα στους θάμνους παραμονεύοντας να πραγματοποιήσει την αιματηρή επίθεσή της. Είναι εκείνες οι κότες που ονειρεύονται να στρέψουν το βλέμμα τους στ’αστέρια και να πετάξουν στην πουπουλένια αγκαλιά του ουρανού. Την ιστορία μιας τέτοιας κότας παρακολούθησα πρόσφατα να ξετυλίγεται στον χάρτινο καμβά ενός ξεχωριστού βιβλίου. Μπουμπουκίτσα τη λένε και είναι το όνομα που έδωσε η ίδια στον εαυτό της μέσα από την τρυφερή πένα της Sun-Mi Hwang που σε 157 σελίδες έδωσε πνοή ζωής στην πιο θαρραλέα, ευαίσθητη και συνάμα δυναμική κότα που γεννήθηκε ποτέ στον πλανήτη γη

Ένα τοσοδά μπουμπουκάκι κάτω από τα φτερά του οποίου χτυπάει μια καρδιά σαν μικρού παιδιού. Η καρδιά μιας ύπαρξης τόσο εύθραυστης που κάθε φορά που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στις κακοτοπιές, απορεί και η ίδια ποια συμπαντική δύναμη τροφοδότησε τα αμπάρια της ψυχής της με τόλμη και αποφασιστικότητα. Τόλμη για να πράξει το ανομολόγητο και να ονειρευτεί μια ζωή έξω από το περιορισμένο κοτέτσι, μακριά από κλειστά παραθυρόφυλλα. Τόλμη να υφάνει μόνη της το μαγικό χαλί που θα τη μεταφέρει εκεί όπου η ψυχή της θα έχει κάθε μέρα καλοκαίρι. Τόλμη να σηκωθεί παρά την απέραντη μοναξιά που βιώνει. Μοναξιά που την έχει παραλύσει. Τη διέλυσε στην κυριολεξία.

Μοναδικός της φίλος ο Πρασινοκεφαλόπαπιας που κολυμπά μόνος του στην τεχνητή λίμνη έξω από τον αχυρώνα, επειδή δεν τον αποδέχονται οι υπόλοιποι του είδους του. Γιατί όμως; Γιατί να είναι μόνος; Ποιο το παράπτωμά του, η “κόκκινη γραμμή” που πέρασε ενώ δεν επιτρεπόταν και την εξαργυρώνει τώρα εισπράττοντας απόρριψη; Το ότι τόλμησε να δείξει τον αληθινό του εαυτό, τον δικό του μοναδικό εαυτό που κάνει όλους μας να ξεχωρίζουμε, αφού ο  καθένας μας είναι μοναδικός και δεν υπάρχει κανείς που να είναι ακριβώς ο ίδιος με κάποιον άλλον. Είναι μοναδικός, όπως και το δακτυλικό του αποτύπωμα. Πολλές μικροσκοπικές πορείες μαζί σε μια τοσοδούλα επιφάνεια. Κι όμως καμιά δεν υπάρχει πανομοιότυπη σε κανένα άλλο δάχτυλο στον κόσμο. 


Μπουμπουκίτσα και Πρασινοκεφαλόπαπιας, δυο υπάρξεις που χαράζουν το μονοπάτι τους έξω από την ασφάλεια του αχυρώνα αψηφώντας τους κινδύνους που κρύβονται σε κάθε γωνιά του δρόμου, με τα μάτια της νυφίτσας που τους λιγουρεύεται στο τραπέζι της, να λαμπυρίζουν απειλητικά στο σκοτάδι. Χάνονται και ξαναβρίσκονται αλλαγμένοι και οι δυο τους. Κι όμως τόσο ίδιοι παρ’όλα αυτά. Εκείνη πλέον μανούλα κι εκείνος να πλανάται μετέωρος με τα μικρά του πατουσάκια να περπατούν στη λάσπη άλλοτε με ταχύ βήμα και άλλοτε με αργό και απαλό. Είναι σε επιφυλακή, περιμένει, αφουγκράζεται, ανιχνεύει, αγαπά. Ένα μωρό που θα  εμφανιστεί στη ζωή τους, όταν το τσόφλι σπάσει

Τι κι αν η μητέρα που το κλωσάει δεν είναι η μητέρα που το έβγαλε από τα σπλάχνα της πάνω στα τρυφερά πρασινοκίτρινα φύλλα ανάμεσα στις καλαμιές της λίμνης. Η μητέρα που το κλώσησε, το αγάπησε σαν δικό της. Πονούσε όταν το έβλεπε να στενοχωριέται και πεταγόταν από τον ύπνο της σαν άκουγε τη φωνούλα του κάτω από τις φτερούγες της όπου το σκέπαζε το βράδυ για να μην κρυώνει. Μωρό το αποκαλούσε και μωρό παρέμεινε για εκείνη ακόμη και όταν αργότερα έγινε ο ευυπόληπτος φύλακας για το σμήνος των πουλιών, με τη βροντερή φωνή του, τα γυαλιστερά του πούπουλα και τα πανίσχυρα φτερά του. Άργησαν να τον αποδεχτούν αλλά σύντομα η χρυσή του καρδιά τους κέρδισε και τους έκανε να του εμπιστευτούν τη ζωή τους. Η ζωή του σμήνους στα δικά του χέρια.

Και ο καιρός περνούσε, οι εποχές του χρόνου άλλαζαν τα πουκάμισά τους και παρέδιδαν τη σκυτάλη στην επόμενη…


“Σκαρταδούρα” την είχαν αποκαλέσει κάποτε οι ιδιοκτήτες του αχυρώνα, όταν από τη στενοχώρια της που βρισκόταν κλεισμένη στο κοτέτσι δεν γεννούσε πια ούτε ένα αυγό. Γιατί της έλειπε ο ήλιος, η θάλασσα, ο ουρανός, το χάδι της βροχής και του ανέμου. Κανένα κοτοπουλάκι δεν μπορούσε να αγκαλιάσει με τις φτερούγες της, γιατί της τα έπαιρναν πριν μπορέσουν να σπάσουν το τσόφλι και να αντικρίσουν το φως της ζωής. Εκείνη όμως πάλεψε, αγωνίστηκε, αναμετρήθηκε με τα άγρια πουλιά και τα ζώα, την κακοκαιρία, τους κινδύνους που ελλοχεύουν στα λιβάδια, την ίδια της την ύπαρξη

Δεν ήταν “σκαρταδούρα”. Ήταν η Μπουμπουκίτσα. Αυτή που από ένα τοσοδά μπουμπουκάκι άνθισε και έγινε η πιο ξεχωριστή, η πιο στοργική, η πιο θαρραλέα κότα που γεννήθηκε ποτέ στη γη! Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει και τα κατάφερε!

Έγινε φτερό στον άνεμο και άγγιξε τον ουρανό και τ’αστέρια..!


*Το βιβλίο “Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει” της Sun-Mi Hwang κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου