Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Παναγιώτης Ρίζος: “Η αδράνεια ωφελεί την ανάπτυξη του κακού, του φόβου και της μισαλλοδοξίας. Όλοι μαζί μπορούμε…”



Απλώνεται το Αιγαίο μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα καθώς αυτό αφήνεται και εναποθέτει τις ελπίδες του στα φτερά των γλάρων, ταξιδεύοντας μακριά. Εκεί, όπου τα κύματα φέρνουν κάτι από γαλαζοπράσινη και άλλοτε σκούρα μπλε “βεντάλια”, έτσι όπως ξεδιπλώνονται το ένα μετά το άλλο, λες και παίζουν κυνηγητό παραβγαίνοντας για το ποιο από όλα θα προφτάσει να αγγίξει πρώτο τη γεμάτη βότσαλα αμμουδιά. Εκεί, όπου οι “μαύρες κουκκίδες” με το πορτοκαλί περίγραμμα ονειρεύονται να ξεκινήσουν την νέα τους ζωή. Οι άνθρωποι, που από μακριά φαίνονται σαν αχνές, μαύρες κουκκίδες που αναμετριούνται με την αφρισμένη θάλασσα φορώντας τα πορτοκαλί τους σωσίβια. Αυτά, που ίσως τους βοηθήσουν να επιπλεύσουν, αν οι φουσκωτές βάρκες σηκώσουν το βάρος τους μέχρι το τέλος της διαδρομής. Το βάρος του σώματός τους και της ψυχής τους, που κρατιέται στη ζωή από μια λεπτή κλωστή. Είναι η ελπίδα που τους κάνει να συνεχίζουν ακόμη κι όταν όλα φαίνονται μάταια…


Πρόσφυγες τους ονόμασαν. Ικέτες μιας ζωής, όπου θα μπορούν να χαμογελούν χωρίς να τρέμουν κάθε φορά που οι οβίδες σχηματίζουν γύρω τους μια βροχή που προαναγγέλλει το θάνατο. “Ικετηρία”, διαβάζω στο εξώφυλλο του βιβλίου που γεννά  στο μυαλό μου τις παραπάνω σκέψεις. “Ικετηρία”, όπως ονόμαζαν στην Αρχαία Ελλάδα, ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με άσπρο μαλλί προβάτου. Αυτό που  κρατούσαν στα χέρια τους ως σύμβολο της δυστυχούς τους κατάστασης όσοι κυνηγημένοι προσέτρεχαν σε μια ξένη χώρα για να βρουν άσυλο και σωτηρία. Για να τύχουν προστασίας ή ασφάλειας επειδή κινδύνευαν ή ήταν αδικημένοι.  

 
“Κατά την σύγχρονη ιστορία μας κυριάρχησε ο φόβος και η επιθετικότητα προς ό,τι ξένο ερχόταν στην χώρα μας και ζητούσε προστασία και βοήθεια”, είναι κάποια από τα λόγια του συγγραφέα Παναγιώτη Ρίζου, στη συνέντευξή μας, με αφορμή την κυκλοφορία του εν λόγω βιβλίου. Κι όμως, υπάρχει τρόπος να γίνει η ανατροπή, και το κλαδί ελιάς να συμβολίζει την ειρήνη και την ομοψυχία. “Χρειάζεται εγρήγορση και συμμετοχή. Όλοι μαζί μπορούμε…”, συνεχίζει, τονίζοντάς μου τις λέξεις μία προς μία. Και κάπου εκεί συνειδητοποιώ ότι ένα μόνο βήμα μας χωρίζει από την πολυπόθητη αυτή ανατροπή. Το να σηκωθούμε από τον καναπέ και να δράσουμε! Ακόμη κι αν χρειαστεί να παλέψουμε  με την ορμή των κυμάτων…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

“Ικετηρία”, ο τίτλος του τελευταίου μυθιστορήματός σας, που κάθε του σελίδα ψιθυρίζει την αγωνία ανθρώπων που προέρχονται από χώρες, όπου οι άνθρωποι ανασαίνουν, την ίδια στιγμή που δίπλα τους σκάνε βόμβες, οβίδες και ρουκέτες, και η ελευθερία ισούται με το πολυτιμότερο αγαθό. Η μόνη τους ελπίδα, το να τραπούν σε φυγή προς μια χώρα με ειρήνη. Μήπως, όμως τελικά, γι’αυτούς τους ανθρώπους ακόμη και στις διάφορες “χώρες υποδοχής”, ο όρος “ελευθερία” τίθεται σε εισαγωγικά και παραπέμπει περισσότερο σε σκλαβιά;

“Δεν είν’ εύκολες οι  θύρες όταν η χρεία τες κουρταλή…”, λέει ο Διονύσιος Σολωμός στον Ύμνο προς την Ελευθερία.  Δεν ανοίγουν εύκολα οι πόρτες, όταν αυτός που τις χτυπά, είναι σε ανάγκη. Πάντα τα ίδια προβλήματα, η ίδια φρίκη γι’ αυτούς που διώκονται. Στο βιβλίο μου, η “Ικετηρία” σαν σύμβολο των Ικετών που ζητούν άσυλο, παρερμηνεύεται από τους φορείς της χώρας υποδοχής από άγνοια και φόβο.  Οι κώδικες κατανόησης των πολιτισμών σε αυτήν την χρονική συγκυρία –υποστηρίζουν τα κείμενα του βιβλίου– παραμένουν ξένοι

Τι είναι αυτό που σας ώθησε να γράψετε για ένα θέμα, με ανοιχτές ακόμη τις “πληγές”, για το οποίο έχουν γραφτεί κατά καιρούς και αρκετά άλλα αναγνώσματα; Ποιο στοιχείο θεωρείτε ότι κάνει την “Ικετηρία” να ξεχωρίζει;

Με ώθησε η φρίκη της αδράνειας, η θέαση ενός προβλήματος που δεν ήθελα πλέον να το παρατηρώ από τον καναπέ μου. Με βάση τα άρθρα που διάβασα, τις ιστορίες που άκουσα και αυτά που είδα, δημιούργησα 12 ιστορίες που περιέχουν τους φιλοξενούντες (με τις φοβίες τους και την τρυφερότητά τους ), διακινητές/εμπόρους Τούρκους και Έλληνες, τα θύματα, δηλαδή τους πνιγμένους πρόσφυγες στον βυθό της θάλασσας που γίνονται πλέον στο βιβλίο εκθέματα ενός υποθαλάσσιου μουσείου, αυτούς που περιπολούν στην θάλασσα του Αιγαίου και αναχαιτίζουν άνευ ορίου τις ροές, αυτούς που αρέσκονται να βλέπουν αυτόν τον διάπλου του θανάτου ως ακριβό θέαμα. Σε όλες τις ιστορίες υπάρχει μία ανατροπή. Μια ανατροπή φρίκης. Όχι τόσο φαντασιακής, δυστυχώς.      

 
“Φιλοξενία”, μια λέξη απόλυτα συνυφασμένη με την ψυχή της Ελλάδας. Στον “Επιτάφιο του Περικλέους”, ανάμεσα στα νοήματα που χάραξε στο χαρτί ο Θουκυδίδης, αναφέρεται ότι “οι Αθηναίοι διατηρούσαν την πόλη τους ανοικτή σε όλους και δεν έδιωχναν τους ξένους που προσέτρεχαν σε αυτήν”. Κατά πόσο πιστεύετε ότι νιώθουν σήμερα το ίδιο καλοδεχούμενοι οι πρόσφυγες, που αναζητούν άσυλο και σωτηρία στη χώρα μας;

Αν εξαιρέσει κανείς μεμονωμένες περιπτώσεις ευαίσθητων ανθρώπων ή μικρών ομάδων που πραγματικά περιέθαλψαν τους πρόσφυγες με αγάπη και συμπεριφέρθηκαν  με ευγένεια και ήθος που ταιριάζει στις αρχαίες αναφορές, νομίζω ότι κατά την σύγχρονη ιστορία μας κυριάρχησε ο φόβος και η επιθετικότητα προς ό,τι ξένο ερχόταν στην χώρα μας και ζητούσε προστασία και βοήθεια. Τα ίδια αισθάνθηκαν και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες όταν ήρθαν στην Ελλάδα το ‘22. “Εκεί μας έλεγαν Έλληνες και εδώ μας λένε Τούρκους”, ήταν το παράπονό τους.     

 
Σύμφωνα με πρόσφατη συνοπτική κατάσταση του Συντονιστικού Οργάνου Διαχείρισης Προσφυγικής Κρίσης, ο αριθμός των προσφύγων στην ελληνική επικράτεια ανέρχεται σε 57.105. Ο αριθμός συνεχώς αυξάνεται, ανθρώπινες ψυχές αφήνουν την ύστατη πνοή τους στο Αιγαίο, κι όμως η “φιλανθρωπία του καναπέ” και η κωλυσιεργία για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων πάταξης του φαινομένου “καλά κρατούν”. Τι άλλο πρέπει πλέον να συμβεί προκειμένου να ξυπνήσουμε και να αποφασίσουμε να δράσουμε;

Αυτό το βιβλίο προσανατολίζεται προς αυτήν την κατεύθυνση.  Οι ιστορίες του βιβλίου είναι το επόμενο στάδιο της φρίκης και της ανθρώπινης κτηνωδίας. Δεν πρέπει να συμβούν. Πρέπει να αφυπνιστούμε για να μην συμβούν.

Στις σελίδες του βιβλίου σας διαβάζουμε –μεταξύ άλλων– για τη γοργόνα, την αδερφή του Μεγαλέξανδρου, την Παναγία τη Γοργόνα στη Λέσβο, και το πρώτο σας βιβλίο με τον τίτλο “Τηγανητές γοργόνες” διαπνέεται επίσης από την αύρα τους. Τι συμβολίζουν για εσάς τα μυθικά αυτά πλάσματα της θάλασσας, και τι είναι αυτό που σας κάνει να νιώθετε τόσο συνδεδεμένος μαζί τους;

Ο συμβολισμός είναι σαφής. Είναι η επαφή μας με το απώτερο παρελθόν μας, με το μισό ψάρι από το οποίο προερχόμαστε.  Είναι η επαφή μας με τους αρχαίους μύθους,  τον πρωτογενή πολιτισμό μας, τα παλιά μας παραμύθια. Που όμως τα “τηγανίζουμε” πλέον και τα καταναλώνουμε χωρίς γνώση, παιδεία, αιδώ. Αυτά κάνουν ό,τι μπορούν ακόμη. Κι εμείς ό,τι μπορούμε για να τα καταναλώσουμε μέχρι αφανισμού τους.   
  
Κατά πόσο αφήνουμε ακόμη το φόβο της ενδεχόμενης κοινωνικής κατακραυγής και της απόρριψης από τον περίγυρο, να επηρεάζουν την επιθυμία μας να απλώσουμε το χέρι στους εκάστοτε κατατρεγμένους, αγκαλιάζοντας το διαφορετικό;

Το πρώτο κείμενο του βιβλίου ονομάζεται “ΑΡΓΥΡή” και πραγματεύεται ακριβώς αυτό το πρόβλημα και πώς το αντιμετωπίζει ένα ζευγάρι Νεοελλήνων που κατοικούν κοντά στην πλατεία Βικτωρίας (όταν έρχεται στο σπίτι για ένα Σαββατοκύριακο, ένα ζευγάρι προσφύγων με τα παιδιά τους).    

Ως δικηγόρος δίνετε τη δική σας μάχη για τη διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε μια εποχή που το “μαζί” είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ άλλοτε, φαίνεται ότι τελικά είμαστε πιο χώρια από ποτέ. Στρεφόμαστε μάλιστα και ο ένας εναντίον του άλλου, καταπατώντας τα δικαιώματα του συνανθρώπου. Γιατί δυσκολευόμαστε ακόμη, να ρίξουμε επί της ουσίας, το “τείχος” ανάμεσά μας;

Λείπει η παιδεία, η αρμονία και η ευγένεια που χαρίζει η λήψη της. Ζούμε στην εποχή της μεταμοντέρνας σχετικοποίησης των πάντων και της ύψωσης του Εγώ μας. Αυτή η αμάθεια υψώνει και τα τείχη, ανεπαισθήτως, όπως έλεγε και ο Καβάφης. Επιτρέψτε  μου να το αναφέρω όλο το ποίημα γιατί είναι από τα αγαπημένα μου: 

“Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη•
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω


Ορχάν, Μετζίτ, Μπουλέντ, Μωχάμετ, Στρατής, Αχιλλέας, Γιωργής, Λάκης και η ανθρώπινη αλυσίδα συνεχώς εμπλουτίζεται. Διελκυστίνδα δυνάμεων, που αν ενωθεί σε μια γροθιά, υπάρχει ίσως ελπίδα να σωθεί αυτός ο κόσμος. Από τη μια η ανθρώπινη αλληλεγγύη, από την άλλη “ο άνθρωπος για τον άνθρωπο, λύκος”. Τι πιστεύετε ότι θα επικρατήσει τελικά;

Θέλω να επικρατήσει το καλό. Αλλά το κακό έχει βαθιές ρίζες. Και όσο η Παιδεία χωλαίνει και απεμπολείται προς χάριν του ωφελιμισμού και του προσωπικού συμφέροντος, το κακό διογκώνεται και δύσκολα εξολοθρεύεται. Χρειάζεται εγρήγορση και συμμετοχή για να αλλάξει η κατάσταση. Η αδράνεια ωφελεί την ανάπτυξη του κακού, του φόβου και της μισαλλοδοξίας. Όλοι μαζί μπορούμε…

Έχετε ήδη σκεφθεί το θέμα για το επόμενο συγγραφικό σας πόνημα;

Δεν έχω σκεφτεί το επόμενο βιβλίο μου, ούτε το επόμενο θέμα.  Πρώτα πρέπει το μυαλό μου να φύγει από την “ΙΚΕΤΗΡίΑ”.  Οι φίλοι μου μού λένε να γράψω κάτι ευχάριστο, κάτι πιο ανάλαφρο. Θα δούμε…

  
*Το βιβλίο του Παναγιώτη Ρίζου, με τον τίτλο “ΙΚΕΤΗΡίΑ” κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος

*Η έκδοση περιλαμβάνει σχέδια που έκανε η εικαστικός, Χριστίνα Κάλμπαρη
με αφορμή και ερέθισμα τα κείμενα του βιβλίου.

*Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο, όπως επίσης και περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο, στον ακόλουθο σύνδεσμο



Προφίλ συγγραφέα:

Ο Παναγιώτης Ρίζος γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται ως δικηγόρος. Το 2014 εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο “Τηγανητές γοργόνες” (51 μικρές ιστορίες). 

Διηγήματα και κείμενά του έχουν επίσης δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (έντυπα και ηλεκτρονικά).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου