Γράφει η Βίκυ Καλοφωτιά
Βράδυ Σαββάτου. Οι σταγόνες της βροχής στέλνουν την καλησπέρα τους στο
παράθυρο που βλέπει έξω, στον γεμάτο αστέρια ουρανό. Βυθισμένη στον κόσμο των
λέξεων από το πρωί και μη έχοντας συναίσθηση του χρόνου που πέρασε από τη
στιγμή που ξεκίνησα να γράφω, αποφασίζω να πατήσω το κουμπί της παύσης στο
πληκτρολόγιο του λευκού υπολογιστή. Λευκός, γιατί έτσι ακριβώς τα βλέπω όλα
γύρω μου όταν γράφω. Λευκά, λαμπερά, ηλιόλουστα. “Απόψε, θα ήθελα να πάω να δω μια ταινία κοινωνική”, σκέφτομαι και
αμέσως έρχεται στο μυαλό μου η αληθινή ιστορία της “Philomena Lee”,
που προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη. Μια
ταινία υποψήφια για
τέσσερα Όσκαρ. Μια
ιστορία βγαλμένη από την ίδια τη ζωή, για μια γυναίκα με καρδιά μικρού παιδιού,
γεμάτη ευαισθησία, καλοσύνη, ευγένεια και εμφορούμενη από την ανυπέρβλητη αξία
που εμπεριέχει η δύναμη της συγχώρεσης. Ετοιμάζομαι, παίρνω την ομπρέλα από
την ντουλάπα στο διάδρομο, κλειδιά, κινητό και μια καραμέλα για το δρόμο, από
το χρυσό δίσκο στο τραπέζι του σαλονιού. Έξω στο δρόμο η βροχή συνεχίζεται
μεταφέροντας παντού μέσα στη νύχτα, τη μυστική της μελωδία. Και να’μαι, λοιπόν
και πάλι στα γνωστά μου λημέρια. Επιστρέφοντας στον τόπο των ονείρων. Συνεπής
στο καθιερωμένο πλέον εβδομαδιαίο μου ραντεβού με τη μεγάλη οθόνη και τις
περιπέτειες των εκάστοτε ηρώων.
Μέσα στην αίθουσα έχουν ήδη αρχίσει να πέφτουν οι τίτλοι
έναρξης της ταινίας, σε σκηνοθεσία του Στίβεν Φρίαρς, με πρωταγωνίστρια
τη Τζούντι Ντεντς, στο ρόλο της “Philomena” (“Φιλομένα”, βλ.ελλ.) και τον Στιβ Κούγκαν, στο ρόλο ενός
κυνικού και ρεαλιστή, Άγγλου δημοσιογράφου, που τάσσεται στο πλευρό της
προκειμένου να τη βοηθήσει να αναζητήσει το γιο της. Ένα μικρό παιδί, που,
παρά τη θέλησή της, δόθηκε για υιοθεσία, από τις καλόγριες στο μοναστήρι, όπου
την έστειλαν οι “ντροπιασμένοι” γονείς της, επειδή “αμάρτησε” μένοντας έγκυος και
φέρνοντας στη ζωή ένα παιδί εκτός γάμου, στην Ιρλανδία του 1952. Ένα
μυστικό, που η ίδια κράτησε βαθιά κρυμμένο στην ψυχή της για πενήντα χρόνια φοβούμενη να εναντιωθεί στις προκαταλήψεις
και τις κοινωνικές επιταγές εκείνης της εποχής. Όμως έρχεται η ώρα και η στιγμή, που η αλήθεια αργά ή
γρήγορα αποκαλύπτεται.
Και τα σαρώνει όλα στο πέρασμά της αφήνοντας να επιβιώσουν μόνο εκείνα που
είναι όντως αληθινά και αξίζουν πραγματικά. Ωστόσο, αναρωτιέμαι: μήπως κάποιες από αυτές τις προκαταλήψεις
εξακολουθούν να ισχύουν άτυπα μέχρι και σήμερα και διαιωνίζονται πίσω από τη
βιτρίνα του δήθεν “εξελιγμένου” και “ανοιχτόμυαλου” ανθρώπου; Μήπως έχουμε την τάση να κρυβόμαστε πίσω
από θεσμούς και “άγραφους νόμους” για να δίνουμε υπόσταση σε προσωπικούς μας
“δαίμονες”, εξωτερικεύοντας τη ζήλια και τη μικροπρέπειά μας απέναντι στο
συνάνθρωπο;
Ας μου επιτραπεί να εκφράσω και να μοιραστώ τη γνώμη μου,
ότι ο Θεός μας είναι ΑΓΑΠΗ. Αυτό
είναι το μέλημά Του και αυτή ήταν η αποστολή Του, όταν επισκέφθηκε τη Γη με την
ανθρώπινη μορφή Του. Να διακηρύξει την Αγάπη. Προς όλους. Αυτό άλλωστε απέδειξε
περίτρανα θυσιάζοντας την ίδια Του τη ζωή στο όνομα της Αγάπης. Επομένως, ο
Θεός της Αγάπης δεν θα επέτρεπε ποτέ να στερηθεί μια μάνα το παιδί της και να
της το αποσπάσουν παρά τη θέλησή της για να δοθεί για υιοθεσία στα πλαίσια μιας
οικονομικής συναλλαγής. Γιατί ο άνθρωπος
ΔΕΝ είναι εμπόρευμα. Και η ζωή ΔΕΝ
έχει τιμή. Γιατί ΔΕΝ πουλιέται και ΔΕΝ εξαγοράζεται. Για κανέναν λόγο. Χρόνια
τώρα γίνεται προσπάθεια να απομακρυνθεί ο άνθρωπος από τη θρησκεία και το Θεό
με αρκετά ευρηματικούς τρόπους, ομολογουμένως. Παρ’όλα αυτά, δεν σημαίνει ότι επειδή
κάποιοι εκπρόσωποι του κλήρου χάνουν στην πορεία το δρόμο τους και υποπίπτουν
σε σφάλματα και πλάνες, ότι αυτό έχει καθολική ισχύ. Υπάρχουν ακόμη αρκετοί που
όντως είναι οι μεσάζοντες μεταξύ ημών και του Θεού και παρέχουν την αγάπη και
την υποστήριξή τους στις ταραγμένες ψυχές και σε όποιον από εμάς αντιμετωπίζει
δυσκολίες στο διάβα του. Οι αφορισμοί
από όποια πλευρά και αν προέρχονται, δεν παύουν να είναι αφορισμοί. Και ο
αφορισμός δεν ενώνει. Ούτε προάγει την Αγάπη.
Η ταινία έχει ήδη φτάσει περίπου στα μισά. Κοιτάζω γύρω
μου. Όλοι είναι απορροφημένοι από αυτά που, τόσο ο σκηνοθέτης, όσο και οι
πρωταγωνιστές, μεταφέρουν σε όλους μας με έναν τρόπο άμεσο και ειλικρινή, που
φτάνει μέχρι την εστία της καρδιάς κάνοντάς την να βιώνει στο μέγιστο, το κάθε
συναίσθημα. Και κάπου εκεί, μεταξύ του αγώνα της “Philomena” να αναπληρώσει το κενό που
της δημιουργούσε τόσα χρόνια η απουσία του παιδιού της
από τη ζωή της και στην
πάλη της με το κατεστημένο, παρατηρώ το συμπρωταγωνιστή της. Στο ρόλο του
δημοσιογράφου. Του δημοσιογράφου, που επί χρόνια απέφευγε πεισματικά να
ασχοληθεί με ανθρωποκεντρικά άρθρα, επειδή η “αίγλη” και το υποτιθέμενο “κύρος”
έγκειται σε άλλου είδους άρθρα. Σε άρθρα “σοβαρά” με προεκτάσεις πολιτικές.
Γιατί εκεί βρίσκεται η…ουσία. Τα ανθρωποκεντρικά άρθρα απευθύνονται κατά τη
γνώμη του σε ανθρώπους “εύθραστους” και “αδύναμους” και το να ασχοληθεί ένας “μεγάλος”
και “τρανός” δημοσιογράφος με τέτοια θέματα, στερείται “ουσίας” και “περιεχομένου”.
Και
όμως, ναι..! Υπάρχει και εκεί η ουσία, στα θέματα, τα ανθρωποκεντρικά. Γιατί
όλα αρχίζουν από εκεί. Και όλα τελειώνουν εκεί. Στον άνθρωπο. Και στην αποκάλυψη της αλήθειας, που θαρρώ ότι είναι ο πρωταρχικός ρόλος του
δημοσιογράφου. Και απευθύνονται σε ανθρώπους που όχι μόνο δεν είναι “εύθραστοι”
και “αδύναμοι” με την αρνητική έννοια του όρου, αλλά που αντέχουν να προχωρούν και να ζουν παρά τα εμπόδια και τις τρικλοποδιές.
Όπως ακριβώς και οι δημοσιογράφοι που ασχολούνται με αυτά τα θέματα. Οι δημοσιογράφοι που γράφουν για να πουν
την ΑΛΗΘΕΙΑ και όχι για να απολαμβάνουν τα δήθεν “καλά” του δημοσιογραφικού
λειτουργήματος, όπως το να πετάς πρώτη θέση στο αεροπλάνο, ή να σου κάνουν
τεμενάδες σε ένα ψεύτικο και υποκριτικό
“δούναι και λαβείν”, που απέχει
παρασάγγας από οτιδήποτε αξίζει πραγματικά στη ζωή. “Δεν σημαίνει ότι είσαι και πρώτης κλάσης άνθρωπος, επειδή πετάς πρώτη
θέση…”, αναφέρει η Τζούντι Ντεντς,
στην ταινία, όπως επίσης και ότι “πρέπει να είσαι ευγενικός με τους ανθρώπους
στην ανηφόρα, γιατί μπορεί να τους συναντήσεις στην κατηφόρα…”. Και
είναι πέρα για πέρα αληθινό. Είτε είναι κανείς δημοσιογράφος, είτε όχι. Γιατί οι εποχές της αλαζονείας και της έπαρσης
που πηγάζουν από κοινωνικά “αξιώματα” και άλλα τέτοια κίβδηλα κατασκευάσματα,
έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Και πλέον είμαστε
όλοι εδώ για να περνάμε τη χαρά και τον πόνο χέρι-χέρι.
Βρισκόμαστε λίγο πριν τους τίτλους τέλους. “Η Πίστη και η Ελπίδα μπορούν να
υπερνικήσουν τον κυνισμό και το στυγνό ρεαλισμό”, ακούγεται σε όλη την
αίθουσα δημιουργώντας μέσα στην ψυχή των θεατών το αίσθημα της Κάθαρσης.
“Και
όντως πρόκειται περί Κάθαρσης. Από καθετί, το μη αληθινό”, σκέφτομαι
περπατώντας πλέον έξω, στους αστραφτερούς και καλογυαλισμένους από τις σταγόνες
της βροχής, δρόμους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου