Το σημερινό Πολεμικό Μουσείο στο Ναύπλιο είναι το κτίριο
που επέλεξε ο Ι. Καποδίστριας για φιλοξενήσει την πρώτη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (1828).
Της Μαρίας Αλιμπέρτη
Αγέρωχο στέκει το νεοκλασικό κτίριο σε μια συνοικία που θυμίζει ονειρική πολιτεία. Περπατώντας στα σοκάκια του Ναυπλίου κοντοστάθηκα να το χαζέψω και χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκα την γυριστή σκάλα του Πολεμικού Μουσείου – Παράρτημα Ναυπλίου. Μια προτομή του Καποδίστρια, του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, με περίμενε για να με καλωσορίσει στον πρώτο όροφο του κτιρίου, το οποίο εγκαινιάστηκε ως μουσείο στα τέλη Νοεμβρίου 1988.
Το ταξίδι στην ιστορία της Ελλάδας αρχίζει: ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης ξαναζωντανεύουν στις γκραβούρες που είναι κρεμασμένες στους τοίχους, μεταδίδοντας την θερμή επιθυμία τους για ελευθερία, με χαρακτηριστικότερες αυτών του Μπάιρον, της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου αλλά και την αλληγορική Αναγέννηση της Ελλάδος.
Λες και ξεφυλλίζω τις χάρτινες σελίδες του σχολικού βιβλίου με τα σημαντικότερα κεφάλαια της ιστορίας του τόπου : στις επόμενες αίθουσες από τα ντοκουμέντα των Βαλκανικών Πολέμων ξεχωρίζουν οι φωτογραφίες του ταγματάρχη Βελισσάριου, η επίσκεψη του Ελ. Βενιζέλου στο μέτωπο αλλά και η παρέλαση ελληνικού τμήματος στο Παρίσι το 1919 κατά την λήξη του Α' Π.Π..
Κοντοστέκομαι μπροστά σε τουφέκια, πιστόλια, στολές Ευέλπιδων καθώς και σε φωτογραφίες των φουστανελάδων του Μακεδονικού Αγώνα που τραβούν την προσοχή ακόμη και του πιο ανυποψίαστου επισκέπτη. Με ενδιαφέρον διαβάζω για το τυφέκιο wgnchester το οποίο εισήχθη το 1871 στην οθωμανική αυτοκρατορία και είναι το πρώτο επαναληπτικό τυφέκιο που χρησιμοποιήθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατά την ρωσοτουρική μάχη. Σε κάποια διπλανή βιτρίνα ξεωρίζω το σχέδιο αφίσας εποχής του Μακεδονομάχου Σαράντου Τέλλου αλλά και του Παύλου Μελά.
Σέρνω σχεδόν
με ευλάβεια τα πόδια μου στο ξύλινο
πάτωμα για να χαζέψω τα ιστορικά εκθέματα μεταξύ αυτών και τις γκραβούρες από
το Ναύπλιο πριν αφήσει ο φθοροποιός
χρόνος τα σημάδια του επάνω σε αυτή την
ιστορική πόλη, η οποία σύμφωνα με μια
γκραβούρα είχε ονομαστεί και “Napoli
di Romania” .
Ανεβαίνω τα
σκαλιά με προσοχή καθώς και άλλοι
επισκέπτες είχαν καταφθάσει στο
μουσείο-κιβωτός της ελληνικής ιστορίας
και συναντώ το αφιέρωμα στους Ευέλπιδες:
στολές(θερινές-χειμωνιάτικες), γκραβούρες, ψήφισμα διορισμού πρώτων
καθηγητών κ.α.
Στην επόμενη
αίθουσα με ένα άλμα στο χρόνο βρίσκομαι
στον 20ο αιώνα με αφίσες -δημοσιεύματα
για τον τορπιλισμό της Έλλης, την
επιστράτευση, τις πρώτες μέρες του
πολέμου... Στο κέντρο της αίθουσας στέκουν απειλητικά ένα υδόψυκτο πολυβόλο, ένα
οπλοπολυβόλο και ένας ατομικός όλμος.
Στην γειτονική αίθουσα χαζεύω φωτογραφίες
από στρατιωτικούς αγώνες, ενώ με δέος
κοιτάζω τα παράσημα του Τάγματος Γεωργίου
Α', των Ταξιαρχών και του Τάγματος Φοίνικος.
Στην τρίτη αίθουσα μου τραβούν την
προσοχή γελιογραφίες της εποχής από
τον διεθνή τύπο για τα ελληνικά κατορθώματα και πλησιάζω για να δω εκείνες με τους
φουστανελάδες. Περισσότερο όμως απ' όλα
τα εκθέματα με κέντρισε η λεζάντα μιας
φωτογραφίας που περιέγραφε το μεσημέρι
της 12 Οκτωβρίου 1944 όταν οι Γερμανοί
έφευγαν από την Αθήνα, πυροβολισμοί
ακούγονται κατά των Γερμανών, μια μάνα
βγαίνει μπροστά και λέει “ μου σκότωσαν
δυο γιους, με ρήμαξαν, αλλά μην τους
σκοτώσετε και αυτούς κάποια μάνα τους
περιμένει”. Αυτό είναι το πιο μεγαλειώδες
κεφάλαιο ανθρωπιάς της ελληνικής Ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου