Γράφει
η Βίκυ Καλοφωτιά
Έχεις αισθανθεί ποτέ ότι ό,τι κι αν έκανες, όπου κι αν
πήγες, όσα κι αν βίωσες δεν έχουν την παραμικρή σημασία γιατί στην ουσία δεν
υπήρξες ποτέ ο πραγματικός σου εαυτός; Ότι ποτέ
δεν σε γνώρισες αληθινά; Ότι σου
πήρε 42 ολόκληρα χρόνια μέχρι να αποκτήσει η ζωή σου νόημα μέσα από την
παρατήρηση, την αντιγραφή και τη μίμηση της ζωής άλλων ανθρώπων; Ένας ωκεανός ανυπαρξίας που έλαβε τέλος με
μια μεγαλειώδη φωτιά-έκρηξη όλης της πρότερης ζωής του Σεμπαστιάν Νικολά.
Κι εγώ να κάθομαι στη σκοτεινή και αγαπημένη αίθουσα ενός
από τους παλαιότερους κινηματογράφους της Αθήνας μας προσπαθώντας από τη μια να
αποκρυπτογραφήσω την ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή της ταινίας “Ο Επιφανής Άγνωστος” (“Un Illustre Inconnu”) που παίρνει ζωή μέσα
από δανεικές ζωές και από την άλλη να μη δίνω σημασία στον ενοχλητικό θόρυβο
από το μπρελόκ των κλειδιών του συναδέλφου δίπλα μου που προφανώς τον έχει τόσο
συνεπάρει η ταινία που δεν του έχει περάσει καν από το μυαλό ότι ο εν λόγω
θόρυβος μπορεί να μην είναι τόσο συναρπαστικός για όλους τους υπολοίπους.
Προσπαθώ να μη δίνω σημασία και να αφεθώ στη γοητεία που
ασκεί πάνω μου η πλοκή της ταινίας και οι ερμηνευτικές ικανότητες του Ματιέ Κασοβίτς που υποδύεται τον
μυστηριώδη και πολυμήχανο, Σεμπαστιάν Νικολά. Έναν άνθρωπο που ισορροπεί μεταξύ του τρόμου της ανυπαρξίας και της
ανάγκης του να προσθέσει χρώμα στο μέχρι πρότινος γκρίζο πλαίσιο της ζωής του.
Μια ζωή με απέραντη μοναξιά. Μια ζωή με
άπειρες μάσκες σε μια αέναη αναζήτηση νοήματος και ανθρώπινης αγκαλιάς που
ενώ, όπως λέει και ένας από τους συμπρωταγωνιστές του αναφερόμενος σε εκείνον “Είστε όπως ο γάτος. Εκεί που σας ξεχνούν,
εκεί εμφανίζεστε”, ωστόσο η δίψα του
για ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία δεν ξεχνιέται ποτέ. Αντιθέτως
εμφανίζεται πάντοτε. Είναι η κινητήριος δύναμή του. Και πάντοτε το ίδιο ισχυρή.
Τον ακολουθεί όπου κι αν πηγαίνει. Είναι αυτή η σιωπηρή του κραυγή-κάλεσμα προς
εκείνον τον κάποιον που θα του κρατήσει το χέρι και θα του πει πως όλα θα πάνε
καλά.
“Εξαφάνισα
τον Σεμπαστιάν Νικολά γιατί δεν άντεχα το βλέμμα του…”, λέει
αποφεύγοντας να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Γιατί όσες φορές το τολμά, νιώθει να έρχεται αντιμέτωπος με το κενό. Το κενό
που διαμορφώνει το μέσα του και που καιροφυλακτεί να του αφαιρέσει το παραμικρό
μόριο οξυγόνου που του δίνει τη δύναμη να σηκώνεται καθημερινά από το κρεβάτι
του αναζητώντας τον εαυτό του με το να τρυπώνει μέσα από την κλειδαρότρυπα στις
ζωές των άλλων. Κι όμως αυτές είναι οι μόνες στιγμές που νιώθει ζωντανός…
Ο Σεμπαστιάν
Νικολά που πάντοτε
ονειρευόταν ότι είναι κάποιος άλλος. Κάθε μάσκα που κατασκευάζει, αποτελεί και
το εισιτήριο που θα τον μεταφέρει σε έναν παράλληλο κόσμο όπου τον αγαπούν και
αγαπά και όπου η έννοια της ανυπαρξίας δεν υπάρχει στο συναισθηματικό του
λεξικό. Ένας γιος που ψάχνει τον πατέρα του υπάρχει εκεί, στο χωροχρόνο της
παράλληλης ζωής και έχει ανάγκη την παρουσία του. Ένας άνδρας βρίσκει το νόημα
της ζωής μέσα από τα μάτια του μέχρι πρότινος παρατημένου γιου του. Μια γυναίκα
που έφερε στη ζωή το παιδί ενός ανθρώπου για τον οποίο δεν υπάρχει τίποτε άλλο
παρά μονάχα η μουσική και οι νότες του βιολιού του. Ένας σκύλος που θρηνεί για
το χαμό του ανθρώπου που παρά τη μοναχικότητα και το αλλόκοτο της ύπαρξής
του, έκανε την υπέρβαση και ανέσυρε από
μέσα του ό,τι συναίσθημα υπήρχε ανοίγοντας στον τετράποδο φίλο του αγόγγυστα την
αγκαλιά του.
Ένα ψηφιδωτό πλασμάτων που αναζητούν διακαώς την
ευκαιρία να εκφράσουν τη δίψα τους για το κοντά και το μαζί έστω κι αν το
μεταμφιέζουν σε αποστειρωμένες συνήθειες, σκέψεις, λέξεις, συναισθήματα. Έστω
κι αν το φανερώνουν με θυμό, αναισθησία, εγωισμό, εμμονή, τύψεις και παράνοια. Πίσω από το καθετί κρύβεται ένα παιδί που δεν
μεγάλωσε ποτέ. Ένα παιδί που ζητιανεύει την αγάπη. Ένα παιδί που κουράστηκε
να κάνει αυτό που του λένε και δεν μπορεί να προσποιείται άλλο.
Σεμπαστιάν Νικολά. Δυο δάχτυλα που κάποια
στιγμή κόβονται συμβολίζοντας τις δυο φορές που ο ανύπαρκτος εαυτός του
χρειάστηκε να πεθάνει προτού γίνει μια υπαρκτή υπόσταση έστω και πίσω από τα κάγκελα
της φυλακής. Έβαλε χρώμα στη ζωή του
μέσα από τη
μίμηση κάποιου άλλου και με αυτόν τον τρόπο έβαλε τέλος στη ζωή μέσα
στο γκρίζο πλαίσιο. Όλες οι παραλλαγές του γκρίζου χρώματος κάηκαν στη φωτιά
που ξέσπασε στο σπίτι που στέγαζε τον ανύπαρκτο και αόρατο εαυτό του. Στάχτη το πριν, άγραφο χαρτί το τώρα, παιχνίδι
στη ρουλέτα το μέλλον. Εκείνος όμως επιτέλους ζει και ήρθε για να μείνει.
Τι κι αν ποτέ δεν γνώρισε πραγματικά τον
εαυτό του. Τι κι αν ποτέ δεν έμαθε τους άλλους κοιτάζοντας βαθιά μέσα στην ψυχή
τους. Άλλωστε “γνωρίζουμε ποτέ κάποιον πραγματικά;”. Ίσως παρακολουθώντας την
ταινία-που θα προβληθεί στις 11
Δεκεμβρίου στις κινηματογραφικές αίθουσες-να μπορέσουμε να ιχνηλατήσουμε με
κάποιον τρόπο την απάντηση. Ή ίσως και όχι. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι θα μας βάλει σε σκέψη κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε
για το κατά πόσο είμαστε κι εμείς υπαρκτοί και ζούμε σύμφωνα με αυτό που μας ψιθυρίζει
το μέσα μας ή αν απλά υπάρχουμε ζώντας τις ζωές κάποιων άλλων.
Τίτλοι τέλους.
Τα φώτα άναψαν, ο καφές στο χάρτινο ποτήρι
τελείωσε, οι προβληματισμοί που γέννησε
η εν λόγω ταινία αποθηκεύτηκαν προσωρινά στο νοερό κουτάκι του μυαλού και της καρδιάς.
Κοιτάζω γύρω μου. Είμαι η τελευταία που έχει απομείνει στην αίθουσα, όλοι οι
υπόλοιποι εξαφανίστηκαν χωρίς να προλάβω να το αντιληφθώ έτσι απορροφημένη όπως
ήμουν ταξιδεύοντας με τις σκέψεις μου.
Έξω βρέχει και ο δρόμος της επιστροφής στο
σπίτι με περιμένει να τον διασχίσω.
Μέχρι την επόμενη ταινία…
*Στοιχεία ταινίας
Σκηνοθεσία: Ματιέ Ντελαπόρτ
Σενάριο:
Ματιέ Ντελαπόρτ, Αλεξάντρ Ντε Λα Πατελιέρ
Παραγωγή: Ντιμίτρι Ρασάμ, Αλεξάντρ Ντε Λα Πατελιέρ
Μοντάζ:
Σίλια Λαφιτντιπόντ
Πρωταγωνιστούν: Ματιέ Κασοβίτς, Μαρί-Ζοζέ Κροζ, Ερίκ Καραβακά
Διάρκεια: 117’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου