Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

“La Strada”: Ένας δρόμος συνώνυμος με την ίδια τη ζωή



Γράφει η Βίκυ Καλοφωτιά

“Ό,τι υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο, χρησιμεύει σε κάτι. Ακόμη κι αυτή η πέτρα. Γιατί αν δεν χρησιμεύει κι αυτή σε κάτι, τότε είναι άχρηστα ακόμη και τα αστέρια…”

Έτσι είπε. Αλήθεια. Το είπε στην παράσταση La Strada, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Νικολαΐδη, ο άνθρωπος με το ακορντεόν και τα ξανθά μαλλιά ή αλλιώς ο “Τρελός” του υπαίθριου τσίρκου απευθυνόμενος στην Τζελσομίνα. Εκεί, πάνω στη σκηνή του Θεάτρου Βικτώρια ή μάλλον στη γωνιά του δρόμου όπου μαζεύονται όλοι όσοι έχουν τεθεί στο περιθώριο. Του δρόμου και της ζωής. Από ποιους, όμως; Από όλους όσους θεωρούν ότι
περπατώντας στις μεγάλες και κατάφωτες λεωφόρους έχουν αυτομάτως εξασφαλίσει όλα αυτά που θα τους χαρίσουν το “μαγικό χαρτάκι” της ευδαιμονίας και της υλικής πληρότητας. Και ίσως κατά τη γνώμη τους και της ψυχικής αν και αυτό δεν ανήκει σε αυτά που τους πολυσκοτίζουν. Το πολυπόθητο εισιτήριο για να κάνουν το τραγούδι της θλίψης  μέσα τους να σωπάσει και τις νότες να δηλώσουν τυφλή υποταγή στη μοίρα τους. Πρόσκαιρα. Γιατί το μέσα έρχεται η στιγμή που επαναστατεί και θέλει τα άλλα, τα ωραία. Αυτά τα οποία “ζητεί η ψυχή και για τα οποία κλαίει…”.

10.000 έδωσε ο Τζαμπανό στη μητέρα της Τζελσομίνα για να την αγοράσει. Τόσο κοστολόγησε την αξία της προκειμένου να ξεσπάει πάνω της τη βία του, όποτε νιώθει να ασφυκτιά μέσα στα στενά όρια της ατελούς ύπαρξής του. Βία σωματική, λεκτική, ψυχολογική. 10.000 για να εξαγοράσει την αξιοπρέπεια ενός ανθρώπινου πλάσματος αδύναμου να υπερασπιστεί τον εαυτό του, που μη μπορώντας να πράξει διαφορετικά, υπομένει στωικά το ρόλο του. Το ρόλο της μαριονέτας η οποία βρίσκεται έρμαιο στα χέρια ενός ανθρώπου, που κάπου μεταξύ της επιθυμίας του για εξουσία και επιβεβαίωση, έχασε ό,τι ανθρώπινο κουβαλούσε κάποτε μέσα του. 

 
Πάντα κάποιος βασανίζει και κάποιος βασανίζεται. Κάποιος “χτυπάει το ντέφι” και κάποιος “χορεύει” στο ρυθμό που του υποδεικνύει ο δήθεν ισχυρότερος. Κι όμως έρχεται κάπως, κάπου, κάποτε η στιγμή που η μαριονέτα αποκτά φωνή και υπόσταση και κόβει τα νήματα της φυλακής της. Έστω και την ύστατη στιγμή. Έστω και λίγο πριν την τελευταία
της πολύτιμη εκπνοή. Ακόμη και τότε. Γιατί κουράστηκε να υπομένει. Κουράστηκε να λαμβάνει ξανά και ξανά την ίδια θλιβερή απάντηση στην ερώτηση: “Εμένα ποιος με χρειάζεται σε αυτόν τον κόσμο; Σε ποιον θα λείψω αν κάτι μου συμβεί;”. Κουράστηκε να “θέλει να πεθάνει” υποκύπτοντας στα τραύματα που επιφέρει βαθιά στην ψυχή η βάναυση μεταχείριση, η απόρριψη και η μοναξιά. Η απέραντη μοναξιά, την ίδια στιγμή που στην άλλη άκρη του δρόμου γίνεται γλέντι με ακροβάτες, ξυλοπόδαρους, μουσική, χορό και πολύχρωμο ξεφάντωμα. 

Ζωή μέσα στο τρίκυκλο. Εκεί μέσα που στοιβάζονται στις σκονισμένες γωνιές που φέρουν τη μυρωδιά του φόβου, λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Όνειρα που δεν τόλμησαν ποτέ να βγουν στο φως της ημέρας. Συναισθήματα που πάγωσαν στο στήθος πριν καν γεννηθούν. Ένα φθαρμένο καπέλο κρέμεται στο καρφί του τοίχου, ρούχα για αρτίστες μέσα στη λεκάνη που κείται στο πάτωμα περιμένοντας κάποιον να ανακαλύψει τον πλούτο που φέρει στα “σπλάχνα” της. Το ακορντεόν πάνω στο τραπέζι έτοιμο να μεταφέρει στα πέρατα του κόσμου, της καρδιάς τη θλίψη μέσα από το πάτημα των πλήκτρων του. 

“Κι εγώ φοβάμαι τη νύχτα. Και υπάρχουν στιγμές που θέλω να πεθάνω. Μα τελευταία στιγμή το μετανιώνω. Γιατί πρέπει να μείνω μαζί σου. Αν δεν μείνω εγώ, τότε ποιος θα μείνει πλάι σου;” Το είπε. Η Τζελσομίνα. Το αισθάνθηκε για τον άνθρωπο που όλον αυτόν τον καιρό ξεσπούσε πάνω της την οργή και τον τσακισμένο του εγωισμό κάθε φορά που στο δρόμο του δεν γινόταν αυτό που εκείνος επιθυμούσε. Εκείνη όμως είναι εκεί. Παρ’όλα αυτά είναι εκεί. Να του απλώσει το χέρι λέγοντάς του ότι τον αγαπά και ότι αυτός είναι το σπίτι της…γιατί όσες φορές κι αν προσπάθησε να σπάσει τα δεσμά της φυλακής της δεν τα κατάφερε. Πάντοτε γυρνούσε σε αυτόν. Πάντοτε η τελευταία σκηνή της “επανάστασής” της γραφόταν στη βίαιη αγκαλιά του. Κι εκείνη απλά υπέμενε…


 
Μια σχέση νοσηρής εξάρτησης με το ένα άκρο της διελκυστίνδας να τραβάει το σχοινί και το άλλο απλά να αφήνεται στο έλεος της τύχης του χωρίς να ρωτά το γιατί. Αδιαμαρτύρητα. Μέχρι τη στιγμή που τα συναισθήματα εκρήγνυνται παρασύροντας με τη μανία τους όλα όσα συναντούν στην ξέφρενη πορεία τους προς την έξοδο. 

Strada” σημαίνει δρόμος. Όλοι μας είμαστε στο δρόμο. Άλλος περπατάει σκυφτά, άλλος βιάζεται να κόψει το νήμα του τέρματος, άλλος φοβάται για το τι κρύβεται στην επόμενη στροφή, άλλος στηρίζεται σε δεκανίκια. Όλοι όμως περπατάμε πάνω του. Δεν
υπάρχουν πυξίδες στη “φαρέτρα” του αναζητητή, ούτε προστατευτικά σχοινιά. Κόπηκαν στην πορεία αφήνοντάς τον να κατευθυνθεί με γνώμονα το ένστικτο. “Μιλάει” το ένστικτο. Όχι ενίοτε, πάντοτε “μιλάει”. Το ακούς, όμως; Ή σαν άλλος Τζαμπανό κρύβεσαι πίσω από την πανοπλία του δήθεν σκληρού και θρηνείς για την απώλεια της Τζελσομίνα όταν είναι πλέον πολύ αργά για να την επαναφέρεις στη ζωή; 

Ο αλλοτινός θύτης βρέθηκε μπροστά στο αναπόφευκτο και τότε το συνειδητοποίησε: Δεν μπορεί χωρίς εκείνη, χωρίς την Τζελσομίνα του. Γιατί ήταν η δύναμή του. Δεν υπάρχει εκείνη, δεν υπάρχει ούτε αυτός.

Ας γινόταν μόνο ένα, μόνο αυτό. Να το είχε καταλάβει νωρίτερα. Μόνο λίγες στιγμές νωρίτερα. Όσο χρειαζόταν για να πιάσει το χέρι της και να περπατήσουν στο δρόμο μαζί. Και κάπου στο βάθος ακούγεται η μελωδία ενός ακορντεόν…

Αυλαία.



Στοιχεία Παράστασης:

“La Strada”, των Τούλιο Πινέλι και Μπερναντίνο Τσαπόνι, βασισμένο στο σενάριο της ομώνυμης ταινίας του Φεντερίκο Φελiνι. 

Μετάφραση - διασκευή: Ο Θίασος

Σκηνοθεσία: Βασίλης Νικολαΐδης

Σκηνικός χώρος - κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ

Επιμέλεια κίνησης - χορογραφία: Κωνσταντίνος Μίχος

Μουσική: Λεωνίδας Μαριδάκης

Φωτισμοί: Βαγγέλης Κάνδιας

Φωτογραφίες: Γεωργία Σιέττου, Στέλιος Δανιήλ

Παίζουν: Κάτια Γέρου, Θανάσης Κουρλαμπάς, Νίκος Νίκας, Εφη Κόντα, Μέλιος Κατσαμάκης, Ευγενία Μαραγκού, Λεωνίδας Μαριδάκης, Κίμων Παντερής.

Θέατρο Βικτώρια (Μαγνησίας 5 & 3ης Σεπτεμβρίου 119, τηλ. 210 8233.125).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου