Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Μέλπω Ζαρόκωστα: “Η Τέχνη δεν είναι σε καμία περίπτωση φιλανθρωπικό ίδρυμα”



Κάθομαι δίπλα της. Μια γυναίκα με μεγάλα, εκφραστικά μάτια, στόμα που συσπάται σε αληθινό χαμόγελο, που σε τυλίγει με τη ζεστασιά και την αμεσότητά του, σαν μια αγκαλιά, από εκείνες που σου μένουν και τις κουβαλάς μέσα σου για μια ζωή. Η Μέλπω Ζαρόκωστα. Η ηθοποιός που πρωταγωνίστησε σε αγαπημένες ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου ενώνοντας τις δυνάμεις της με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, το Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Ανδρέα Ντούζο, τη Νόρα Βαλσάμη, και με πολλούς ακόμη συναδέλφους της που μοιράζονταν τα ίδια όνειρα, τους ίδιους αγώνες και τις ίδιες ανησυχίες.

Τη συνάντησα ένα μεσημέρι, στα γραφεία της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, της οποίας υπήρξε το πρώτο γυναικείο μέλος κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Λίγο πριν πατήσω το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι για να καταγράψω τη συνομιλία μας, σηκώνεται και μου λέει: «Περίμενε, πρώτα θα φτιάξω και στις δυο μας καφέ για να μας συντροφεύει όσο θα τα λέμε!». Καταξιωμένη καλλιτέχνης μα πάνω απ’όλα άνθρωπος. Απλός, άμεσος και με ανεξάντλητο απόθεμα γνώσεων, το οποίο προσφέρει ανιδιοτελώς στους μαθητές της, στο θέατρο και στο “Σπίτι του Ηθοποιού”. 

«Δεν εμπορεύεσαι αυτό που είναι ζωογόνο, δεν λες στον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου, δεν σου δίνω οξυγόνο να αναπνεύσεις», μου εκμυστηρεύεται.

Και κάπως έτσι, ξεκίνησε η κουβέντα μας…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

Πότε συνειδητοποιήσατε ότι το “φλερτ” με την τέχνη της υποκριτικής θα εξελισσόταν σε μια σχέση διαρκείας;

«Ήταν κάτι που το γνώριζα από τότε που ήμουν κοριτσάκι δέκα ετών, όταν ήρθε ένας κύριος να μας οργανώσει στο σχολείο, για να ανεβάσουμε μια σχολική παράσταση. Αισθάνθηκα αμέσως τόσο ενθουσιασμένη με αυτόν τον καινούριο κόσμο που ξετυλιγόταν ξαφνικά μπροστά μου και θυμάμαι ότι ήθελα να παίξω όλους τους ρόλους στην ίδια παράσταση! Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι ο καθένας παίζει έναν μόνο ρόλο. Ήμουν ένα παιδί με μεγάλη φαντασία, που του άρεσε επίσης να γράφει ωραίες εκθέσεις. Ευτυχώς τότε δεν υπήρχε τηλεόραση, η οποία πιστεύω ότι καταστρέφει τη δημιουργικότητα και τη διάθεση να αγωνιστείς για να καταφέρεις μετά από χρόνια να αναδειχθείς. Όλοι σήμερα επιδιώκουν το εύκολο και γρήγορο κέρδος.


»Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι θα πει θέατρο παρόλο που ήμουν εξοικειωμένη με την όπερα λόγω του ότι στην οικογένειά μου ήταν όλοι τους άνθρωποι καλλιεργημένοι και με μία έντονη λατρεία για την Τέχνη. Όχι όμως να την παράγεις εσύ, γιατί σε αυτήν την περίπτωση η Τέχνη ήταν “αμάρτημα”. Από εκείνη λοιπόν την περίοδο και μετά αναδείχθηκε σταδιακά το ταλέντο μου και ανεβάζαμε παραστάσεις κάθε δύο χρόνια».

Υποστήριξαν οι γονείς σας την επιλογή σας να γίνετε ηθοποιός; Ποια ήταν η πρώτη τους αντίδραση;

«Δεν θα ξεχάσω την αντίδραση του πατέρα μου, ο οποίος παρόλο που είχε μεγαλώσει και είχε σπουδάσει στο εξωτερικό, στη Γερμανία, αντέδρασε όπως λέμε “ρωμαίικα”. Ούτε να το ακούσει δεν ήθελε, σε αντίθεση με τον παππού μου. Εκείνος μόλις άκουσε αυτό που ανακοίνωσα, λέει “γιατί όχι, είναι ωραίο επάγγελμα” και άρχισε να απαγγέλει στα αρχαία ελληνικά την Αντιγόνη. Την ήξερε όλη απ’έξω! Ήταν από τους ανθρώπους που έκανε παρέα με φιλολόγους εκείνης της εποχής, γνωστούς ποιητές και λόγιους καθώς τότε πολλοί ήταν καλλιεργημένοι και τους άρεσε ιδιαίτερα να συζητούν για την Τέχνη και τη φιλοσοφία. Η μητέρα μου δεν είχε πει κάτι, διότι έπαιζε συνήθως έναν ουδέτερο ρόλο προσπαθώντας να διατηρεί τις ισορροπίες».


Μετά από τον πόλεμο μεταναστεύσατε μαζί με την οικογένειά σας στο Σύδνεϋ και εκεί ξεκινήσατε τη ζωή σας από την αρχή. Ποιες εικόνες σας έρχονται στο μυαλό μέχρι σήμερα από εκείνη την περίοδο της ζωής σας;

«Έφυγα όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών και πήγαμε οικογενειακώς στο Σύδνεϋ. Πριν όμως, μείναμε για ένα χρόνο στην Αίγυπτο, όπου ο πατέρας μου είχε αναλάβει κάποιες αναλογιστικές ασχολίες. Εκεί πέρασα πραγματικά έναν μαγικό χρόνο. Είχαμε βιώσει πολύ δύσκολα χρόνια στην Κατοχή στην πατρίδα πριν μεταναστεύσουμε, όπως άλλωστε και όλος ο κόσμος. Πεινούσα τόσο πολύ μέχρι που ένιωθα τα πόδια μου να λυγίζουν και να μην μπορούν να με κρατήσουν για να περπατήσω ούτε καν για να πάω στο σχολείο που ήταν ένα τετράγωνο απέναντι.

»Είδα ανθρώπους να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μου, είδα παιδάκια να υποφέρουν, είδα δράματα. Αν μας έπεφτε ένα ψιχουλάκι, ορμούσαμε με τα αδέρφια μου για το ποιος θα το πρωτοπιάσει. Ο άνθρωπος όμως συνηθίζει στα πάντα κι έτσι όταν πήγαμε στην Αίγυπτο, μου φάνηκε σαν την πόλη της “Επαγγελίας”. Ωστόσο, μόλις φτάσαμε αργότερα στην Αυστραλία –όπου αργότερα άνοιξε ο πατέρας μου επιχειρήσεις– οι όροι δυστυχώς αντιστράφηκαν. Ήταν μεν μια πανέμορφη χώρα με πολύ πράσινο, αλλά με το που φτάσαμε εκεί, μας υποδέχτηκε μια πρωτόγνωρη επιδημία με την εξάπλωση ψύλλων παντού. Ολόκληρα σμήνη από ψύλλους πετάγονταν από κάθε γωνιά του δρόμου επιδεινώνοντας και την αλλεργία μου, η οποία με έκανε να πρήζομαι.

»Στα χρόνια παραμονής μου σε αυτήν τη χώρα, ένιωσα βαθιά στο πετσί μου, το τι θα πει πόνος και ταπείνωση. Μέχρι τότε με τάιζαν στο στόμα και ξαφνικά αναγκάστηκα να σφουγγαρίσω πατώματα, να δίνω καθημερινά αγώνα για να βοηθήσω την οικογένειά μου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα μετά από τα προηγούμενα χρόνια της ταλαιπωρίας και των κακουχιών. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι αυτό υπήρξε το ωραιότερο μάθημα που έχω πάρει στη ζωή μου! Πολύ πιθανό αν δεν είχα πάει εκεί, να είχα γίνει ένα κακομαθημένο κορίτσι, να είχα παντρευτεί κάποιον πλούσιο και να έκανα μια ανόητη ζωή. Το πολύ χρήμα δημιουργεί κακούς ανθρώπους, αλλάζει εύκολα ο άνθρωπος με αυτήν την απέραντη σιγουριά. Αν δεν πονέσεις, δεν μαθαίνεις και δεν καταλαβαίνεις τίποτα».

Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, πολλοί νέοι αναγκάζονται να κάνουν το ίδιο και να αναζητήσουν την τύχη τους μακριά από την πατρίδα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ποια είναι η γνώμη σας γι’αυτό;

«Πιστεύω με όλη μου την ψυχή πως αν χωρίζαμε όλους τους Έλληνες σε τμήματα και σταδιακά τους στέλναμε δοκιμαστικά στο εξωτερικό, θα επέστρεφαν άλλοι άνθρωποι. Αφαιρώντας τους την όποια ιδιότητα έχουν στη χώρα τους και αφήνοντάς τους να επιπλεύσουν μόνοι τους, θα ανέπτυσσαν κι άλλους μηχανισμούς επιβίωσης. Ζούμε σε μια χώρα, όπου με μια ντομάτα και λίγο λαδάκι επιβιώνεις και όπου κι αν καθίσει κανείς, ακόμη και σε μια γωνιά του δρόμου και ζητήσει ελεημοσύνη, θα του δοθεί. Είμαστε λαός με πολύ πλούσια συναισθήματα, αλλά αν δεν συμμορφωθούμε, άδικα παλεύουμε. Θα φύγουν όλοι οι κυβερνήτες και οι σημερινοί και οι επόμενοι, και πάλι τα ίδια θα γίνονται».


Το πρώτο σας θεατρικό έργο ήταν το “Φροντιστήριο Γυναικών”, όπου συμπρωταγωνιστήσατε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τη Νόρα Βαλσάμη και το Νίκο Απέργη. Τι είναι αυτό που θυμάστε μέχρι και σήμερα εντονότερα από αυτήν τη συνεργασία σας;

«Πριν από το “Φροντιστήριο Γυναικών” είχε προηγηθεί άλλο ένα θεατρικό μου έργο, το οποίο είχε τον τίτλο “Παιδομάζωμα” και το έγραψα όταν ήμουν έντεκα ετών για σχολική θεατρική παράσταση (γέλια). Το “Φροντιστήριο Γυναικών” λοιπόν, θεωρείται το πρώτο ατόφιο δικό μου θεατρικό, κυκλοφόρησε όμως με ψευδώνυμο, γιατί έτσι με είχαν συμβουλεύσει τότε από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Θυμάμαι ακόμη τα λόγια τους “ Χρυσό μου κορίτσι, γυναίκα είσαι, δεν θα πετύχει αλλιώς”. Ήταν μια χαριτωμένη φαρσοκωμωδία. Η πιο έντονη ανάμνηση είναι η συγκλονιστική ευγένεια και ο επαγγελματισμός του Ντίνου Ηλιόπουλου που ήταν τότε στο απόγειο της δόξας του». 

“Το ότι επιβίωσα, το οφείλω στο θέατρο”, έχετε δηλώσει στο παρελθόν. Με ποιον τρόπο συνέβη αυτό;

«Είναι μεγάλη παρηγοριά η Τέχνη. Όταν φτάνεις στο έσχατο όριο της αντοχής σου και της υπομονής σου, είναι εκείνη που βοηθάει πάρα πολύ. Κι αν αυτή τη στιγμή προσφέρω αυτό που προσφέρω στα παιδιά του “Σπιτιού του Ηθοποιού” και σε όλους όσους θέλουν να ενταχθούν σε αυτό το πρόγραμμα, είναι γιατί έχω μέσα μου αποθέματα γνώσεων, τα οποία θα πάνε χαμένα αλλιώς, και έτσι θέλω να προλάβω να τα προσφέρω. Δεν εμπορεύεσαι αυτό που είναι ζωογόνο, δεν λες στον άλλον “δεν σου δίνω οξυγόνο να αναπνεύσεις”. Το ορίζω ποιητικά. Όμως εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετώπισα στη ζωή μου, τίποτα πια δεν με πτοεί και τίποτα δεν με κάνει να φοβάμαι!»

Έχετε έναν γιο, τον Αλέξανδρο. Παράλληλα είστε μια δραστήρια γυναίκα με μια επιτυχημένη καριέρα στις “αποσκευές” της. Πώς καταφέρατε να συνδυάσετε το απαιτητικό επάγγελμά σας με τον εξίσου απαιτητικό ρόλο της μητέρας;

«Ήμουν πάντοτε πολυάσχολη, πάντοτε έτρεχα σε δουλειές κυρίως για το θέατρο, δεν προλάβαινα να ασχοληθώ αρκετά μαζί του όσο μεγάλωνε. Θυμάμαι ότι είχε μανία με τα κόμικς, μου έλεγε “Μαμά, διαβασέ μου” και του έλεγα “δεν έχω καιρό, αγόρι μου”. Του έμαθα όμως κάποια βασικά πράγματα, όπως για παράδειγμα την αλφαβήτα. Έτσι αναγκάστηκε να αναπτύξει δεξιότητες χρησιμοποιώντας τη θέλησή του για μάθηση και έμαθε να διαβάζει μόνος του από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Αλλά και σαν σύζυγος και στους δύο γάμους μου δεν είχα ποτέ στη διάθεσή μου χρόνο για να αφιερώσω στην οικογένειά μου. Το μυαλό μου ήταν συνεχώς στη δουλειά. Ήμουν και είμαι δύσκολος άνθρωπος και γενικά οι άνθρωποι δεν με αντέχουν. Από την άλλη πλευρά, είμαι όμως και πολύ οργανωτική και συνεπής, κάτι που δεν ταιριάζει με τη νοοτροπία των καλλιτεχνών».


Το 2012 πρωταγωνιστήσατε στην τουρκική ταινία Strangers in the House (Evdeki Yabancilar), όπου υποδυθήκατε μια Ελληνίδα που το 1922 εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο καταγωγής της, τη Σμύρνη, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών. Ποια συναισθήματα κυριαρχούσαν μέσα σας στα γυρίσματα; 

«Βίωσα στιγμές έντονες και γεμάτες συναισθηματική φόρτιση, σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων της εν λόγω ταινίας, η οποία ήταν με το χέρι στην καρδιά, η ωραιότερη συνεργασία της ζωής μου παρόλο που πληρώθηκα ελάχιστα! Άξιζε όμως τον κόπο και με το παραπάνω! Το γύρισμα το δικό μου κράτησε ενάμιση μήνα. Μέναμε σε ένα παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο που λέγεται Καραμπούκ (Karabük/Μαύρο Ακρωτήρι). Μόλις διάβασα το σενάριο, χωρίς δεύτερη σκέψη αποδέχτηκα αμέσως την πρόταση που μου είχαν κάνει νωρίτερα οι Τούρκοι υπεύθυνοι της παραγωγής. Πρόκειται για μια ταινία με αντιπολεμικό μήνυμα, που πραγματεύεται τη ζωή μιας Ελληνίδας, η οποία επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στη Σμύρνη, για να ζητήσει πίσω το σπίτι της. “Μου πήρατε το σπίτι μου και το θέλω πίσω”, ήταν μια από τις ατάκες που έλεγα υποδυόμενη την κεντρική ηρωίδα, την Αγάπη.


»Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο κουράστηκα για να βγει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, γιατί εκτός των άλλων είμαι και τελειομανής. Ή παίζεις σωστά ή δεν το κάνεις καθόλου. Η συμμετοχή μου σε αυτήν τη δουλειά ομολογώ ότι ήταν από τις τελευταίες μεγάλες καλλιτεχνικές χαρές της ζωής μου, και να σκεφτεί κανείς ότι στην αρχή δεν ήθελα κιόλας να πάω και με έπεισε ο γιος μου. Λυπάμαι όμως, γιατί ενώ η ταινία έχει προβληθεί στο εξωτερικό και έχει αποσπάσει και διακρίσεις σεναρίου, μουσικής και φωτογραφίας και σε φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης, όταν εστάλη στην Ελλάδα δεν την δέχτηκαν στο φεστιβάλ. Έτσι δεν πήρε επιδότηση από το υπουργείο Πολιτισμού και δυστυχώς δεν προβλήθηκε ποτέ στη χώρα μας».

Ποιες ήταν οι εντυπώσεις σας από τη συνεργασία σας με τους Τούρκους συναδέλφους σας και όλο το επιτελείο της ταινίας; 

«Ήταν όλοι οι συντελεστές και το καστ ευγενέστατοι και γλυκύτατοι άνθρωποι και με υποδέχτηκαν τόσο ένθερμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Με αγκάλιασαν με αγάπη, εκπληκτικά παιδιά, με τα οποία μοιραστήκαμε μαζί όμορφες και δυνατές εμπειρίες. Ο έτερος πρωταγωνιστής, ο Τούρκος ηθοποιός Φατίχ Αλ, είναι εξαιρετικός και σαν ηθοποιός και σαν συνεργάτης. Στο παρελθόν μάλιστα είχε υποδυθεί και τον Οιδίποδα. Στην ταινία υποδυόταν τον Τούρκο, που βρήκα μέσα στο σπίτι μου. Ήμασταν δυο λεηλατημένες προσωπικότητες. Και αυτός και εγώ. Τελικά δεν μου το έδωσε το σπίτι μου, που ήταν αυτό, όπου έζησα τα πρώτα μου σκιρτήματα, εκεί όπου πέθανε ο πατέρας μου, εκεί όπου μεγάλωσα, όλα εκεί, μέχρι που ήρθε η βάναυση στιγμή του ξεριζωμού. Μου έδωσε όμως το γράμμα του αγαπημένου μου, το οποίο είχε φυλάξει σε μια αποθήκη από τότε που το είχε βρει. Τότε δεν είχε καταλάβει ποιος ήταν ο παραλήπτης, μετά όμως κατάλαβε…


»Οι συνθήκες στα γυρίσματα ήταν βέβαια δύσκολες καθώς γυρίζαμε σκηνές με χιόνια, με τέντα πάνω από το κεφάλι μου, με κάνανε μούσκεμα για τις ανάγκες του γυρίσματος με τρία υπό το μηδέν, κι εγώ εκεί να αγναντεύω. Επέζησα όμως, γιατί φαίνεται ότι είμαι από γερό σκαρί. Επίσης, ολόκληρες σκηνές ήταν στα τούρκικα και δυσκολευόμουν αρκετά να τα προφέρω, παρά τα μαθήματα τουρκικών που είχα κάνει στην Ελλάδα με μια συγκάτοικό μου, που ήταν Ελληνίδα από την Πόλη. Με βοήθησαν όμως και σε αυτό πάρα πολύ οι συντελεστές της ταινίας και μου είχαν ταμπέλες στα λατινικά για να με διευκολύνουν. Στο τέλος τα μιλούσα πλέον τόσο καλά, που μου έλεγαν οι ντόπιες Τουρκάλες ότι τα μιλάω σαν να είμαι όντως από εκεί!».

Η στάθμη του φτιαγμένου από τα χεράκια της καφέ στα φλιτζάνια μας έχει φτάσει σχεδόν στον πάτο. Χωρίς να τα καταλάβουμε, η συζήτηση μας είχε απορροφήσει τόσο πολύ και η ώρα είχε πλέον φτάσει αργά το απόγευμα. Νιώθω ότι μέσα από όλα όσα μετέφερε με τα λόγια της, ξύπνησαν μέσα της όμορφες, αλλά και δύσκολες αναμνήσεις, οι οποίες όμως την έκαναν να είναι ο άνθρωπος που είναι σήμερα. Μια ξεχωριστή γυναίκα και μια σπάνια ηθοποιός που παραδίδει με χαρά και περηφάνια τη σκυτάλη στους νέους που ακολουθούν. 

Πριν κλείσουμε την κουβέντα μας, της υποβάλλω μια τελευταία ερώτηση, την οποία σπεύδει να μου απαντήσει με ειλικρίνεια και την αμεσότητα που την χαρακτηρίζει από τότε που σαν μικρό κοριτσάκι έπαιζε δίπλα στο κύμα, στο σπίτι της γιαγιάς της, στο Φάληρο. 

Πρέπει να δίνονται στο θέατρο, ευκαιρίες σε ανθρώπους που δεν είναι ηθοποιοί, αλλά ανήκουν στον ευρύτερο καλλιτεχνικό τομέα;

«Η Τέχνη δεν είναι σε καμία περίπτωση φιλανθρωπικό ίδρυμα. Εκείνο που βοηθάει έναν άνθρωπο να γίνει ηθοποιός, είναι το θεατρικό σανίδι. Περισσότερο και από τις δραματικές σχολές, και το λέω εγώ που διδάσκω κιόλας. Πρέπει να πάει στην αρχή σε έναν μικρό θίασο με μικρούς ρόλους και από εκεί ξεκινάει όλη η εμπειρία. Υπάρχουν βέβαια και φωτεινά παραδείγματα ανθρώπων που γεννήθηκαν γι’αυτήν τη δουλειά και είναι μαγικά πλάσματα, και αισθάνομαι ιδιαίτερα τυχερή, γιατί έτυχε να έχω γνωρίσει μερικούς από αυτούς. 

»Κι εγώ όταν ξεκίνησα στην Αυστραλία, έδωσα τον δικό μου αγώνα. Μόνο στην Τέχνη στηριζόμουν για να ξεπεράσω τις δυσκολίες. Από κάπου πρέπει να πιαστείς. Σε αυτό βοηθάει βέβαια και ο έρωτας, αλλά και η αλήθεια. Και την αλήθεια τη βρίσκεις μόνο εάν δουλέψεις πολύ. Θυμάμαι ότι καθόμουν με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη, για να πω σωστά τις ατάκες των ρόλων μου, και μετά έγινα εργασιομανής. Τώρα πλέον μου αρέσουν όλα! Να πλένω πιάτα, να σφουγγαρίζω, να κεντάω, να πλέκω, να μιλάω. Μου αρέσει να ζω!».

Της αρέσει να ζει, μου τονίζει καθώς βγαίνει από την αυλόπορτα του κτιρίου, όπου έγινε η συνέντευξή μας, και προσθέτει και κάποια άλλα λόγια, που με βάζει να της υποσχεθώ ότι θα τα μοιραστώ με όλους τους αναγνώστες, για να βοηθηθεί έστω κι ένας από αυτούς. Και τηρώντας την υπόσχεσή μου, τα παραθέτω παρακάτω για να γίνουν κομμάτι και επιδίωξη όλων μας…

«Να πετάμε τα άσχημα της ζωής μας σαν ένα φαγητό που δεν πέτυχε! Να πιστεύουμε στον εαυτό μας, να τον αγαπάμε και να τον τιμάμε! Μόνο όταν πιστεύουμε στον εαυτό μας και την αξία μας, είμαστε χρήσιμοι και μπορούμε να προσφέρουμε και στους άλλους! Να αγαπάμε τη ζωή και να τη χαιρόμαστε! Είμαστε θαυμάσια πλάσματα, μοναδικά, τα δακτυλικά μας αποτυπώματα είναι μοναδικά! Ας πετάξουμε τις άσχημες σκέψεις και ας αποφασίσουμε να έχουμε το θάρρος της ύπαρξής μας!».


*Φωτογραφίες:

(Προσωπικό αρχείο Μέλπως Ζαρόκωστα) 

3. Αλεξάνδρεια 1947, σε ηλικία 14 ετών. 
 
4. Από τη θεατρική παράσταση "Δις Σορολόπ", Καλοκαίρι '92, με την Τζένη Ρουσσέα, τον Αλέξανδρο Παγουλάτο (γιος Μ.Ζαρόκωστα), και τη Μέλπω Ζαρόκωστα.

6. Από την πρόβα της θεατρικής παράστασης “Ο φίλος μου ο πίθηκος” που ανέβηκε στο Θέατρο Μπροντγουαίη από το θίασο “Νέα Παιδική Σκηνή Αθήνας”. Ηθοποιοί: Μίτση Κωνσταντάρα, Κώστας Βιτσεντζάτος, Ακτή Δρίνη, Φιλιώ Διονυσοπούλου, Ειρήνη Ελισαίου και Κική Αλευρά.

8.  Με το γιο της Αλέξανδρο Παγουλάτο, την εποχή που εκείνος ήταν μωρό.

11. Από την παράσταση "Νεφερτίτη", στην Αυστραλία.

12. Στιγμιότυπο από ταινία, όπου πρωταγωνιστεί με τον Ανδρέα Ντούζο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου