Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

“Ο Μπαμπάς” στο Θέατρο “Δημήτρης Χορν”: Η μνήμη ξεθωριάζει, μα η αγάπη είναι εκείνη που νικά!



Γράφει η Βίκυ Καλοφωτιά

Βελούδινα καθίσματα στην απόχρωση του κόκκινου και απαλό φως αγκαλιάζει το χώρο μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα. Στους φρεσκοβαμμένους τοίχους, στο εντυπωσιακό περίγραμμα της εισόδου, στα σκαλοπάτια που οδηγούν πάνω στη σκηνή, στα χαμόγελα εκείνων που κάθονται ήδη στη θέση τους περιμένοντας να ακούσουν το τρίτο καμπανάκι που θα σημάνει την έναρξη της παράστασης. Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν στα χέρια μου τα “μαγικά χαρτάκια” που θα απηύθυναν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο, το “Σουσάμι άνοιξε” στις πύλες του θεάτρου, κάτι μέσα μου με έκανε να νιώθω ανυπομονησία μέχρι να φτάσει αυτή η ημέρα που θα με έφερνε δίπλα στη σκηνή να παρακολουθώ την παράσταση “Ο Μπαμπάς”, με μάτια που καθρέφτιζαν στη διάφανη επιφάνειά τους όλα τα χρώματα των συναισθημάτων. Κόκκινο για την αγάπη, λευκό για την ελπίδα, κίτρινο για τη χαρά, γαλάζιο για την αθανασία…

Φορώντας τις ριγέ του πυτζάμες και τη ζεστή του ρόμπα, ο Αντρέ (Σταμάτης Φασουλής) κάθεται σε μια γωνιά του σαλονιού και φέρνει στο μυαλό του την εποχή, όπου κρατούσε το μικρό του κοριτσάκι στην αγκαλιά και το νανούριζε με παραμύθια για να αποκοιμηθεί, του αγόραζε χρωματιστές καραμέλες και όλων των ειδών τα ζαχαρωτά από το μαγαζάκι της γειτονιάς και του έσφιγγε δυνατά το χέρι κάθε φορά που τον είχε ανάγκη, μέχρι να έρθει η ημέρα που θα μπορούσε πλέον να πετάξει με τα ολόδικά του φτερά. Η κόρη του. Η Άννα (Μαρίνα Ασλάνογλου). Η Άννα του. Που είναι και ήταν γι’αυτόν, ο κόσμος όλος. Όλη του η ζωή αν μπορούσε να χωρέσει σε μια εικόνα, θα ήταν με εκείνον να την κρατάει από το χέρι πηγαίνοντάς την στο σχολείο ή σκεπάζοντάς την στον ύπνο της για να μην κρυώσει, όπως τότε που ήταν μικρή

Τότε, γιατί τώρα και να θέλει δεν μπορεί. Ή μάλλον και να μπορεί, δεν τα καταφέρνει ποτέ εντελώς. Γιατί ξεχνάει. Γιατί το μυαλό του είναι γεμάτο κενά, ξεθωριασμένες αναμνήσεις, σκόρπιες κουβέντες και θολά σημεία. Άνοια το λένε οι γιατροί, και μάλιστα τώρα που το σκέφτεται, κάπου είχε ακούσει ότι το λένε και Αλτσχάιμερ ή κάπως έτσι τελοσπάντων. Αλλά τι τον νοιάζει εκείνον; Αυτός είναι μια χαρά, για την ακρίβεια ποτέ δεν αισθανόταν καλύτερα και εκείνη βάλθηκε σώνει και καλά να του φέρει στο σπίτι του μια νοσοκόμα για να τον προσέχει. Για να του δίνει τα χάπια του. Να του θυμίζει πράγματα που κάποτε θυμόταν, όμως τώρα όσο και να προσπαθεί, δεν μπορεί. Δεν μπορεί που να πάρει η ευχή…

Καθισμένη εκείνη στην καρέκλα καταμεσής της τραπεζαρίας, κρατάει στο χέρι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και το βλέμμα της περιφέρεται απλανές από το ρολόι στον τοίχο, στο τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο και έπειτα σε εκείνον. Ένα λευκό χνούδι θυμίζουν οι αραιωμένες πλέον τρίχες στην κορυφή του κεφαλιού του, και οι ώμοι του, που άλλοτε κορδώνονταν όλο θάρρος και δύναμη, γέρνουν τώρα παραιτημένοι στο έλεος της βαρύτητας. Ο πατέρας της. Ο Αντρέ. Ο άνδρας που ήταν ο ήρωάς της όλα τα χρόνια της παιδικής της ηλικίας, στέκει τώρα σκυφτός και ανήμπορος μπροστά της. Και ζητάει, ζητάει, ζητάει. Τη φροντίδα της, τη στοργή, το ενδιαφέρον της. Κι εκείνη δίνει, δίνει, δίνει. Γιατί είναι ο άνθρωπος που την έφερε στη ζωή. Γιατί είναι εκείνος που στάθηκε δίπλα της, όταν η μητέρα της πήγε στον ουρανό. Γιατί όσο αυστηρός κι αν υπήρξε κάποτε, την έκανε πάντοτε να νιώθει σαν πριγκίπισσα. Και πάντοτε στο τέλος τον κατάφερνε να της κάνει όλα τα χατίρια. Όλα όσα έκαναν την κοριτσίστικη ύπαρξή της να νιώθει ότι η καρδιά της κοντεύει να σπάσει από ευτυχία. Όπως τότε, που βγήκε στον κήπο και είδε να την περιμένει καλογυαλισμένο και στερεωμένο στον τοίχο, το πρώτο της ποδήλατο. Το δώρο του για τα γενέθλιά της. 
 
Ο πατέρας της. Ο καλός της πατερούλης. Προσπαθεί να του τα θυμίσει. Όλα αυτά προσπαθεί να του τα θυμίσει. Κι εκείνος δεν μπορεί να την παρακολουθήσει. Την κοιτάζει σαν να μην την αναγνωρίζει και της απαντά με κουβέντες ασυνάρτητες. Μάλιστα τώρα που το σκέφτεται, υπήρξαν στιγμές που δεν την αναγνώρισε, και χθες, και προχθές, και σήμερα. Κι έχει τόσο μεγάλη ανάγκη τη φροντίδα της. “Άννα μου, κοριτσάκι μου”, φωνάζει τις στιγμές που η μνήμη του επανέρχεται στην παλιά καλή της μορφή, και οι εικόνες αποκτούν ξανά χρώμα, συνοχή, αλληλουχία, ζωή. Δεν μπορεί να τον αφήσει από κοντά της και να τον καταδικάσει να μένει στο δωμάτιο ενός γηροκομείου. Δεν μπορεί που να πάρει η ευχή…

 
Καθώς συνεχίζω να παρακολουθώ τους ηθοποιούς στη σκηνή, νιώθω την πλάτη μου να μου ζητάει επειγόντως να βολευτώ καλύτερα στην βελούδινη καρέκλα που με φιλοξενεί υπομονετικά εδώ και αρκετή ώρα. Και τότε την αντικρίζω δίπλα μου. Σαν να έγινε κάτι μαγικό! Έτσι ακριβώς όπως την θυμόμουν, με την κόκκινη πλεκτή της καζάκα, τη μάλλινη φούστα με το λάστιχο στη μέση, και τα λευκά της μαλλιά πιασμένα πίσω σε κότσο. 

-“Γιαγιά μου, τι κάνεις εδώ;”, της λέω αγγίζοντάς της με λαχτάρα το χέρι. 

-“Δεν έφυγα ποτέ από κοντά σου, Βίκυ μου! Εδώ ήμουν πάντοτε. Δίπλα σου. Ακόμη και τις στιγμές που εσύ νόμιζες ότι είχα φύγει, εγώ ήμουν εδώ. Κι ας μην με έβλεπες…”, μου λέει. 

-“Γιαγιά, μου έλειψες! Πολύ! Δεν φαντάζεσαι πόσο! Και τι δεν θα έδινα για να σε αγκαλιάσω ξανά έστω και μόνο για λίγο…”

-“Το ξέρω, εγγονούλα μου! Κι εμένα μου έλειψες πολύ! Δεν πρόλαβα να σου πω όλα όσα ήθελα τότε. Κι όταν οι γιατροί διέγνωσαν ότι πάσχω από Αλτσχάιμερ, ακόμη και τις στιγμές που δεν θυμόμουν αυτά που ζήσαμε μαζί παλιά, επειδή η ασθένεια έριχνε στο μυαλό μου σκοτάδι, να ξέρεις ότι δεν ξέχασα ποτέ το πόσο σε αγαπούσα από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκες…συγχώρεσέ με, παιδί μου για όσες φορές εξαιτίας αυτής της ασθένειας, έγινα επιθετική, σκληρή, απότομη, αδιάφορη. Δεν το ήθελα, παιδί μου. Δεν ήμουν αυτό που έγινα τα τελευταία δύο χρόνια πριν φύγω. Θυμάσαι όταν εμφάνιζα ξαφνικά σοκολατάκια από την τσέπη της ποδιάς μου και νόμιζες ότι έκανα ταχυδακτυλουργικά; Που τρώγαμε πεπόνι τα καλοκαίρια με τα μικρά, πολύχρωμα πιρουνάκια και σου χτένιζα τα μαλλιά πριν πας στο σχολείο; Ε, τα θυμάσαι; Αυτό ήμουν, κι όχι αυτό που έγινα μετά. Όταν άρχισα σιγά-σιγά να ξεχνάω και χάθηκα στο λαβύρινθο του μυαλού μου…”.

 
-“Και βέβαια τα θυμάμαι, γιαγιά μου! Ποτέ δεν τα ξεχνώ όλα αυτά κι άλλα τόσα! Την αγάπη που μου έδωσες όσο ζούσες, τη φροντίδα σου, τη φωνή σου που με παρηγορούσε όταν έτρεχα να κλάψω στην αγκαλιά σου..! Γιαγιά μου, σε αγαπώ! Σε αγαπώ, γιαγιά..!”

Κι εκεί, κάπου ανάμεσα στο ζεστό χειροκρότημα των θεατών, όταν ένας προς ένας οι ηθοποιοί στάθηκαν μπροστά μας λίγο πριν πέσει η αυλαία, χάθηκε η μορφή της από δίπλα μου. Αλλά τώρα ξέρω, ότι έστω κι αν δεν την βλέπω, εκείνη θα είναι πάντοτε εκεί, δίπλα μου και θα με καμαρώνει, ελπίζω…

Και τώρα καταλαβαίνω το γιατί επέλεξε να εμφανιστεί κοντά μου κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης παράστασης. Γιατί μέσα από τις ανθρώπινες και εξαιρετικές ερμηνείες, το αστείρευτο μεράκι και τα διαχρονικά λόγια από το κείμενο του Florian Zeller, αστράφτει σαν φωτεινός φάρος ένα πολύτιμο μήνυμα…

η αγάπη για τους κοντινούς μας ανθρώπους, για τους ανθρώπους, που έβαλαν το δικό τους ξεχωριστό λιθαράκι για να γίνουμε αυτό που είμαστε σήμερα, δεν ακυρώνεται από καμιά απώλεια μνήμης και δεν σβήνει ποτέ…όσα χρόνια κι αν περάσουν…!

  
*Στοιχεία παράστασης:

Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής

Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης

Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη

Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Φωτογραφίες: Γιώργος Καβαλλιεράκης

Πρωταγωνιστούν: Σταμάτης Φασουλής, Μαρίνα Ασλάνογλου, Κωνσταντίνος Κάππας, Ελευθερία Μπενοβία, Ματίνα Νικολάου, Κίμων Κουρής

 
Θέατρο “Δημήτρης Χορν”: Αμερικής 10,Κολωνάκι, τηλ: 210.3612500

Ημέρες και ώρες παραστάσεων

Τετάρτη, Κυριακή: 20:00

Πέμπτη, Παρασκευή: 21:00

Σάββατο: 18:00 & 21:00

Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα

* Το έργο σημείωσε θριαμβευτική πορεία στο Παρίσι και έχει τιμηθεί το 2014 με το βραβείο Molière στην κατηγορία του καλύτερου έργου. Τα βραβεία Molières είναι τα πιο σημαντικά θεατρικά βραβεία στη Γαλλία. Τον Μάιο του 2015 η παράσταση παρουσιάστηκε και στο Λονδίνο και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου