Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

“Ας ακούσουμε επιτέλους τον διπλανό μας!” - Συνέντευξη των ηθοποιών της παράστασης “Πού να σου εξηγώ… στοιχειωμένη αθωότητα”



“Σ’ αγαπώ για πάντα, θα πει ότι σε αγαπώ σε κάθε τόσο δα μικρή στιγμούλα. Μη ζητάς από κανέναν να σε αγαπάει για πάντα. Να ζητάς να σε αγαπάει σε κάθε τόσο δα μικρή στιγμούλα…”. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, το ένιωσα σε κάθε μου κύτταρο, πως όταν θα αντικρίσω πάλι το φως που ρίχνουν οι φανοστάτες, σε κάθε γωνιά του δρόμου της γειτονιάς του Κεραμεικού, τίποτε δεν θα είναι πια το ίδιο. Μόλις πριν από λίγα λεπτά έπεσε η αυλαία στη σκηνή του θεάτρου L.A. (Life n' Art) Theater, όπου έχοντας ανοιχτή την πόρτα της καρδιάς, παρακολούθησα την παράσταση “Πού να σου εξηγώ… στοιχειωμένη αθωότητα”. Μέσα σε 90 λεπτά, εμφανίστηκαν μπροστά μου φιγούρες εύθραστες και συνάμα τόσο δυνατές, που όσες φορές κι αν λυγίζουν, όσες φορές κι αν η ψυχή τους αιμορραγεί, όσο έντονα κι αν το μέσα τους φωνάζει ότι οι αντοχές έχουν πλέον στερέψει, βρίσκουν πάντοτε το κουράγιο να σηκωθούν, να παλέψουν, να προχωρήσουν, να συγχωρέσουν. 

Η αθωότητα μπορεί να “χαρακώνεται”, να ξεθωριάζει και σιγά-σιγά να χάνεται, όμως αν –έστω και την ύστατη στιγμή– της απλώσει κανείς με διάθεση συμφιλίωσης το χέρι, εκείνη είναι πάντοτε εκεί. Πάντοτε έτοιμη να αφουγκραστεί, να αποδεχθεί, να κατανοήσει. Έτσι ακριβώς, όπως θα γινόταν, αν ο καθένας μας έριχνε το τείχος της απομόνωσης που χτίζει λιθαράκι το λιθαράκι μεταξύ του εαυτού του και του διπλανού του, από φόβο να συνυπάρξει με το διαφορετικό και να μάθει να το σέβεται. Μία είναι η λέξη που θα σημάνει το γκρέμισμα των τειχών. Μια λέξη με 12 γράμματα. Ενσυναίσθηση. Η ταύτιση ενός ανθρώπου με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου, με στόχο να υμνήσουν το ΜΑΖΙ. 

Αυτό μου εκμυστηρεύτηκαν -μεταξύ άλλων- όσο διήρκεσε η κουβέντα μας, η Ευτυχία, η Άννα, η Ίλια, η Ιωάννα, η Κορίνα, ο Θανάσης και η Παναγιώτα. Οι ηθοποιοί της παράστασης, η οποία έμελλε να αλλάξει για πάντοτε τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι πλέον το διαφορετικό και το “από αλλού φερμένο”. Γιατί, αν βρεις το θάρρος να κοιτάξεις μέσα σου χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά της προκατάληψης, θα σκοντάψεις πάνω σε μια μεγάλη αλήθεια. Την πολυτιμότερη αλήθεια όλων. Την επίγνωση ότι αυτός ο “άλλος” είναι τελικά τόσο ίδιος με εσένα, και στην ουσία, αυτός από τον οποίο έτρεχες να ξεφύγεις όλα αυτά τα χρόνια, δεν ήταν άλλος από τον ίδιο σου τον εαυτό…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

“Τα μεγαλύτερα κακά που έχουν γίνει στην ανθρωπότητα, έγιναν γιατί δεν κατάλαβες ποτέ την ευαισθησία του διπλανού σου…”. Λόγια που ακούγονται στην παράσταση και η έντονη δόνησή τους τυλίγει τους θεατές από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Πώς εκφράζει αυτήν τη ζωτικής σημασίας ανάγκη για σεβασμό της ευαισθησίας του και αποδοχής αυτού που πραγματικά είναι, ο χαρακτήρας που υποδύεστε στη σκηνή;

Ευτυχία Αργυροπούλου (Σκηνοθέτρια της παράστασης, υποδύεται μια γυναίκα που βιώνει την ενδοοικογενειακή βία): 

«Η ηρωίδα μου, όπως όλοι οι ήρωες, όπως όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή, έπεσε θύμα της αδιαφορίας του περίγυρού της. Από μικρή κιόλας ηλικία, ζώντας σε ένα μικρό χωριό και ούσα ορφανή δεν είχε τη δύναμη να θέσει τα όριά της. Κανένας δεν έσκυψε με ευαισθησία πάνω της και αυτή η αδιαφορία γιγαντώθηκε, έγινε εγκληματική. Η απάντηση της ηρωίδας μου ήταν ένα συνεχόμενο χαμόγελο, ήταν ένας αέναος αγώνας να κεντρίσει το ενδιαφέρον, να τους έχει όλους ευχαριστημένους και τελικά να την αφήσουν ήσυχη.

»Οι άνθρωποι ξεχνάμε ότι ο “άλλος”, ο διπλανός είναι ίδιος με εμάς, γελάει, κλαίει, πονάει, λυπάται, συγχωρεί, απογοητεύεται, ελπίζει, ακριβώς όπως εμείς και, μάλιστα, με τα ίδια ερεθίσματα. Στην προσπάθειά μου να καταλάβω γιατί κάποιοι άνθρωποι φέρονται με αγένεια ή είναι συναισθηματικά τσιγκούνηδες, την ίδια ώρα που άλλοι χαρίζουν ένα χαμόγελο με το παραμικρό κι είναι δοτικοί σε βαθμό που ζημιώνει τους ίδιους, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ένας αυστηρός αμυντικός μηχανισμός ενός πληγωμένου παιδιού είναι αυτό που κινητοποιεί τις δύο τόσο αντιφατικές συμπεριφορές.


»Η αφετηρία ίδια κι εξίσου προβληματική, μόνο που οδηγεί σε διαφορετικές αντιδράσεις. Είναι αυτό που λέμε, ότι κάποιος κλείνεται στον εαυτό του από φόβο μήπως πληγωθεί, όταν ένας άλλος κάτω από το σύνδρομο του καλού παιδιού προσφέρει τον εαυτό του στον άλλο για να ακούσει έναν καλό λόγο και να κερδίσει την πολυπόθητη αγάπη –ας μην ξεχνάμε ότι η ηρωίδα μου ήταν ορφανή. Όπως και να έχει, και οι δύο κάποτε προδόθηκαν και τώρα προσπαθούν να προστατέψουν το πληγωμένο παιδί που κουβαλάνε μέσα στην ψυχούλα τους, με όποιον τρόπο θεωρούν καλύτερο.  Αν ακούσουμε πραγματικά τον άλλον και προσπαθήσουμε να τον κατανοήσουμε αντί να τον κρίνουμε, να τον κατακρίνουμε και τελικά να τον απορρίψουμε γιατί δε μοιάζει σε εμάς, τότε ίσως να επουλώσουμε πραγματικά τις πληγές μας και υγιείς πια να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο, όλοι μαζί.

»Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση του άλλου. Είναι, μα την αλήθεια, τόσο εύκολο να βρεθούμε ξάφνου στη θέση του άλλου –όπως τονίζει και το έργο– κι η ζωή μας να αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη. Ας είμαστε, τουλάχιστον, προετοιμασμένοι. Οι δύσκολες μέρες που διανύουμε, η οικονομική κρίση, οι πρόσφυγες που καταφτάνουν καθημερινά στη χώρα, ο πόλεμος που μας χτυπάει την πόρτα, έρχονται να επιβεβαιώσουν με το χειρότερο δυνατό τρόπο τα λόγια του έργου. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο φόβος, και μόνο αυτός, ξυπνάει τα σκοτεινά μας ένστικτα και οδηγεί σε αποτρόπαιες πράξεις, ο φόβος για το άγνωστο που είναι απλώς ο “άλλος”. Αν προσπαθήσουμε να τον ακούσουμε, αν σκύψουμε πάνω του με κατανόηση, τότε, ίσως, ανακαλύψουμε ότι ο “άλλος” είναι τόσο ίδιος με εμάς, ότι αυτό που φοβόμαστε, το έχουμε μέσα μας.


»Ο Σύριος πρόσφυγας που εγκαταλείπει το σπίτι του και διασχίζει τη θάλασσα με κίνδυνο τη ζωή του για να βρει ένα πιο ασφαλές σπίτι για τα παιδιά του, είμαστε “εμείς”, και ο Τζιχαντιστής-Τρομοκράτης που βεβηλώνει, καταστρέφει μνημεία και αφαιρεί ανθρώπινες ζωές γιατί έτσι πιστεύει ότι θα φτιάξει έναν καλύτερο, πιο “αγνό” κόσμο-σπίτι για το δικό του παιδί, πάλι “εμείς” είμαστε. Ο Γάλλος που πέθανε στο κέντρο του Παρισιού, ο Σύριος ισλαμιστής που πέθανε στην πόλη Ράκα, ο Σέρβος που βομβαρδίστηκε στη Βοσνία, ο Ιρακινός στη Βαγδάτη, το παιδί της Αιθιοπίας, ο Έλληνας, όλοι εμείς είμαστε, τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί. Ας ακούσουμε τον διπλανό μας, ας τον αγγίξουμε, ας τον γνωρίσουμε για να πάψουμε να τον φοβόμαστε και να πάψει κι αυτός να μας φοβάται. Μόνο έτσι θα μειώσουμε τις διαφορές, μόνο έτσι θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο να μας αξίζει, να αξίζει σε όλους τους ανθρώπους, απ’ όπου και αν προέρχονται, σε ό,τι κι αν πιστεύουν».

Η νεαρή νύφη, με τσαλακωμένο νυφικό και κηλίδες από κόκκινο κραγιόν στο πρόσωπο και στην ψυχή της, παίρνει νοερά από το χέρι, το χαρούμενο και αθώο κοριτσάκι με το λευκό φόρεμα, που υπήρξε κάποτε. Η αθωότητα ανοίγει την αγκαλιά της, για να συμφιλιωθεί έστω και την ύστατη στιγμή, με τη “στοιχειωμένη” πλευρά του εαυτού της. Με ποιον τρόπο είναι εφικτό αυτό; 

Άννα Μωραΐτου (Νύφη - Αφηγήτρια):

«Μόνο κατανοώντας σε βάθος, και στην συνέχεια αφομοιώνοντας ένα τραγικό γεγονός, μπορεί ο πόνος να μην συνθλίψει και το τελευταίο ίχνος του παιδιού που όλοι κρύβουμε μέσα μας. Κάποιες φορές βέβαια αυτό φαίνεται αδύνατο ή μπορεί και να είναι, όμως οφείλουμε πάντα να προσπαθούμε. Όταν αποδέχεσαι τα γεγονότα και μαθαίνεις να ζεις με τις δικές σου πληγές εξισορροπώντας την χαρά και την θλίψη στο Είναι σου, προσφέρεις χώρο στην αθωότητα με τρόπο, που μπορεί η ψυχή σου να σε εκπλήξει».

“Όλα ζουν για πάντα, αν τα θυμάσαι…”, επαναλαμβάνεται σε αρκετά σημεία του κειμένου της Νάνσυς Μητροπούλου. Τι είναι αυτό που θα κουβαλάτε μέσα σας εντονότερα από την εν λόγω παράσταση, και θα προκαλεί σκίρτημα στην καρδιά, όσα χρόνια κι αν περάσουν;

Ίλια Παππά (Πιανίστρια):

«Πριν από τρία χρόνια, όταν το “Πού να σου εξηγώ” δεν είχε ακόμα όνομα και ήταν διάσπαρτοι μονόλογοι μιας γλυκιάς κοπέλας, της δίδας Μητροπούλου που ζούσε, ευτυχώς για εμάς, στον δικό της κόσμο, εγώ είχα την τύχη να την έχω συμμαθήτρια! Όταν ο δικός της κόσμος συνέπλευσε με τον κόσμο της κυρίας Αργυροπούλου, εγώ είχα την τύχη να την έχω δασκάλα! Άρα τι να πρωτοθυμηθώ και τι να πρωτοξεχάσω; Ήμουν εκεί στην αρχή του ταξιδιού αυτής της παράστασης, ως τώρα! Ήμουν μέλος στην δημιουργική της διαδικασία. Γνώρισα υπέροχους ανθρώπους που τους θεωρώ φίλους, οικογένεια… Οι άνθρωποι αυτοί με εμπιστεύτηκαν, με αποδέχτηκαν, με ανέχτηκαν και με εξέλιξαν! Με έμαθαν πράγματα, με βοήθησαν σε προσωπικές δύσκολες στιγμές. Συζήτησα μαζί τους. Δημιούργησα. Γέλασα. Πέρασα καλά. Εκνευρίστηκα. Ήμουν μέρος σε όλα τα έντονα περιστατικά, τα από πίσω, που δεν ξεχνιούνται ούτε αναφέρονται! Ανέβηκα μαζί τους στην σκηνή και φτιάξαμε έναν άχρονο μικρόκοσμο, με τον οποίο ο κόσμος ταυτίστηκε».

Ιωάννα Δαρμή (Κακοποιημένο κορίτσι):

«Το πιο σημαντικό σε μια παράσταση είναι οι άνθρωποι και οι σχέσεις που αυτοί δημιουργούν. Το θέατρο, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ομαδική υπόθεση. Σε αυτή την παράσταση λοιπόν, γνώρισα μια δεύτερη οικογένεια που θα “κουβαλάω” για πάντα στην καρδιά μου. Κι επειδή κάποιες φορές τα λόγια περιττεύουν, θα κλείσω με αυτό “Οι σιωπές κάνουν τις πραγματικές συζητήσεις μεταξύ φίλων. Αυτό που μετράει δεν είναι να μιλάς, αλλά να μη χρειάζεται να μιλήσεις”». 


“Να μάθεις να ακούς το διπλανό σου…”, ψιθυρίζουν με μια φωνή όλοι οι πρωταγωνιστές. Κι όμως σήμερα, ενώ ο καθένας μας έχει ανάγκη τον άλλον περισσότερο από ποτέ άλλοτε, συνήθως κλείνουμε αμφότεροι πεισματικά τα αυτιά μας σε κάθε κάλεσμα της ψυχής του διπλανού μας για βοήθεια. Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι φοβόμαστε;

Κορίνα Οικονομάκη (Μάνα): 

«Ζούμε σε μια εποχή που μαστίζεται από εγωκεντρισμό και αδιαφορία για τον διπλανό μας. Οι άνθρωποι, δυστυχώς, ζούμε στον μικρόκοσμό μας, γιατί απλά δεν μας νοιάζει τι συμβαίνει στον άλλον κι αν αυτό που του συμβαίνει είναι τόσο δυνατό και τραγικό που μπορεί ακόμα και να τον σκοτώσει. Η ελληνική γλώσσα έχει μια πανέμορφη λέξη, η οποία ορίζεται σαν η ταύτιση ενός ανθρώπου με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου… η λέξη αυτή είναι η ενσυναίσθηση. Είναι λυπηρό το πόσοι λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν την ύπαρξη αυτής λέξης. Είναι κι όμως κυριολεκτικά τραγική η παντελής απουσία της από τα μέλη των σημερινών κοινωνιών. Η ενσυναίσθηση, δεν είναι απλή συμπάθεια, είναι κάτι βαθύτερο και δεν εκφράζεται απαραίτητα μόνο προφορικά. “Μάθε να ακούς…”, μας λέει το έργο. Μάθε να “ακούς” αυτά που προσπαθεί ο διπλανός σου να πει, είτε με τα χείλη του, είτε με τα μάτια του, είτε ακόμα και με την απόλυτη σιωπή του

»Πιστεύω πως κανένας δεν μπορεί να μας επιβάλλει τίποτα χωρίς την θέλησή μας. Κάπως έτσι έχουμε αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα τις κυρίαρχες συνθήκες των σημερινών κοινωνιών, που ορίζουν έναν ξέφρενο ρυθμό ζωής, που μέσα σε κάποια χρόνια πρέπει να έχεις επιτύχει σε ένα σωρό τομείς για να μην θεωρηθείς “αποτυχημένος”… επαγγελματικά, προσωπικά, κοινωνικά… και κάπου εκεί, κατά τη διάρκεια ενός ατέρμονου μαραθωνίου, ξεχάσαμε πως είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι με αισθήματα, με ψυχικές ανάγκες. Ξεχάσαμε πως είμαστε μέλη μιας ομάδας, που λέγεται κοινωνία και πως η φύση μας ορίζει να λειτουργούμε συλλογικά, προκειμένου να επιβιώσουμε σωματικά και ψυχικά. Δεν λειτουργούμε πλέον συλλογικά, ως μέλη μιας ομάδας, αντιθέτως λειτουργούμε σαν μονάδες, αποκλειστικά και μόνο για εμάς, για την δική μας “επιτυχία”, για την δική μας “επιβίωση”, για τον δικό μας μικρόκοσμο, στον οποίο βασιλιάς είναι ο εαυτός

 
»Αγνοώντας τον διπλανό μας, τον γείτονά μας, τον συνάδελφό μας, το κορίτσι που φοβάται να κοιτάξει τους ανθρώπους στα μάτια γιατί κάποιος, ηθελημένα ή μη, την πλήγωσε, το μικρό αγόρι που μισεί το σχολείο γιατί έχει υποστεί σχολικό εκφοβισμό, τον παππού που έχει χάσει το έτερόν του ήμισυ κι απλά ψάχνει απεγνωσμένα να υφαρπάξει ένα χαμόγελό μας ή μια “καλημέρα”, τον άστεγο που μέσα στο κρύο, το μόνο που ζητάει είναι ένα κομμάτι ψωμί να φάει, από το ψωμί που εμείς μόλις έχουμε αγοράσει ζεστό και μυρωδάτο από τον φούρνο και κόβουμε με το χέρι μας ένα λαχταριστό κομμάτι και το καταβροχθίζουμε με μανία επιδεικτικά μπροστά του, το παιδί με ειδικές ανάγκες που ενώ θέλει να καταφέρει πολλά, απλά δεν μπορεί, με αποτέλεσμα να περιθωριοποιείται…

»Ένας μόνο φταίει για τις ψυχρές κοινωνίες, που μέλη των οποίων αδιαφορούν παντελώς για τα υπόλοιπα μέλη της. O ίδιος μας ο εαυτός, αποκλειστικά και ολοκληρωτικά. Γιατί, ενώ λίγο πολύ ξέρουμε ή έχουμε ακούσει για τα προβλήματα του διπλανού μας, επιλέγουμε να μην δίνουμε την ευκαιρία στον άλλον να μας μιλήσει για ό,τι τον απασχολεί, φοβούμενοι μην τυχόν και πάθουμε κι εμείς τα ίδια, σαν να είναι το πρόβλημα του άλλου μια μεταδοτική “ασθένεια” και φοβόμαστε μην κολλήσουμε. Φοβόμαστε να ακούσουμε τον άλλον γιατί τότε θα πρέπει να έρθουμε αντιμέτωποι με καταστάσεις, τις οποίες συνειδητά επιλέγουμε να αγνοούμε. Bουτάμε το κεφάλι μας στην άμμο και γινόμαστε “στρουθοκάμηλοι”. Γυρνάμε το κεφάλι μας στα προβλήματα των συνανθρώπων μας και κλείνουμε τα αυτιά μας. Τους δίνουμε λίγη μόνο προσοχή, όταν θέλουμε να ακουμπήσουμε το πρόβλημά τους επιφανειακά και μόνο, όταν έχουμε να δώσουμε μια πομπώδη απάντηση, γιατί μας αρέσει να ακούμε τη φωνή μας και να τρέφουμε τον λαίμαργο εγωισμό μας. Μόνο τότε έχουν μάθει οι άνθρωποι να “ακούνε” τον διπλανό τους… για να δείξουν ότι εκείνοι είναι δυνατοί κι απλά να τονίσουν την αδυναμία του άλλου


»Η πιο μικρή ομάδα σε μια κοινωνία αποτελείται από δύο μόνο άτομα, κι όπως λέμε “it takes two to tango”. Για να χορέψουμε όμως ένα αρμονικό και συγχρονισμένο ταγκό, θα πρέπει πρώτα να μάθουμε τα βήματα στον άλλον, να του πιάσουμε το ένα χέρι, να τον αγκαλιάσουμε από τη μέση, να τον αφήσουμε να ακουμπήσει το κεφάλι του στον ώμο μας και τότε να του δώσουμε την ευκαιρία να αφεθεί στη μαγεία της μουσικής, πάντοτε όμως κρατώντας τον σφιχτά και γίνοντας ΕΝΑ μ’ εκείνον. Αν δεν μάθουμε να ακούμε πραγματικά τον άλλον και αν δεν μας κυριαρχήσει η ενσυναίσθηση, τότε είμαστε καταδικασμένοι να χορεύουμε τον χορό της ζωής μόνοι… για πάντα».

Θανάσης Πατριαρχέας (Γιος):

«Ζούμε σε μια κοινωνία που μας έχει μάθει να μην ακούμε εύκολα πέραν από τον εαυτό μας. Γι’ αυτό, όταν νιώσουμε την ανάγκη για επικοινωνία με τον διπλανό μας, δεν ξέρουμε πώς να το κάνουμε. Και το άγνωστο μας γεμίζει φόβο. Και ξεχνάμε να κάνουμε το πιο απλό... απλώς να δώσουμε σημασία στον άλλον και να ακούσουμε τι έχει να μας πει, και όχι πριν καν τελειώσει την πρότασή του, να ξεκινάμε το δικό μας “μονόλογο”.  Γιατί μερικές φορές ο άλλος, ο συνάνθρωπος, ο γνωστός, ο άγνωστος, ο φίλος, κάτι θέλει να μας πει και μπορεί πραγματικά να έχει ανάγκη τη βοήθειά μας».

Σε κάποιο από τα τραγούδια –σε στίχους και μουσική του Νίκου Κουβαρδά– που “ντύνουν” μουσικά το έργο, ακούμε για όνειρα που μας ξέχασαν στην πορεία της ζωής και δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Κατά πόσο χρειάζεται να αναλαμβάνουμε κι εμείς δράση έτσι ώστε να τα δούμε κάποια στιγμή να πραγματοποιούνται; Ή τελικά για όλα, ευθύνεται η μοίρα;

Παναγιώτα Χαϊδεμένου (Κόρη με σπανακόπιτα):

«“Με ξεχάσατε όνειρα κι είναι πια το παράπονο χαραγμένο βαθιά” Θα ήταν σίγουρα μοιρολατρικό να πιστέψουμε ότι για τα όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν,  ευθύνεται η μοίρα, και όχι εμείς οι ίδιοι. Και σίγουρα απαισιόδοξο! Ξεκάθαρα ονειροπόλα και αισιόδοξη, λοιπόν πιστεύω πως τα όνειρα είναι η κινητήριος δύναμη όλων των ανθρώπων και χωρίς αυτά δεν πάμε πουθενά. Φυσικά δεν μπορώ να πω ότι δεν πιστεύω καθόλου στην ύπαρξη της μοίρας και στο ότι κάποια πράγματα μπορεί όντως να μην είναι απόλυτα στο χέρι μας (έχει και η αισιοδοξία τα όριά της!). Μήπως όμως και η έννοια της μοίρας μας “βολεύει”, όταν τα πράγματα δεν γίνονται όπως τα θέλουμε; “Εμείς τα καθορίζουμε όλα κι όταν πάει κάτι στραβά, ρίχνουμε το φταίξιμο στο Θεό”, λέει η ηρωίδα που υποδύομαι δια χειρός Νάνσυς Μητροπούλου, και μπορώ να πω ότι σε μεγάλο βαθμό με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. Ασχέτως με τη μοίρα όμως, τα όνειρα είναι αυτά που μας κάνουν να προχωράμε και να χαμογελάμε. 

»Αν δεν έχεις όνειρα και στόχους, η ζωή χάνει πολύ από τη νοστιμάδα της. Δυστυχώς βέβαια σε κάποιες περιστάσεις ανάλογες με αυτές που βιώνουν οι ήρωες του “Πού να σου εξηγώ”, τα γεγονότα της ζωής είναι τόσο έντονα, που σου διαλύουν οποιοδήποτε όνειρο και αρχίζεις να αμφισβητείς ακόμα και βασικές έννοιες της ζωής, βασικά σχέσεις των ανθρώπων. Ακόμη και τότε όμως, τα όνειρα μπορεί να είναι μια καλή αφορμή να ξανασηκωθείς στα πόδια σου και να αρχίσεις να ελπίζεις ξανά. Άλλωστε και η ηρωίδα της “Νύφης” ακόμα κι αν έχει χάσει τα πάντα, δεν σταματά στιγμή να ελπίζει και να περιμένει να ξαναβρεί τον χαμένο της έρωτα, τη ζωή που βίαια της στέρησαν. Ποιος μπορεί να την κατηγορήσει γι’ αυτό; Ποιος μπορεί να κατηγορήσει έναν άνθρωπο που απλά ελπίζει; Η μόνη απάντηση που μου έρχεται στο μυαλό, έχει ειπωθεί εκπληκτικά από τον Τσε Γκεβάρα: “Αξίζει, φίλε μου να ζεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει”». 

  
*Φωτογραφίες: Christina Baseos

*Η θεατρική παράσταση “Πού να σου εξηγώ… στοιχειωμένη αθωότητα”, ανεβαίνει για 2ο χρόνο, στο L.A. (Life n' Art) Theater (Κωνσταντινουπόλεως 82, Μετρό Κεραμεικός).

Ημέρες παραστάσεων: Κάθε Σάββατο & Κυριακή, στις 21:30

Κρατήσεις θέσεων: 210-5789337

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου