“Όταν
άρχισα να ευχαριστιέμαι παίζοντας και ερμηνεύοντας ρόλους, τότε ήταν που άρχισα
να καταλαβαίνω ότι τελικά αυτό ήταν για εμένα, αυτό ήταν που έπρεπε να κάνω”, είναι
οι πρώτες κουβέντες που μου εκμυστηρεύεται και το “νήμα” αρχίζει σιγά-σιγά να
ξετυλίγεται. Σαν μια πυξίδα, που ο δείκτης της κινείται αδιάκοπα, μέχρι να
εντοπίσει το σημείο εκείνο, όπου τον πρώτο λόγο έχει η ευχαρίστηση της ψυχής.
Αυτό, που τροφοδοτεί την δική της πυξίδα, από το δεύτερο έτος της Δραματικής
Σχολής, όταν το μέσα της τής ψιθύρισε
ότι η ζωή της και το θέατρο θα ενωθούν ισόβια με αμοιβαίους όρκους ανόθευτης
αγάπης.
Η ηθοποιός, Όλια Λαζαρίδου,
μια ξεχωριστή φυσιογνωμία που έχει διανύσει άπειρα θεατρικά χιλιόμετρα,
διεκδικώντας με νύχια και με δόντια την εκπλήρωση των ονείρων της, και μη διστάζοντας
στο παρελθόν να τα αφήσει όλα πίσω μεταβαίνοντας στη Γαλλία για να κυνηγήσει το
πεπρωμένο της. “Είμαι από τους ανθρώπους, τους οποίους οι ανατροπές τους βοηθάνε να
ξετυλίξουν όλο τους το δυναμικό”, αναφέρει σχετικά, και το πιστεύω. Την
πιστεύω. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά για μια ύπαρξη που “προσπαθεί να μείνει συντονισμένη στη
συχνότητα της εσωτερικής της φωνής”, την οποία αφουγκράζεται σε ό,τι εκείνη
έχει να της πει. Γιατί εκείνη γνωρίζει πολύ καλύτερα το τί και το πώς. Όση
φασαρία κι αν γίνεται γύρω μας…
Συνέντευξη
στη Βίκυ Καλοφωτιά
Ένα
κορίτσι γεννιέται στο Κολωνάκι, με έμφυτο ταλέντο στο θέατρο. Στην πορεία
αποδεικνύεται ότι οι δυο τους “είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον”. Τι ήταν
αυτό που σας έκανε να συνειδητοποιήσετε ότι το θέατρο ήταν αυτό που έκανε την
ψυχή σας να χαμογελά;
Πυξίδα
για να συνειδητοποιήσει κανείς κάτι τέτοιο, είναι η ευχαρίστηση, όπως ακριβώς
συμβαίνει άλλωστε και στα παιδικά παιχνίδια.
Όταν, λοιπόν άρχισα να ευχαριστιέμαι παίζοντας και ερμηνεύοντας ρόλους –και
αυτό άργησε να γίνει, έγινε περίπου στο δεύτερο έτος της Δραματικής Σχολής– τότε ήταν που άρχισα να καταλαβαίνω ότι
τελικά αυτό ήταν για εμένα, αυτό ήταν που έπρεπε να κάνω, γιατί πυξίδα της
δημιουργικότητας είναι η χαρά. Η χαρά είναι η λεγόμενη “πρώτη ύλη”.
Ήταν
το 1986, όταν επιλέξατε να αφήσετε πίσω σας όσα είχατε επιτύχει ως ηθοποιός
μέχρι εκείνη τη στιγμή, για να βρεθείτε στη Γαλλία παίρνοντας μαθήματα στη
σχολή του Αντουάν Βιτέζ. “Με
αναποδογυρίσματα έγιναν όλα, κάνοντας συνέχεια τα μη αναμενόμενα και τα μη
προφανή”, έχετε δηλώσει σχετικά. Μιλήστε μας λίγο γι’αυτήν τη διαπίστωση.
Είναι
μέσα στη φύση μου αυτή η τάση. Νομίζω, δηλαδή ότι είμαι από τους ανθρώπους, τους οποίους οι ανατροπές τους βοηθάνε να
ξετυλίξουν όλο τους το δυναμικό. Θεωρώ, λοιπόν ότι υποσυνείδητα χωρίς να το
γνωρίζω, επιζητούσα τις ανατροπές γι’αυτόν ακριβώς το λόγο χωρίς καλά-καλά να
το συνειδητοποιώ κι εγώ η ίδια.
Μέχρι
ποιο σημείο έχουμε σήμερα τα “κότσια” να παρακάμπτουμε το “πρωτόκολλο” και να
δρούμε αυθόρμητα στη διαδρομή για την εκπλήρωση των ονείρων μας;
Αυτό
είναι το μεγαλύτερό μας δικαίωμα και η
μεγαλύτερή μας ελευθερία, την οποία οφείλουμε με νύχια και με δόντια να
διεκδικούμε. Αν το χάσουμε κι αυτό, πάει, χαθήκαμε…
Τι
έχει αλλάξει στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την Υποκριτική, η νεαρή ηθοποιός
της ταινίας “1922”, του Νίκου
Κούνδουρου –μια από τις πρώτες σας κινηματογραφικές συμμετοχές– και η ηθοποιός
με την μακρόχρονη πορεία του σήμερα;
Τότε
ακόμη δοκίμαζα τα μέσα μου, έψαχνα έναν τρόπο να εκφραστώ, ενώ τώρα ψάχνω να
βρω τρόπο για να εκφράσω αυτά που θέλω και αυτά που έχω μέσα στην ψυχή μου. Θέλω να μοιραστώ αυτά που με συγκινούν, όλα
όσα έχω πλέον συνειδητοποιήσει, όσα με προβληματίζουν και όλα αυτά που
αισθάνομαι.
Εκτός
από τη σφραγίδα σας ως ηθοποιός, έχετε αφήσει τα χνάρια σας και στο πεδίο της
σκηνοθεσίας.
Έχω
πραγματοποιήσει ένα σχετικά μικρό πέρασμα από τον τομέα της σκηνοθεσίας, δεν
μπορώ να πω, όμως ότι είμαι σκηνοθέτης. Απλώς μου αρέσει, ορισμένα πράγματα που αγαπώ, να τα σκηνοθετώ κιόλας. Το
έχω πράξει λίγες φορές μέχρι στιγμής και πρόκειται να ξαναγίνει και στα τέλη
Απριλίου, όταν θα ανέβει στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, το “Άσμα Ασμάτων”, με παιδιά από τη
Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, που είναι και μαθητές μου.
Ένα
από τα έργα που έχετε σκηνοθετήσει, είναι και το “Ξυπόλητοι στο πάρκο”. Θεωρείτε ότι με όλα όσα έχουν διαδραματιστεί
σε πολιτικό-κοινωνικό επίπεδο στη χώρα μας, περπατάμε στην ουσία “ξυπόλητοι”,
την ίδια στιγμή που προβάλλουμε αξιώσεις να ορθοποδήσουμε;
Καταρχάς
θέλω να αναφέρω ότι η συγκεκριμένη ταινία ήταν μια ταινία που την είχα δει και ήταν
κάτι σαν ένα χρέος στα εφηβικά μου χρόνια. Πιστεύω ότι αυτή η κρίση που
περνάμε, είναι πρώτα απ’όλα κρίση πνευματικότητας, εξίσου σημαντική με την
οικονομική. Αυτό που θέλω να πω, είναι το ότι είμαστε άοπλοι, γιατί ό,τι θα μπορούσε να μας θωρακίσει, το έχουμε
τσακίσει, ποδοπατήσει, φτύσει και εγκαταλείψει. Ό,τι έχει αξία και βάθος
δηλαδή, τα γράμματα, και ό,τι μπορεί να σημαίνει πνευματικός κόσμος. Έτσι
είμαστε όμως οι άνθρωποι, θα πάρουμε κάποια στιγμή το μάθημά μας, θα γίνουμε
σοφότεροι, θα προχωρήσουμε, έτσι πάει η ζωή.
Στο
πρόσφατο παρελθόν πρωταγωνιστήσατε στη θεατρική παράσταση “Η Γυναίκα της Ζάκυθος”, βασισμένη στο λόγο του Διονύσιου Σολωμού.
Μια γυναίκα ντύνεται το “μανδύα” της λεκτικής βίας, για να επιβληθεί στους γύρω
της, και βυθίζεται όλο και περισσότερο στο σκοτάδι. Τι είναι αυτό που κάνει
έναν άνθρωπο να επιλέγει την απομόνωση, φορώντας το προσωπείο της σκληρότητας,
ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με την ανθρώπινη φύση του, που έχει ανάγκη το
“μαζί”, προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει;
Είναι
σίγουρο ότι ο άνθρωπος περιέχει φως, αλλά περιέχει και σκοτάδι. Και είναι
σίγουρο ότι ο Σολωμός είναι και από τα δύο, όπως και ο Ντοστογιέφσκι, και όπως
βέβαια και όλοι οι άνθρωποι. Έχει εξερευνήσει ως τον πάτο και τις δύο πλευρές
της ανθρώπινής μας υπόστασης, και αυτό είναι το συγκλονιστικό που έχει να
προσφέρει σαν γνώση και στοχασμό. Διότι το
φως έχει αξία όταν έχει προκύψει από την πάλη με το σκοτάδι. Αυτό είναι το
ωραίο στην Τέχνη, να μπορείς αυτό ακριβώς να το βλέπεις μέσω της συμβολής της.
Και ο Σολωμός αυτό το ξέρει, οπότε εδώ ασχολείται με αυτήν την πλευρά της ανθρώπινης
φύσης. Χρειάζεται να έχουμε επίγνωση ότι
περιέχουμε και το σκοτάδι, γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε να φανούμε χαζοχαρούμενοι.
Μιλώντας
για την εν λόγω παράσταση, ο σκηνοθέτης της, Δήμος Αβδελιώδης, ανέφερε πως “όταν ξεφοβηθείς, εξαφανίζεται ο φόβος”.
Πιστεύετε κι εσείς, ότι όταν πάψει κανείς να τον “τροφοδοτεί”, του δείχνει με
αυτόν τον τρόπο, την πόρτα της εξόδου;
Η
παράσταση αυτή είναι στην ουσία ένα ξόρκισμα του φόβου, δηλαδή σαν να τον έβαζε
μπροστά ο Σολωμός σε αυτό το έργο και να έλεγε στους ανθρώπους “να ο φόβος σας,
ξεφοβηθείτε”. Τι είναι ο φόβος; Μια μάσκα,
ένα προσωπείο. Από αυτή την άποψη, ναι, μπορεί όντως ο φόβος να είναι ένα
κατασκεύασμα, το οποίο εμείς τροφοδοτούμε.
Υπήρξατε
η δημιουργός της θεατρικής παράστασης “18
Μποφώρ”, που αποτελείτο από πρώην χρήστες ναρκωτικών ουσιών, της
θεραπευτικής κοινότητας “18 Άνω”. Πώς
γεννήθηκε στο μυαλό σας αυτή η ιδέα; Ποια είναι τα στοιχεία που αποκομίσατε σαν
άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης, από τη συνεργασία σας με αυτά τα παιδιά;
Αυτή
η ομάδα έκανε έναν πενταετή κύκλο και πλέον δεν υφίσταται. Το σίγουρο πάντως είναι, ότι πήρα πολύ περισσότερα από όσα έδωσα. Δημιουργήθηκε
από κάποια μαθήματα που έκανα εθελοντικά στο “18 Άνω”, όπου με είχε φωνάξει η
Κατερίνα Μάτσα (ψυχίατρος και επιστημονικά υπεύθυνη της εν λόγω μονάδας
απεξάρτησης). Όπως όλα όμως τα πράγματα στη ζωή, έκανε κι αυτό τον κύκλο του
και έκλεισε…
Το
2013 βρεθήκατε στη σκηνή, συμπρωταγωνιστώντας με τον Γιώργο Νανούρη και τον
Ηλία Κουνέλα, στο έργο “Από τι ζουν οι
άνθρωποι”. Αλήθεια, ποιο είναι το μαγικό ελιξίριο της ζωής, σε μια εποχή,
όπως η σημερινή;
Αυτό
το ελιξίριο βρίσκεται μέσα μας. Όλο το
μυστικό εμπεριέχεται στη συνειδητοποίηση ότι αυτό που χρειάζεται να ακούμε,
είναι η εσωτερική μας φωνή, η φωνή της ψυχής μας μέσα μας, η οποία γνωρίζει τα
πάντα πολύ καλύτερα από όσο εμείς. Αυτό είναι το δύσκολο αλλά και αυτό που
θα έπρεπε να ψάχνουμε: το να αφουγκραζόμαστε την εσωτερική μας φωνή. Συνήθως, όμως κάνουμε πάρα πολλή φασαρία
και δεν ακούμε. Δεν εμπιστευόμαστε αυτή τη φωνή. Εμπιστευόμαστε περισσότερο
άλλες φωνές, εξωτερικές, και έτσι αυτή δυστυχώς επισκιάζεται.
“Τα
κουρέλια τραγουδάνε ακόμα”, του
Νίκου Νικολαΐδη, είναι ο τίτλος της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας, στην οποία
συμμετείχατε. Αν υποθέσουμε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα, μας έχει κάνει να
αισθανόμαστε ψυχολογικά “κουρέλια”, τι θα μπορούσε να κάνει ο καθένας μας σε
ατομικό και συλλογικό επίπεδο, για να ακούσουμε τη φωνή μας να τραγουδάει ξανά;
Θα
σας πω πάνω σε αυτό, ένα ποίημα, που το διάβαζα πρόσφατα και το βρήκα τόσο
ωραίο. Είναι του Γέιτς, ο οποίος λέει σε έναν στίχο: “Ο
γέρος είναι τιποτένιο πράγμα, κουρελιασμένο ρούχο πάνω σε μπαστούνι, εκτός αν η
ψυχή ανοίξει τις παλάμες της και τις χτυπάει πιο δυνατά, πιο δυνατά, σε κάθε
σκίσιμο της θνητής φορεσιάς της”. Αυτό
είναι, λοιπόν που οφείλουμε να κάνουμε. Να έχουμε εμπιστοσύνη στην ψυχή μας και
στη δύναμή της. Η ψυχή είναι αυτή που μπορεί να σε στηρίξει, αν βέβαια θες να την
εμπιστευτείς.
Πριν
από περίπου ένα χρόνο, κυκλοφόρησε το βιβλίο σας, με τον τίτλο “Η προσευχή του ελάχιστου”. Τι θέλατε να
αφυπνιστεί στην καρδιά των αναγνωστών ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του;
Αυτό
το βιβλίο ήταν ένα ποτάμι, που βγήκε από μέσα μου έτσι ξαφνικά, δεν ξέρω πώς, θυμάμαι
όμως ότι το έγραψα έτσι με τη μία. Πρόκειται
για ένα μακρύ ποίημα, που έχει πολλά
κομμάτια από όλη τη ζωή μου, η οποία βγήκε στο χαρτί κάπως σαν θραύσματα,
τα οποία έμοιαζαν σαν να πήραν μια θέση εκεί, μέσα σε αυτές τις σελίδες. Ο
τίτλος προέκυψε από το ότι πιστεύω πως μόνο
αν νιώθεις ελάχιστος, μπορείς να κάνεις μια αληθινή προσευχή.
Τι
περιλαμβάνουν τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια; Είναι, μεταξύ αυτών, και η
συμμετοχή σας σε κάποια τηλεοπτική παραγωγή, μετά την τελευταία σας εμφάνιση,
το 2007, στη σειρά “10η
Εντολή”;
Δεν
έχω παίξει πολύ στην τηλεόραση, και για να είμαι ειλικρινής, ούτε μου αρέσει
και ούτε υπάρχει κιόλας πια. Οπότε, λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, δεν νομίζω να
υπάρξει καμία τηλεοπτική συμμετοχή. Τα άμεσα σχέδιά μου, περιλαμβάνουν, όπως
σας είπα και παραπάνω, την προετοιμασία
για να ανεβάσουμε στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το “Άσμα
Ασμάτων”, την Κυριακή των Βαΐων, όπου θα υπογράφω τη σκηνοθεσία, αλλά θα συμμετέχω κιόλας
και επί σκηνής. Επίσης
–για κάποιες ακόμη παραστάσεις– θα επαναλάβουμε με το Δήμο Αβδελιώδη, στη
Θεσσαλονίκη και σε διάφορα άλλα μέρη, τη “Γυναίκα
της Ζάκυθος”. Ακόμη, πρόκειται μάλλον να επαναληφθεί προσεχώς –στο Δημοτικό
Θέατρο Πειραιά– και ένα έργο που έχω γράψει για παιδιά. Παράλληλα σχεδιάζω και
διάφορα άλλα πράγματα, που όμως υπάρχουν ακόμη στο μυαλό μου σαν σκέψεις.
*Απόσπασμα από το βιβλίο της Όλιας Λαζαρίδου, “Η προσευχή του ελάχιστου”, που
κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Υποκείμενο.
[…] “Κύριε, τώρα,
που καίγεται η στιγμή,
σαν
το παλιόχαρτο,
κι ο
ήλιος σου με τυφλώνει
μ'
επαναληπτικές ριπές,
άκου
την προσευχή μου,
εμένα,
του ελάχιστου.
Χάρισε
λίγη δροσιά,
σκάψε
μου ένα λακκάκι,
να
θάψω μέσα του αυτό.
Το
αδηφάγο και βασανιστικό
Αυτό.
Πάντα
πεινασμένο.
Κλάδεψε
τον ύπνο μου,
να
κλείσουν οι δίοδοι του Άδη,
το
χώμα απ' τα μάτια και τ' αυτιά.
Να
μην παρακαλάμε πια,
κανείς
να μην παρακαλάει”.
[...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου