Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Ελπίδα: “Είμαστε ένας λαός, που ξεπηδάει από τη στάχτη του…”



Δευτέρα πρωί και η πλατεία της γραφικής αυτής κωμόπολης δίπλα στην κρυστάλλινη ανάσα του Σπερχειού ποταμού, έχει φορέσει τα καλά της και πάλλεται ζωηρά στους ρυθμούς της ανεμελιάς, των ήχων από τον μοσχομυριστό καφέ που αχνίζει στο μπρίκι, του ψωμιού που μόλις βγήκε από τον παραδοσιακό φούρνο με τα ξύλα, της γεμάτης ζεστασιά κουβέντας με τους γνωστούς και φίλους που καλημερίζουν ο ένας τον άλλον στο δρόμο για τη δουλειά, των μικροπωλητών που απλώνουν με καμάρι στους πάγκους της λαϊκής αγοράς τον φρέσκο μαϊντανό, τα καβουρδισμένα αμύγδαλα, τα σπαρταριστά ψάρια και κάθε λογής φρούτα και λαχανικά που μετατρέπουν τη μαγειρική σε έργο τέχνης. 

Κάθε δρομάκι και μια ιστορία που αφηγήθηκε ένας παππούς στο εγγόνι του, μια κρύα νύχτα του χειμώνα δίπλα στο τζάκι. Κάθε γειτονιά και ένα σπιτάκι στην άκρη του δρόμου, με μια αυλή γεμάτη γλάστρες με βασιλικούς, τριαντάφυλλα και μαντζουράνες. Σε κάποια από αυτές τις γειτονιές ήταν που γεννήθηκε έπαιξε, γέλασε, έμαθε να διεκδικεί τα όνειρά της και ανακάλυψε αυτό που αγαπά με την ίδια ένταση μέχρι και σήμερα, μια ερμηνεύτρια που αγαπήθηκε τόσο πολύ από το κοινό, έτσι που έφτασε να την αποκαλεί μόνο με το μικρό της όνομα. Ελπίδα. Είναι αυτό το κοινό, που σήμερα την συναντάει στο δρόμο, και με αφορμή την απόφασή της να εμφανιστεί ξανά στην πίστα μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια απουσίας, της ανοίγει την καρδιά του λέγοντάς της “Μην μας εγκαταλείψετε ξανά!”, τονίζοντάς της για μία ακόμη φορά το πόσο επιθυμεί να την ακούει να “βγαίνει και να τα λέει”, όπως μου αναφέρει καθώς συζητάμε, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα πριν ενώσει τη φωνή της στο “Θέατρο Βράχων”, με τον Δάκη, τον Πασχάλη, τον Γιώργο Πολυχρονιάδη, τον Λάκη Τζορντανέλλι, τον Robert Williams και την Κατερίνα Αδαμαντίδου

“Τα καλύτερά μας χρόνια”, είναι ο τίτλος της συγκεκριμένης συναυλίας, και μια από τις σκέψεις της που παίρνει σάρκα και οστά, όση ώρα την ακούω να μου μιλάει, δίνει αστείρευτο θάρρος και στις δυο μας. Είναι χάρη σε αυτή τη σκέψη, που χωρίς δεύτερη κουβέντα προβάλει ξαφνικά μπροστά μας υπέρλαμπρη η προοπτική του ότι με κάποιον τρόπο, όλοι μας, κάπως, κάποτε, θα τα καταφέρουμε να ορθοποδήσουμε, στη χώρα της πιο όμορφης θάλασσας και του πιο ζεστού ήλιου.  Γιατί “ό,τι κι αν συμβαίνει, αναγεννιόμαστε και το ξεπερνάμε κάποια στιγμή!”. Και τα “καλύτερά μας χρόνια” είναι πολύ πιο κοντά από όσο νομίζαμε. Μόλις μια απειροελάχιστη ακτίνα πραγματικής, ακλόνητης και αδιαπραγμάτευτης πίστης. Ότι όλα θα πάνε καλά ό,τι κι αν συμβαίνει τώρα εκεί έξω…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

Ήταν το έτος 1970, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή, ξεδιπλώνοντας σταδιακά το χάρισμα μιας βελούδινης φωνής. Μια πορεία καμωμένη με άπειρες δόσεις από μεράκι και αληθινή αγάπη, η οποία παίρνει ξανά τη σκυτάλη σε λίγες ημέρες, στη σκηνή, όπου για πρώτη φορά θα μοιραστεί την αγάπη αυτή, παρέα με μουσικούς συνοδοιπόρους που εκπροσωπούν μια εποχή, όπου τα πάντα ήταν πιο αγνά, πιο γνήσια και πιο ουσιαστικά. “Τι έχει παραμείνει ίδιο μέσα σας τα χρόνια που μεσολάβησαν, και τι έχει αλλάξει στον τρόπο που εξασκείτε αυτό που τελικά κέρδισε την καρδιά σας;”, την ρωτώ. Κι εκείνη μου απαντά. Με ειλικρίνεια που αφοπλίζει. 

«Χωρίς αμφιβολία, παραμένει ίδια η αγάπη μου για τη μουσική και για το τραγούδι, κι ας έχουν περάσει 46 χρόνια από τότε που ξεκίνησα αυτή τη διαδρομή! Ποτέ δεν σταμάτησα να λατρεύω το τραγούδι, σε οποιαδήποτε φάση της ζωής μου κι αν βρσικόμουν. Βέβαια, σχετικά με όλα αυτά που έχουν πλέον αλλάξει στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι και αντιμετωπίζω τα πράγματα –τόσο στη μουσική, όσο και στη ζωή γενικότερα– μπορώ να πω με σιγουριά ότι έχουν αλλάξει πάρα πολλά. Για την ακρίβεια έχουν αλλάξει εντελώς και σε ό,τι αφορά τα πάντα…»

Την πιστεύω. Είναι τόσο έντονα χρωματισμένη με συναίσθημα η φωνή της όταν μου το μεταφέρει αυτό με τις λέξεις που αναβλύζουν κατευθείαν από την ψυχή της, που, ναι. Το πιστεύω. Κι αμέσως, σαν άλλος Κοντορεβυθούλης, ακολουθώ τον ειρμό των σημειώσεων που κράτησα πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας, κι έτσι περνάω  αμέσως στην επόμενη ερώτηση για να μάθω μαζί με τους αναγνώστες, τι είναι αυτό που συμβολίζει για εκείνη, η παραπάνω συναυλία, στη δεδομένη χρονική στιγμή

«Όλη αυτή η πρωτοβουλία, ήταν μια αυθόρμητη κίνηση. Ίσως ήταν η ανάγκη μου για επαφή ξανά με τον κόσμο, μάλλον αυτό πρέπει να ήταν. Το ένιωσα μέσα  μου πολύ έντονα το ότι ήθελα να έχω και πάλι επαφή με τον κόσμο. Μου μιλούσαν συνεχώς στο δρόμο, με σταματούσαν όπου κι αν περνούσα, όπου κι αν βρισκόμουν, και με ρωτούσαν: “Γιατί μας εγκαταλείψατε;”. Δεν ήθελα να αισθάνομαι ότι εγκατέλειψα, μια και φωνητικά –προς το παρόν τουλάχιστον– είμαι σε τόσο καλή κατάσταση. Ίσως έπαιξε ρόλο και το διαδίκτυο σε αυτήν την απόφασή μου, γιατί κι από εκεί διαπίστωσα ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, που θέλουν πολύ να βγαίνουμε και να τα “λέμε”! 

 
»Είμαι ίσως η μόνη από την συγκεκριμένη παρέα, που δεν εμφανίστηκα  καθόλου στη σκηνή όλα αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν από τον καιρό που αυτή ήταν η συστηματική μου ασχολία. Απέχω από τις ζωντανές εμφανίσεις στη σκηνή περίπου 20 χρόνια. Σκέφτηκα, λοιπόν ότι τώρα ήρθε η στιγμή να το ξανακάνω, συμμετέχοντας στη συναυλία στο “Θέατρο Βράχων”, στις 8 του Σεπτέμβρη, όπου θα πω τραγούδια κυρίως από τα χρόνια πριν από το ’80 εκτός από ελάχιστα που είναι του ’83 και του ’85»

Το κοριτσάκι που έτρεχε ξέγνοιαστο στις γειτονιές του τόπου, όπου αντίκρισε τον ήλιο για πρώτη φορά, μεγάλωσε και βάλθηκε να πραγματοποιήσει ένα προς ένα τα όνειρα που είχε πλάσει από τα παιδικά του χρόνια. Τότε, που περπατούσε κατά μήκος του ποταμού και “ύφαινε” χέρι-χέρι με την ζωή, τον ιστό της ζωής της. Της ολόδικής της ζωής, που την οδήγησε εκεί, όπου δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Εκεί, όπου τον πρώτο λόγο έχουν οι λεπτές, στενόμακρες μαύρες κουκίδες, που ισορροπούν πάνω στις ευθείες που σχηματίζουν το πεντάγραμμο. Και σε αυτό το σημείο ακούω τον εαυτό μου να της υποβάλει την επόμενη ερώτηση, που την ξαναγυρνά στα χρόνια της παιδικής αθωότητας και των μετέπειτα νεανικών αναζητήσεων. 


Από μικρή ονειρευόσασταν να γίνετε αρχιτέκτων και τελικά σπουδάσατε σχέδιο. Περιμένατε ποτέ ότι η ζωή θα σχεδίαζε για εσάς μια μελλοντική διαδρομή πάνω σε μουσικές νότες; 

«Ούτε το περίμενα, ούτε το είχα σχεδιάσει, ούτε και το φανταζόμουν ότι ένα κορίτσι άγνωστο μεταξύ αγνώστων με καταγωγή από τη Σπερχειάδα Λαμίας, θα πραγματοποιούσε κάποια στιγμή μελλοντικά όλη αυτήν την πορεία. Δεν είχα καμία σχέση με τη μουσική και ούτε που μου περνούσε από το μυαλό κατά τη διάρκεια των νεανικών μου χρόνων ότι θα ακολουθούσα αυτόν τον δρόμο. Βέβαια, είχα μουσικά ερεθίσματα και από τον αδερφό μου, που είναι μουσικός, και χάρη στον οποίον μπήκα στο τραγούδι, αφού αυτός ήταν εκείνος που μου γνώρισε τους ανθρώπους που με βοήθησαν στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα. Δεν ξέρω τι θα γινόταν, αν τα πράγματα γίνονταν εντελώς διαφορετικά. Ωστόσο, δεν μετάνιωσα ποτέ για τίποτα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μετάνιωσα που έκανα επάγγελμα το χόμπι μου, κι αυτό που αγαπούσα πραγματικά! Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από αυτό! Το να μπορείς, δηλαδή να κάνεις αυτό που αγαπάς, και να πληρώνεσαι…».

 
Φέρνω στο μυαλό μου στίχους από τα τραγούδια που ερμήνευσε όλα αυτά τα χρόνια. Τραγούδια με ψυχή, γεμάτα ένταση και πάθος για οτιδήποτε κάνει την καρδιά να ανθίζει. Ύμνοι που τιμούν ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μας και με τον τρόπο τους τη σημάδεψαν, έρωτες που τα κατάφεραν να επιβιώσουν, και άλλοι που δείλιασαν και αφέθηκαν να ξεθωριάσουν. Και κάπου εκεί ανάμεσα, κατορθώνει και τρυπώνει η αγάπη, όταν η ψυχή αποφασίζει να αφήσει ανοιχτά τα “παραθυρόφυλλά” της και να ανθίσει, ακούγοντας τους ανθρώπους να την προφέρουν αβίαστα και αποφασιστικά, δείχνοντας την πόρτα της εξόδου στον εγωισμό. “Έτσι απλά σ’αγαπώ”, είναι ο τίτλος ενός από τα τραγούδια –σε στίχους Κυριάκου Ντούμου και μουσική Λάκη Παπαδόπουλου– τα οποία έχει  υπογραμμίσει με τη φωνή της. Παλαιότερα βρίσκαμε συχνότερα το θάρρος να το ψιθυρίσουμε ο ένας στον άλλον, ενώ σήμερα δυσκολευόμαστε. Γιατί;, τη ρωτώ αμέσως μετά. 

«Πρόκειται για το πρώτο τραγούδι με την υπογραφή του Λάκη, το οποίο ηχογραφήθηκε. Τώρα, σχετικά με την αγάπη και το θάρρος μας να την εκφράζουμε ο ένας στον άλλον, πιστεύω ότι το θεωρούμε δύσκολο να το κάνουμε στην πράξη, γιατί όλα γύρω μας έχουν πλέον αλλάξει διαδρομή. Η ίδια η ζωή μας έχει οδηγήσει σε αυτό το σημείο. Βέβαια, πιστεύω και αισθάνομαι ότι υπάρχει αγάπη, αλλά αυτό που μας εμποδίζει να την εκφράζουμε  με λέξεις, είναι μάλλον ο φόβος λόγω της κατάστασης που βιώνουμε ιδίως τα τελευταία χρόνια»

Η ώρα περνά, κι εγώ θέλω να μάθω όσα περισσότερα μπορώ, για κάθε πολύτιμη στιγμή στην μουσική της διαδρομή. Μία από αυτές ήταν και το έτος 1979, όταν κράτησε με υπερηφάνια το μικρόφωνο κι εκπροσώπησε την Ελλάδα, στο διαγωνισμό τραγουδιού της Γιουροβίζιον, ερμηνεύοντας το τραγούδι που έφερε στον τίτλο του το όνομα ενός από τους σπουδαιότερους Έλληνες φιλοσόφους. “Πιλάτος λαός σου πήρε το φως, Σωκράτη, εσύ σούπερ σταρ”, είναι κάποιοι από τους στίχους του, που σκάλισε στο χαρτί η Σώτια Τσώτου και τύλιξε με τη μουσική του σφραγίδα ο Δώρος Γεωργιάδης. Κατά πόσο έχουμε συμβάλει όλοι μας στο να τυλίξει πέπλο σκοταδιού, το φως, με το οποίο προίκισαν τη χώρα μας οι σοφοί του παρελθόντος; Θα τα καταφέρει να επανέλθει, χαρίζοντας σε όλους μας ξανά “Τα καλύτερά μας χρόνια”

«Νομίζω ότι έχουμε συμβάλει πολύ σε όλο αυτό, γιατί είμαστε επιπόλαιος λαός και επιφανειακός. Παρασυρόμαστε, μας τρώει το πάθος και αργότερα μετανιώνουμε για πολλά από αυτά που έχουμε κάνει και έχουμε πει. Μακάρι ο Θεός να μας βοηθήσει να επανέλθουμε, να ορθοποδήσουμε και να πάνε καλύτερα τα πράγματα για τις επόμενες γενιές. Δεν ξέρω, όμως αν η δική μου γενιά και κάποιες άλλες πριν από εμάς θα προλάβουν να το δουν να γίνεται στην πράξη. Είμαι βέβαια πάντα αισιόδοξη, και πιστεύω συγχρόνως ότι είμαστε ένας λαός, που ξεπηδάει από τη στάχτη του…».

Άλλο ένα τραγούδι, που έχει “ντύσει” μελωδικά με τη φωνή της και είναι συνυφασμένο με εκείνη, είναι το τραγούδι “Στην ντισκοτέκ”, που ήρθε στη ζωή από την πένα και την μουσική φαρέτρα του Κώστα Τουρνά. “…κι η μουσική δεν έχει όπως και χθες, ρυθμό, η νύχτα πια δεν τρέχει και το χορό ξεχνώ…”, την ακούμε να ερμηνεύει μεταφέροντάς το στη σκηνή, κι από εκεί κατευθείαν στην καρδιά μας. Είναι άραγε εφικτό να αναζωπυρωθεί ο ρυθμός και η διάθεση για χορό, στη χώρα του ήλιου και της θάλασσας; 

«Είναι κάτι που πιστεύω ότι το κάνουμε καθημερινά οι Έλληνες. Το να τραγουδάμε και να εκφραζόμαστε μέσω της μουσικής. Είμαστε ένας λαός, που έχουμε ανάγκη να εκτονωθούμε με αυτόν τον τρόπο, έστω κι αν έχουμε να αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις. Έτσι αισθάνομαι τουλάχιστον εγώ. Κάνουμε, επίσης και κάτι ακόμη: Ό,τι κι αν συμβαίνει, αναγεννιόμαστε και το ξεπερνάμε κάποια στιγμή. Αργά ή γρήγορα. Δεν το βάζουμε κάτω παρά την μελαγχολία που υπάρχει γύρω μας. Προσπαθούμε να διατηρούμε την όρεξη για ζωή, και μάλιστα όλα αυτά μας έχουν κάνει να ανακαλύψουμε μέσα μας αντοχές, που ούτε εμείς οι ίδιοι γνωρίζαμε ότι διαθέταμε πριν προκύψει όλη αυτή η κατάσταση. Σαν Έλληνες έχουμε αντέξει άλλωστε τόσα πολλά στο παρελθόν. Και πάντοτε τα καταφέρναμε! Είμαι πάρα πολύ υπερήφανη που είμαι Ελληνίδα! Είμαι από αυτούς που ακούνε ακόμη τον εθνικό μας ύμνο και βλέπουν τη σημαία και συγκινούνται...»

Πλησιάζει η ώρα που θα πάει να συναντήσει τους υπόλοιπους της παρέας των ερμηνευτών που εκπροσωπούν μια ολόκληρη μουσική ιστορία, για να κάνουν μια από τις τελευταίες πρόβες πριν από την επικείμενη εμφάνιση στο “Θέατρο Βράχων”. Οι δείκτες του ρολογιού επιβεβαιώνουν ότι πέρασε σχεδόν μία ώρα από τότε που ξεκινήσαμε να συζητάμε, κι όμως είναι τόσα ακόμη που θα ήθελα να τη ρωτήσω, τόσοι οι κομβικοί σταθμοί στην πορεία της, που θα ήθελα να μου αναλύσει, τόση η ανάγκη μου να μοιραστώ κι άλλο λίγο από το μεράκι και την αγάπη της για το τραγούδι, που αποτελεί κύτταρο έμπνευσης για όλους όσους κάνουν την προσπάθειά τους σε αυτό που αγαπούν, και κάποιες φορές νιώθουν τις δυνάμεις τους να λιγοστεύουν. 

Ωστόσο, επειδή διαισθάνομαι την έντονη επιθυμία και τη λαχτάρα της να βρεθεί το συντομότερο δυνατό στην πρόβα, περιορίζομαι να τη ρωτήσω “πού θα την οδηγήσουν τα επόμενα βήματά της, μετά τη συναυλία που φέρει στις “αποσκευές” της, το άρωμα και τις εικόνες αλλοτινών εποχών”

«Θα ακολουθήσουν κάποιες ζωντανές συναυλίες και παρουσιάσεις που θα πραγματοποιήσω με τον Κώστα Χατζή και το Δάκη. Στο πλαίσιο αυτών των συναυλιών θα αναβιώσουμε έναν δίσκο που είχαμε κάνει μαζί το 1977 και θα τον παρουσιάσουμε ζωντανά, και ίσως και δισκογραφικά –αν το σηκώσει το κλίμα της εποχής. Ελπίζω να πάνε όλα καλά. Όπως τότε, έτσι και τώρα. Επανήλθα στη σκηνή για ένα διάστημα, για όσο θα περνάω καλά και θα χαίρομαι με την ψυχή μου εξασκώντας αυτό που αγαπώ! Είναι και μια μορφή εκτόνωσης για εμένα, μια ψυχική ανάταση, γιατί με όλα αυτά που συμβαίνουν, το έχω πραγματικά ανάγκη…».

Πόσο πολύτιμη η συνειδητοποίηση ότι αυτό, που από την πρώτη στιγμή κέρδισε την καρδιά σου με τρόπο κεραυνοβόλο, είναι συγχρόνως αυτό που κάνει την ψυχή σου να ταξιδεύει σε ένα μαγικό χαλί πάνω από κάθε είδους “σύννεφο” που εμφανίζεται, καθώς διατρέχεις τον δρόμο προς την εκπλήρωση των ονείρων σου. Είναι αυτό, που σου δίνει τη δύναμη να συνεχίσεις να περπατάς και να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου, ενώ όλα γύρω σου προσπαθούν να σε πείσουν για το ακριβώς αντίθετο

Το απέδειξε περίτρανα το μικρό εκείνο κοριτσάκι που ξεκίνησε παίζοντας κρυφτό, κυνηγητό και κουτσό, στις γειτονιές της Σπερχειάδας, κι εξελίχθηκε σε μια γυναίκα που αντλεί δύναμη, πιάνοντας μέχρι σήμερα τις μουσικές νότες από το χέρι, και παρασύροντας όλους μας στα πιο όμορφα, μελωδικά ταξίδια. Εκεί, όπου όλα είναι πιθανά. Κι εκεί, όπου τα όνειρα δεν εξαντλούνται ποτέ, ίσα-ίσα δυναμώνουν κάθε μέρα και περισσότερο, όταν το λέει η καρδιά σου! Όταν κάνεις αυτό που αγαπάς, έστω κι αν απέχεις από αυτό σχεδόν είκοσι χρόνια. Γιατί στην ουσία δεν έλειψες ποτέ. Ήταν πάντα εδώ για εσένα, κι εσύ εδώ γι’αυτό. Έτσι όπως γίνεται με όλες τις σχέσεις ζωής, που γεννιούνται κάθε μέρα από την αρχή. Ξανά και ξανά. Μέχρι την άκρη του ουρανού. Κι ακόμη παραπέρα…



*Πηγή φωτογραφιών 2, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10: Επίσημη σελίδα της Ελπίδας, στο Facebook.

Φωτογραφία 5: Βίκυ Καλοφωτιά (Αποστολή: Σπερχειάδα Φθιώτιδας).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου