Ροδαυγή.
Ένα χωριό που μοιάζει να ξεφυτρώνει σαν όαση, κατά μήκος της πλαγιάς του
βουνού, στα ορεινά της Άρτας. Λέγεται ότι το όνομά του προήλθε από τη σύνθεση των λέξεων “ρόδο” και “αυγή”, παραπέμποντας στα εντυπωσιακά ρόδινα χρώματα, με τα οποία
βάφεται ο ορίζοντας κατά την ανατολή του ηλίου. Είναι η εποχή, που γιορτάζεται το
πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, και οι παρέες των ντόπιων νεαρών πηγαίνουν
από το ένα χωριό στο άλλο, για να γλεντήσουν υπό τους ήχους της παραδοσιακής
ηπειρώτικης μουσικής. “Ανάμεσα στις
παρέες, και ένας νεαρός που μόλις
αντικρίζει μια πανέμορφη γυναίκα που σέρνει πρώτη το χορό, γοητεύεται τόσο
πολύ, που βγάζει το πιστόλι του, όπως ήταν με τη στρατιωτική στολή (πόλεμος
του ’40), και ρίχνει στον αέρα τρεις
πιστολιές. Ήταν έρωτας
κεραυνοβόλος…”.
…και με αυτή την γλαφυρή αφήγηση, κάνοντας ένα νοερό ταξίδι στο
χρόνο, ξεκίνησε η εφ’όλης της ύλης συζήτησή μας με την ηθοποιό και αρχιτέκτονα, Γεωργία
Ζώη, η οποία με υποδέχθηκε ένα από τα πρόσφατα πάλλευκα πρωινά του νέου
έτους, στο αρχιτεκτονικό γραφείο που διατηρεί στου Παπάγου, από τις αρχές της
δεκαετίας του ’80. Σε αυτόν τον φωτεινό χώρο, έχοντας θέα μια επιβλητική ελιά,
η οποία απλώνει προστατευτικά τα κλαδιά της έξω από την τζαμαρία που μας
επιτρέπει να ρίχνουμε κλεφτές ματιές στον κεντρικό δρόμο, μου άνοιξε την καρδιά
της για τη μέχρι τώρα πορεία της ζωής της. Με
αφοπλιστική ειλικρίνεια, και κοιτάζοντάς με, με σιγουριά στα μάτια. Έτσι,
όπως κάνουν οι άνθρωποι, που έχουν μάθει
να αγωνίζονται και να ξεπερνούν τις δυσκολίες, έχοντας βαθιά μέσα τους
ριζωμένη την πίστη ότι ό,τι κι αν τους συμβεί, θα βρίσκουν πάντοτε τον τρόπο να
τα καταφέρνουν…
Συνέντευξη
στη Βίκυ Καλοφωτιά
Πίνοντας την πρώτη γουλιά από τον αχνιστό καφέ, που μου
σερβίρει με μια σπάνια ευγένεια, η επί τριάντα χρόνια συνεργάτιδά της, ακούω
την Γεωργία Ζώη να ξετυλίγει την ιστορία της καρμικής γνωριμίας των γονιών
της, του Χρήστου και της Χρυσάνθης, οι οποίοι μοιράστηκαν μια
μεγάλη αγάπη που κράτησε για μια ζωή. Κι ακόμη παραπέρα.
«Το
χωριό από το οποίο κατάγομαι, ονομάζεται Φτέρη
Κεντρικών Τζουμέρκων στον Νομό Άρτας. Και η μαμά μου ήταν από την Ροδαυγή, ένα χωριό που βρίσκεται απέναντι,
και το ποτάμι, ο Άραχθος –εκεί όπου έμαθα και να κολυμπάω– περνάει στην μέση.
Αυτό με κάνει κάποιες φορές να αισθάνομαι ότι είμαι “κόρη του Αράχθου!”
(γέλιο). Εκεί, λοιπόν γνωρίστηκαν οι γονείς μου, και μάλιστα στο πανηγύρι της
Αγίας Παρασκευής, που γινόταν τότε σε κάθε χωριό της ευρύτερης περιοχής, και
κρατούσε τρία μερόνυχτα! Πήγε ο πατέρας
μου μαζί με φίλους του και συμπολεμιστές στο χωριό της μαμάς, για το πανηγύρι,
και με το που την βλέπει, πανέμορφη, να σέρνει πρώτη το χορό, βγάζει το πιστόλι
του, όπως ήταν με τα στρατιωτικά του, και ρίχνει τρεις πιστολιές στον αέρα από
τον ενθουσιασμό του! Ήταν έρωτας με
την πρώτη ματιά, και μάλιστα αμοιβαίος! Και σε όλη τους τη ζωή ήταν απόλυτα
δοσμένοι ο ένας στον άλλον. Ακόμη κι όταν ο μπαμπάς μου έφυγε από τη ζωή,
εκείνη δεν έπαψε να τον νιώθει ότι ήταν κοντά της, και ακολούθησε, τέσσερα
χρόνια μετά από εκείνον. Την ημέρα που είχαν γνωριστεί, 27 Ιουλίου. Λες κι
έδωσαν μεταξύ τους ραντεβού να ξανασυναντηθούν εκεί…».
Την κοιτάζω και βλέπω μια γυναίκα, που αγαπά με όλη της την ψυχή το θέατρο, αλλά και την
Αρχιτεκτονική, την οποία σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Πώς ξεκίνησε να ασχολείται και με τα δυο
αυτά αντικείμενα, που της “έκλεψαν την καρδιά” όλα αυτά τα χρόνια;
«Ο
πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, οπότε η οικογένειά μου μετακόμιζε πολύ
συχνά από χωριό σε χωριό, και από
παραμεθόριο σε παραμεθόριο λόγω των μεταθέσεών του. Έτσι, άλλαζα συνέχεια σχολείο, κάτι που για εμένα ήταν κάθε φορά στόχος, να
ξεπεράσω και την καινούρια αυτή πρόκληση! Κάποια περίοδο, λοιπόν βρεθήκαμε
στα Γρεβενά, όπου φοίτησα στην Α’ και Β’ Λυκείου, έχοντας την τύχη να γνωρίσω
εμπνευσμένους δασκάλους, που αγαπούσαν τον πολιτισμό, και πραγματικά μπορώ να πω
ότι μας έμαθαν γράμματα, με όλη τη σημασία της λέξης. Ένας από αυτούς, ο
φιλόλογός μας, ερχόταν στην Αθήνα και έβλεπε την τραγωδία που εκείνη τη χρονιά
είχε ανεβάσει και επισήμως το Εθνικό Θέατρο, έτσι ώστε να την ανεβάσει την
επόμενη χρονιά στο σχολείο με τη Β’ Λυκείου. Γι’αυτόν το σκοπό είχε δημιουργηθεί
ένα προαιρετικό μάθημα για όσους μαθητές επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στην
παράσταση. Ζήτησα, λοιπόν κι εγώ παρόλο
που πήγαινα στην Α’ Λυκείου, να παρακολουθήσω το συγκεκριμένο μάθημα, και κάπως
έτσι ξεκίνησαν όλα. Υποδύθηκα την
Ανδρομάχη στην παράσταση “Τρωάδες”, και την επόμενη χρονιά τη Μήδεια. Μάλιστα
εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ο καθηγητής χρησιμοποίησε μαθητή από μικρότερη
τάξη για να παίξει στην αρχαία τραγωδία.
»Την
παράσταση είχε έρθει να παρακολουθήσει και ο Σωκράτης Καραντινός, ο τότε καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στο
μικρό θεατράκι που είχε φτιάξει με τα χεράκια του ο Λυκειάρχης μαζί με τα
παιδιά του σχολείου. Μετά το τέλος της παράστασης, ζήτησε από τον Λυκειάρχη να
γνωρίσει τον μπαμπά μου, και αμέσως μόλις συστήθηκαν, του είπε: “ Το κορίτσι να το φέρετε στο ΚΘΒΕ, γιατί
είναι εξαιρετικό ταλέντο!”. Και
απαντάει ο πατέρας μου: “Το παιδί θα γίνει αρχιτέκτων!”, γιατί έτσι του
είχα πει από παλαιότερα. Ότι μόλις τελειώσω το σχολείο, ήθελα να γίνω αρχιτέκτων.
Ωστόσο, ο Καραντινός μας κάλεσε να παρακολουθήσουμε, όποτε θέλαμε οικογενειακώς
κάποια παράσταση στο ΚΘΒΕ δωρεάν, κι έτσι πήγαμε. Και τότε ήταν και η πρώτη
φορά που έβλεπα θέατρο…».
Βγαίνει για λίγο από το χώρο, όπου κυλάει η κουβέντα μας
ανακαλώντας εκείνη τις αναμνήσεις της, κι εγώ μη χορταίνοντας να την ακούω.
Δίνει κάποιες οδηγίες στους συναδέλφους της και επιστρέφει με το χαμόγελο να
μην φεύγει στιγμή από το πρόσωπό της. Και συνεχίζει με την ίδια ζέση, την ενδιαφέρουσα
εξιστόρηση.
«Ήμουν
πάντοτε άριστη μαθήτρια, είχα αποσπάσει και το Πανελλήνιο Βραβείο της
Μαθηματικής Εταιρείας, οπότε δεν δυσκολεύτηκα να μπω στο Πολυτεχνείο. Κουβαλούσα, όμως ακόμη μέσα μου αυτήν την
“εκκρεμότητα” με το θέατρο, ενθυμούμενη την πολύ μεγάλη ευτυχία που είχε
φωλιάσει μέσα μου από τότε που είχα παίξει στις δύο εκείνες παραστάσεις του
σχολείου. Από το πρώτο έτος της φοίτησής μου στο Πολυτεχνείο, γράφτηκα στη
χορωδία, συμμετείχα σε όλες τις παραστάσεις της, και είχαμε εμφανιστεί και στη
Λυρική Σκηνή. Δεν υπήρχε θεατρική ομάδα, αλλά οτιδήποτε είχε σχέση με
απαγγελία, το αναλάμβανα πάντοτε εγώ. Θυμάμαι,
ότι είχε έρθει κάποια στιγμή ο μεγάλος Εγγονόπουλος –που τον είχαμε τότε
καθηγητή στην ζωγραφική– φορώντας ένα μεγάλο δαχτυλίδι στο δείκτη, και μου είχε
πει: “Εσείς πρέπει να γίνετε ηθοποιός”. Έγινα αργότερα ηθοποιός,
ολοκληρώνοντας όμως και τις σπουδές μου στο
Πολυτεχνείο, επειδή το είχα υποσχεθεί στους δικούς μου και στον εαυτό μου, κι
έπρεπε να είμαι συνεπής. Είχα πάντα πολύ καλή σχέση με τη συνέπεια και την
πειθαρχία, τα οποία νομίζω ότι τα κληρονόμησα σίγουρα από τον μπαμπά μου».
Κι αμέσως μετά την ρωτώ, πότε ήταν τότε που το πήρε απόφαση να γραφτεί στη Δραματική Σχολή του
Εθνικού Θεάτρου για να ασχοληθεί πλέον και επαγγελματικά με το θέατρο, που
της προκαλούσε πάντοτε στην ψυχή το αίσθημα της ευδαιμονίας.
«Μια
ημέρα, βρισκόμουν σε ένα λεωφορείο, και ένας κύριος δίπλα μου διάβαζε
εφημερίδα. Τότε έπεσε το βλέμμα μου σε μια
σελίδα που έγραφε ότι εκείνη την ημέρα έληγε η προθεσμία υποβολής αιτήσεων στο
Εθνικό Θέατρο. Κατεβαίνω αμέσως, και
πηγαίνω στο Εθνικό τρέχοντας. Στη Γραμματεία ήταν εκείνη την εποχή, ο
αδερφός του Βόκοβιτς, και με την ψυχή στο στόμα υπέγραψα υπεύθυνες δηλώσεις για
τα δικαιολογητικά έτσι ώστε να πάρω αριθμό πρωτοκόλλου και να είναι έγκαιρη η
αίτηση. Και ευτυχώς τα κατάφερα! Πέρασα
στις εξετάσεις, με μια επιτροπή που την αποτελούσαν ο Αλέξης Μινωτής, η Ελένη
Χατζηαργύρη και άλλοι μεγάλοι. Στη “φουρνιά” μου στη Σχολή ήταν, μεταξύ
άλλων, η υπουργός Πολιτισμού και
τραγωδός, η Λυδία Κονιόρδου, ο Γρηγόρης
Βαλτινός (τότε Ιωακειμίδης), η Μαρία
Σπαντιδάκη (Σταρ Ελλάς 1977), και ο Γιάννης
Βούρος».
Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ αν αντιμετώπισε δυσκολίες εξασκώντας δύο τόσο διαφορετικά μεταξύ τους
αντικείμενα. Και μόλις της το λέω, μου απαντά. Άμεσα και αφοπλιστικά.
«Ως
ηθοποιός είχα πάντοτε πρόβλημα διότι νόμιζαν ότι κάποια στιγμή θα ασχοληθώ με
την Αρχιτεκτονική, και το ίδιο ίσχυε και με την ιδιότητά μου ως αρχιτέκτονας. Πίστευαν
ότι κάποια στιγμή θα τα παρατήσω για να αφιερωθώ στο θέατρο. Πέρασαν πολλά χρόνια για να πειστούν και οι
μεν και οι δε, ότι θα τα κάνω και τα δύο, και ότι δεν θα εγκαταλείψω το ένα,
για χάρη του άλλου. Βέβαια, οφείλω να παραδεχτώ ότι όσες φορές κι αν
σκέφτηκα να εγκαταλείψω το ένα και να δοθώ απόλυτα στο άλλο, πάντοτε κάτι γινόταν και η ζωή δεν με άφηνε
να εγκαταλείψω κανένα από τα δυο…».
Η κουβέντα μας περνάει χωρίς να το καταλάβουμε, στον
τομέα του έρωτα και της αγάπης. Έχοντας
σαν πρότυπο την αγάπη των γονιών της, σίγουρα θα αναζητούσε έστω και ενδόμυχα
κάτι παρόμοιο, σκέφτομαι. Και το μοιράζομαι μαζί της.
«Σίγουρα
είχα σαν πρότυπο την αγάπη των γονιών μου. Όμως, μια-δυο φορές που αφέθηκα στη
ζωή μου να αγαπήσω, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν οι κατάλληλες περιπτώσεις για
εμένα. Αφέθηκα στην αγάπη, αλλά πιστεύω
ότι δεν έτυχε να συναντήσω αυτό το απόλυτο, αυτό που θα ήταν για εμένα,
παρόλο που είχα αρκετές γνωριμίες στην ζωή μου. Δεν περίμενα ποτέ να εισπράξω αγάπη, για να την δώσω. Ήμουν της
άποψης ότι δίνεις, κι ό,τι πάρεις πίσω…».
Διαβάζοντας για εκείνη καθώς προετοιμαζόμουν για τη
συνέντευξη μαζί της, ανακάλυψα ότι η
πρώτη της δουλειά ως αρχιτέκτων ήταν στο Μέγαρο Μαξίμου. Τι θυμάται από
αυτήν την εμπειρία;
«Με
το που τελείωσα το Πολυτεχνείο, απευθύνθηκα σε διάφορα γραφεία, και το πρώτο
που με δέχτηκε, ήταν κάποιο, που είχε αναλάβει ένα μεγάλο έργο. Με ενημέρωσαν
ότι έπρεπε να γίνει μελέτη, να αποτυπωθούν τα πάντα, μετά να ξηλωθούν όλα, και
να δημιουργηθεί το καθετί από την αρχή. Είχε
πολλή δουλειά, και το ανέλαβα όλο μόνη μου. Ανέβαινα ψηλά, μετρούσα το οτιδήποτε, την κάθε γωνιά, μη σταματώντας καθόλου.
Επρόκειτο για το μεταγενέστερο Μέγαρο
Μαξίμου. Αργότερα, άνοιξα το δικό μου αρχιτεκτονικό γραφείο, έχοντας
συγκεντρώσει χρήματα από τα καλοκαίρια που δούλευα σαν αρχιτέκτονας, από τις
υποτροφίες, και από το ότι πούλησα τη διπλωματική μου εργασία, στο υπουργείο
Πολιτισμού. Παράλληλα, τα απογεύματα πήγαινα στη Σχολή, στο Εθνικό».
Η
ζωή, όμως εκτός από τις χαρούμενες στιγμές, έχει και εκείνες που μας κάνουν να
χάνουμε το χαμόγελο από το πρόσωπό μας. Έστω και προσωρινά. Μέχρι να ξαναβρούμε τη δύναμη να σηκωθούμε.
Και να συνεχίσουμε το πεπρωμένο μας.
«Το
1986 είχα ένα μεγάλο ατύχημα με το αυτοκίνητο, το οποίο μου άφησε σημάδια στο
πρόσωπο. Από εκείνο το συμβάν και για πέντε χρόνια, σταμάτησαν εντελώς οι
προτάσεις από το θέατρο, από την τηλεόραση, και από το σινεμά. Έπαιζα μόνο σε
εταιρικά σχήματα του ΣΕΗ (Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών). Κανένας δεν ήθελε να προτείνει δουλειά σε μια κοπέλα που μπορεί μέχρι
τότε να ήταν πολύ όμορφη, όμως πλέον ήταν “σημαδεμένη”. Τότε ήταν που
αισθάνθηκα και ότι ήθελαν ίσως να με απομακρύνουν από το θέατρο,
χρησιμοποιώντας το θέμα των σημαδιών σαν άλλοθι. Δεν τα έκρυψα ποτέ, όμως τα σημάδια μου. Τότε ήταν που με ζωγράφισε κι ένας πολύ μεγάλος ζωγράφος,
ο Δήμος Σκουλάκης, βλέποντάς με να παίζω σε κάποιον εταιρικό θίασο. Τον
εντυπωσίασε που δεν έκρυψα αυτό που μου συνέβαινε.
»Το 1992, σκέφτηκα ότι πλέον δεν με θέλει το θέατρο, οπότε θα το εγκαταλείψω,
και θα προσπαθήσω να γίνω η καλύτερη αρχιτέκτονας της Ελλάδας. Όμως, πάλι η ζωή είχε άλλα σχέδια, κι έτσι
προκύπτει μετά από όλη αυτήν την παύση, η πρώτη πρόταση για θέατρο, στο έργο
του Μανώλη Κορρέ, το “Λουμπάγκο”. Αρνήθηκα, όμως πήγα να
τους δω, και μου έδωσαν και το ομότιτλο βιβλίο, το οποίο το έβαλα στην τσάντα
μου, ξεχνώντας το. Την άλλη ημέρα, μου
έτυχε ένα αναπάντεχο και δύσκολο γεγονός στη ζωή μου, κι εκείνη τη στιγμή που
βρισκόμουν σε απόγνωση, ανοίγω την τσάντα μου και για να ξεχαστώ, άρχισα να
διαβάζω το βιβλίο. Διαβάζοντάς το,
είδα ότι κάποια στοιχεία ταίριαζαν με τη δική μου κατάσταση. Οπότε, δέχτηκα τελικά να συμμετάσχω στην
παράσταση. Κι έτσι, επανήλθα. Μετά, συνάντησα εντελώς τυχαία τον Νίκο Φώσκολο, και μου πρότεινε να
συμμετάσχω στη “Λάμψη”, με έναν ρόλο
που πίστευε ότι θα μου ταίριαζε γάντι. Έπαιξα σχεδόν έναν χρόνο, και άλλες δυο φορές
μέχρι να σταματήσει το σίριαλ.
»Σε όλες τις δυσκολίες που μου έτυχαν στη
ζωή, είχα πάντοτε την πίστη ότι θα επιβιώσω και θα τα καταφέρω! Εμένα με σώζουν
τα “3 θ”: η θάλασσα, το θέατρο, και το “έχει ο Θεός!”,
συμπληρώνει και γελάει παρασύροντάς με σε μια έντονη στιγμή γέλιου. Και
συνεχίζει.
«Εδώ και δεκαεπτά χρόνια, παίζω στο θέατρο
κάθε σεζόν, δεν έχω σταματήσει καθόλου! Έχει τύχει να παίζω ταυτόχρονα
ακόμη και σε τρεις παραστάσεις τη σεζόν ταυτόχρονα. Στο θέατρο γίνομαι άλλος άνθρωπος, ξεχνάω ό,τι με προβληματίζει,
αποφορτίζομαι από την ένταση και την κούραση. Το ίδιο συμβαίνει και όταν
πηγαίνω στη θάλασσα. Το κορμί και η ψυχή μου γίνονται πιο δυνατά, κι έτσι
αισθάνομαι ότι μπορώ να αντιμετωπίσω τα πάντα. Χθες συμπλήρωσα 2160 ημέρες καθημερινής κολύμβησης στη θάλασσα. Είναι
τόσο φιλόξενη η αγκαλιά της θάλασσας…».
Κοιτάζω έξω από την τζαμαρία. Τα φύλλα της ελιάς θροΐζουν καθώς ο αέρας δυναμώνει. Σαν να θέλει να φανερώσει κάποιο παράπονό
της.
«Τελειώνοντας
το Εθνικό, ο Μινωτής –που με
αγαπούσε πολύ κι εκτιμούσε τη διπλή μου ιδιότητα– με έστειλε στο παγκόσμιο συνέδριο αρχιτεκτονικής θεατρικού χώρου, στο
Μόναχο, για να εκπροσωπήσω την Ελλάδα, όπου απέσπασα πολύ θετικές κριτικές
διότι ήμουν η μόνη γυναίκα αρχιτέκτων,
που ήταν και ηθοποιός. Επιστρέφοντας, μου ζήτησε, λοιπόν να παραμείνω στο
Εθνικό και ως αρχιτέκτων και ως ηθοποιός, επειδή τότε είχε όραμα να φτιάξει το
καινούριο Εθνικό Θέατρο. Του απάντησα, όμως ότι δεν θεωρούσα σωστό να μπλέξω
και τις δυο μου ιδιότητες στο Εθνικό, οπότε επέλεξα να μείνω ως αρχιτέκτων, και
ως ηθοποιός θα επέστρεφα αργότερα, όταν θα ήμουν πιο έτοιμη. Τελικά δεν πήγα
ποτέ. Η κυβέρνηση άλλαξε, η χρηματοδότηση σταμάτησε, και τα σχέδια για το
καινούριο Εθνικό Θέατρο έμειναν στη μέση. Δυστυχώς,
μετά τον Μινωτή, και μέχρι σήμερα, δεν μου έγινε πρόταση ποτέ ξανά να παίξω στο
Εθνικό…».
Μπροστά της έχει διάφορα χαρτιά, όπου υπάρχουν αναλυτικά
οι σκέψεις για ένα νέο είδος
πολιτιστικού κινήματος, το οποίο φιλοδοξεί να φέρει την Άνοιξη στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου,
και στο οποίο συμμετέχει κι εκείνη και
ως ηθοποιός αλλά και ως αρχιτέκτονας καθώς έχει αναλάβει την αρχιτεκτονική
μελέτη και την επίβλεψη του χώρου που θα το στεγάσει. Της ζητώ να μου μιλήσει
γι’αυτό, όπως και για τα επόμενα
επαγγελματικά της σχέδια.
«Στις
αρχές Φεβρουαρίου θα ανεβάσουμε στο
ανακατασκευασμένο θέατρο “Έαρ Βικτώρια”, την παράσταση “Της μοναξιάς διπρόσωποι
μονόλογοι”, που είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ,
και στην οποία θα παίξω μαζί με τον Γιάννο
Θεοδούλου, με συμμετοχή και της ίδιας της ποιήτριας επί σκηνής. Το εν λόγω
θέατρο, θα είναι ένα ελληνοκεντρικό
θέατρο, που θα προωθεί τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική ποίηση, λογοτεχνία
και γλώσσα. Θα είναι ένα είδος
κινήματος. Στην ομάδα που θα διαχειριστεί το ρεπερτόριο και τις παραστάσεις
και όλη την οργάνωση, συμμετέχει ο Ηλίας
Λογοθέτης, η Μαρία Ζαχαρή, ο Γιώργος Χριστοδούλου, ο Γιάννης Φαλκώνης, κι εγώ. Ο Γιάννης ήταν μάλιστα και ο
σκηνοθέτης του “Προμηθέα Δεσμώτη”,
που ανεβάσαμε το καλοκαίρι, και που θα ανέβει ξανά του χρόνου. Πρόκειται για
μια παράσταση, όπου έκανα την κορυφαία
των Ωκεανίδων του χορού, έχοντας μετατρέψει τα χορικά σε ηπειρώτικα μοιρολόγια.
Με έχει σφραγίσει αυτή η παράσταση».
Μια τελευταία ερώτηση ανεβαίνει στα χείλη μου και γίνεται
λέξεις πριν καν το καταλάβω. Για πολλά χρόνια έχει προσφέρει την πολύτιμη βοήθειά
της με την ιδιότητά της ως αρχιτέκτων, στην δημιουργία αρκετών θεάτρων.
Θα ήθελε, άραγε να αποκτήσει κάποτε και
το δικό της;
«Το
να αποκτήσω δικό μου θέατρο, είναι από
εκείνα τα μακρινά όνειρα που θέλει κανείς να κάνει κάποια στιγμή και όλο τον
ξεπερνάει ο χρόνος. Ίσως δεν έχει
έρθει ακόμη η κατάλληλη στιγμή. Πρόσφατα μου χάρισαν ένα γούρι, πάνω στο
οποίο αναγραφόταν η εξής φράση: “Να
ονειρεύεσαι…”. Και πιστεύω ότι αυτό
που μετράει, είναι η διαδρομή προς το όνειρο. Ακόμη κι αν δεν το έχεις πετύχει, τουλάχιστον ξέρεις ότι προσπάθησες,
κι έδωσες τον καλύτερο εαυτό σου!».
Βρισκόμαστε πλέον έξω στον κήπο, όπου έχουμε βγει για να
με ξεπροβοδίσει. Μόλις άφησα πίσω μου το φωτεινό γραφείο, την χαρακτηριστική
ελιά, την τριανταφυλλιά που είχε φυτέψει κάποτε ο πατέρας της. Και καθώς βάζω
στο αυτοκίνητο όλα όσα αποκόμισα από αυτήν την ξεχωριστή συνάντηση, στρέφω τα
μάτια μου στον ουρανό. Κοντοστέκομαι. Σαν
να ακούω να ξετρυπώνει μέσα από τα σύννεφα, ένας γνώριμος ήχος. Τρεις πιστολιές όλο ενθουσιασμό και ζέση.
Από εκείνον, που την καμαρώνει και θα
την καμαρώνει πάντοτε από εκεί ψηλά. Όπως
τότε, που συνάντησε τη γυναίκα της ζωής του, σε εκείνο το γραφικό χωριουδάκι
στην πλαγιά του βουνού. Εκεί, όπου ο ορίζοντας βάφεται με τα πιο ζεστά ρόδινα
χρώματα.
Κάθε φορά που ο
ήλιος ανατέλλει…
Πηγή
φωτογραφιών 4, 6, 7, 8, 9, 11, 12: Προσωπικό
αρχείο Γεωργίας Ζώη
Φωτ.2: http://www.rodavgi.com/
Φωτ.5: http://www.visitwestmacedonia.gr/el/
Φωτ.1, 3, 13 : Βίκυ Καλοφωτιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου