Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Γενούφα: Η «τέλεια όπερα» κερδίζει επάξια το αθηναϊκό κοινό


«Θα τύλιγα τη Γενούφα μόνο με τη μαύρη κορδέλα της μακράς ασθένειας,
του πόνου και των θρήνων…»
Λέος Γιάνατσεκ

Εάν η αρχή είναι, όπως λένε, το ήμισυ του παντός, τότε η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει εξασφαλίσει μια επιτυχημένη και άκρως ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική περίοδο. Η Γενούφα του Λέος Γιάνατσεκ είναι, κατά τον Guardian, η «τέλεια όπερα» και σίγουρα η τέλεια αφορμή για να επισκεφθείτε τη Λυρική.

της Ιωάννας Κοροπιώτη

Μια τραγωδία βασισμένη στο θεατρικό έργο της Γκαμπριέλας Πρεΐσσοβα  «Η Ψυχοκόρη της», υπό την απόλυτα θεατρική προσέγγιση της σκηνοθέτιδας Νίκολα Ράαμπ και την απαράμιλλη μουσική του Τσέχου συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ, είναι ικανή να συγκινήσει, να θέσει ερωτήματα, να προκαλέσει και να πλησιάσει τον ακροατή με όλους τους πιθανούς τρόπους.

Η ιστορία της Γενούφα εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό, υποταγμένο σε κοινωνικές νόρμες και συγκεκριμένα πρότυπα, που είναι διαρκώς ορατό μέσα από το λιτό και συνάμα επιβλητικό σκηνικό: Ένα πυκνό και αφιλόξενο δάσος αγκαλιάζει τις ζωές των ηρώων και η βαριά σκιά του δημιουργεί την ιδανική ατμόσφαιρα για τις πράξεις βίας και οδύνης που θα ακολουθήσουν.

Η μουσική του Γιάνατσεκ, σε όλη της την εξπρεσιονιστική δυναμική οπτικοποιείται πάνω στη σκηνή, είναι πανταχού παρούσα: Στα γκρίζα, σκοτεινά κοστούμια των βασικών προσώπων (Γενούφα, Νεωκόρισσα, Στέβα και Λάτσα), στην επαναλαμβανόμενη κίνηση του μύλου, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, προμηνύοντας μια επικείμενη μετάβαση, που με τη σειρά της, καλεί τον θεατή σε συνεχή εγρήγορση. Ακόμα και η επανεμφάνιση κάθε τόσο των μαυροντυμένων γυναικών, σύμβολο μιας κοινωνίας μητριαρχικής, γίνεται κατά παραγγελία της μουσικής και εντείνει την αίσθηση της ρουτίνας, της ζωής που στραγγαλίζεται μέσα σε ένα πλαίσιο αυστηρό και ανυπόφορο.

Ο Γιάνατσεκ εμπνέεται από την ιδιαίτερη μουσικότητα της τσεχικής γλώσσας. Στο έργο του είναι φανερή η προσπάθεια και η μελέτη που κατέβαλλε, καθώς αναζητούσε τη μελωδία της γλώσσας: «Άκουγα κρυφά τους περαστικούς, διάβαζα τις εκφράσεις του προσώπου τους, ήθελα να συλλάβω κάθε δόνηση της φωνής […] μια αντανάκλαση της οποίας αναγνώριζα στη μελωδία των λέξεων που κατέγραφα. Πόσες διαφορετικές μελωδικές παραλλαγές της ίδιας λέξης που έβρισκα!»


«Αλλιώς τη φανταζόμουν τη ζωή μου…»

Τα πρώτα λόγια της Γενούφα δεν είναι παρά μια προσευχή, ίσως ο αμεσότερος τρόπος να μπούμε στο κλίμα του έργου, που ήδη από πολύ νωρίς σκιαγραφεί έντονα τους χαρακτήρες:

Η νέα, όμορφη αλλά και «με μυαλό σαν άνδρας» Γενούφα, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε όσα περιμένουν οι Άλλοι από εκείνη, χωρίς όμως να προδώσει τις δικές της επιθυμίες και την αγάπη της για τον πλούσιο, ωραίο αλλά και προκλητικά εγωκεντρικό Στέβα. Απέναντί του στέκει ο ετεροθαλής αδελφός του, Λάτσα, επίσης ερωτευμένος με τη Γενούφα, που προτιμάει να καταστρέψει το αντικείμενο του πόθου του, παρά να το δει στα χέρια κάποιου άλλου.

Δεσπόζουσα μορφή, όμως, στέκει η μητριά της Γενούφα, η Νεωκόρισσα που διατίθεται να φτάσει μέχρι το έγκλημα προκειμένου να σώσει την τιμή της ψυχοκόρης της. Όταν η Γενούφα φέρνει στον κόσμο το παιδί του Στέβα, αλλά εκείνος αρνείται να την παντρευτεί, η Νεωκόρισσα αναλαμβάνει το… «ιερό καθήκον» να την προστατέψει και θέλοντας να «…τη δει ξανά ελεύθερη», θανατώνει το παιδί.

Η στιγμή του φρικτού εγκλήματος -που προφανώς γίνεται εν αγνοία της κεντρικής ηρωίδας- αποτελεί μία από τις συγκινητικότερες κορυφώσεις της παράστασης: Η Γενούφα, μόνη μέσα στο σπίτι, που από καταφύγιο έχει πια μετατραπεί σε φυλακή, προσεύχεται σπαραχτικά για την τύχη του παιδιού της, που δεν γνώρισε την πατρική αγάπη.

Το σπίτι μοιάζει να εξαϋλώνεται, υπό το βάρος των συνθηκών και των μελλοντικών αποκαλύψεων, και το χιόνι που συντροφεύει την ηρωίδα υπενθυμίζει τον φόνο, που μπορεί να μην βλέπουμε, ωστόσο ξέρουμε ότι έχει συμβεί. Η εικόνα της χιονισμένης σκηνής είναι τουλάχιστον ανατριχιαστική. Η Ρααμπ κατάφερε να φέρει την παγωνιά του θανάτου σε κάθε γωνιά της αίθουσας και το έκανε με έναν τρόπο τόσο σφιχτά δεμένο με τη μουσική του Γιάνατσεκ, που είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς.

Αυτή είναι και η επιτυχία της παράστασης: δεν μπορείς και δεν θέλεις να ξεφύγεις, σε κρατάει καθηλωμένο -λογικά αλλά και συναισθηματικά. Τόσο όμορφα δουλεμένη και με άξιους συντελεστές, με την ορχήστρα και τη χορωδία να ανταποκρίνονται και με το παραπάνω, σε ένα κατά γενική ομολογία δύσκολο έργο, καταφέρνει να κερδίσει ολοκληρωτικά τον θεατή-ακροατή.

Η Γενούφα είναι η στιγμή… «ενηλικίωσης» για την Εθνική Λυρική Σκηνή. Είναι το χρυσό 18, που ξέραμε πως θα έρθει κάποια μέρα και το περιμέναμε με ενθουσιασμό και με περιέργεια. Και ήρθε, μέσα από σταθερά αλλά και τολμηρά βήματα, μέσα από φρέσκες ιδέες, βαθιά γνώση και αγάπη για την τέχνη του λυρικού θεάτρου. Είμαι απολύτως βέβαιη πως όλα τα παραπάνω βρίσκονται στην καρδιά αυτού του πολιτιστικού οργανισμού, γιατί εάν δεν βρίσκονταν δεν θα απολαμβάναμε ποτέ αυτή τη Γενούφα.

Με δικά τους λόγια

«Η τέχνη της θεατρικής γραφής είναι να συνθέτει κανείς μία μελωδική καμπύλη, που σαν με μαγικό τρόπο θα αποκαλύψει αμέσως ένα ανθρώπινο ον σε μία ορισμένη φάση της ύπαρξής του.» (Λέος Γιάνατσεκ)

«Σημείο εκκίνησης για τη δουλειά μου είναι η ανθρώπινη πλευρά της υπόθεσης: οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ηρώων και τις οποίες ο συνθέτης σκιαγραφεί θαυμάσια. […]

Οι γυναίκες πρέπει να αναλάβουν τα ηνία, να αποφασίσουν την πορεία των πραγμάτων. Και πράγματι αυτό κάνουν, κυρίως μέσω του χαρακτήρα της Νεωκόρισσας […]

Ένα σπίτι λειτουργεί ως το αρχικό κύτταρο του σκηνικού και της αφήγησης της ιστορίας. Επιβλέπει, προφυλάσσει, κρύβει και στο τέλος αποκαλύπτει γεγονότα, μυστικά, οικογένειες, γυναίκες, παιδιά, το παρελθόν και το παρόν.» (Νίκολα Ράαμπ, σημείωμα σκηνοθέτη)

«Όταν μελετούσα το ρόλο κατάλαβα πόσο μεγάλο βάρος είναι, τόσο συναισθηματικά όσο και ψυχολογικά, να επανεξετάζουμε αυτά τα ζητήματα σε καθημερινή βάση. Δεν ξέρω τι σημαίνει να χάνεις ένα μωρό, αλλά καταλαβαίνω τι σημαίνει να απορριφθείς, να είσαι απομονωμένος, καταλαβαίνω τι είναι να αισθάνεσαι αβοήθητος. Ξέρω επίσης τι σημαίνει να αγαπάς και να έχεις εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και πίστη στο Θεό.

Οπότε, όταν προετοιμαζόμουν για τη Γενούφα έπρεπε να αντλήσω από τη δική μου εμπειρία, αλλά και να χρησιμοποιήσω τη φαντασία μου προκειμένου να ολοκληρώσω τη διαδικασία.» (Σάρα-Τζέιν Μπράντον, Γενούφα, συνέντευξη στο elculture.gr)

«Η μελωδία στον Γιάνατσεκ δεν έρχεται μέσα από τη φωνή του τραγουδιστή, αλλά από την ορχήστρα. Κάθε λέξη που αρθρώνει, όμως, σημαίνει κάτι. Πολλοί λένε ότι ο Γιάνατσεκ χρησιμοποιεί «καθοδηγητικά μοτίβα», Leitmotive, όπως και ο Βάγκνερ. Όμως στον Γιάνατσεκ η επανάληψη ενός μουσικού θέματος συνδέεται με μια ατμόσφαιρα, μια κατάσταση, ένα συναίσθημα που επανέρχεται στην εξέλιξη της πλοκής.» (Ζαμπίνε Χογκρέφε, Νεωκόρισσα, συνέντευξη στο athensvoice.gr)

«Δεν ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα. Για μένα είναι κοινός  τόπος, δεν είναι και κάτι τόσο τολμηρό. Είναι έργα που έπρεπε να έχουν έρθει, γιατί εάν μείνεις μόνο στους δημοφιλείς τίτλους, χάνεις την ουσία της διαδρομής αυτής, που είναι και έργα που έχουν τεράστια αξία και τα οποία δεν είναι και τόσο γνωστά.» (Γιώργος Κουμεντάκης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής ΕΛΣ, συνέντευξη στον ραδιοφωνικό σταθμό Pepper 96.6)


Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία: Νίκολα Ράαμπ

ΠΡΕΜΙΕΡΑ 14 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018
14, 19, 21, 24, 27 Οκτωβρίου 2018
2 Νοεμβρίου 2018



ΚΥΚΛΟΣ ΓΙΑΝΑΤΣΕΚ
ΚΥΚΛΟΣ 20ός ΑΙΩΝΑΣ

Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Ώρα έναρξης: 20.00 (Κυριακές στις 18.30)

Σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης
Φωτισμοί: Νταβίντ Ντεμπριναί
Κινησιολογία: Φώτης Νικολάου
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Γριά Μπούρυγια: Ινές Ζήκου
Λάτσα: Φρανκ Βαν Άκεν
Στέβα: Δημήτρης Πακσόγλου
Νεωκόρισσα (kostelnička): Ζαμπίνε Χογκρέφε (14, 21, 24/10) - Τζούλια Σουγλάκου (19, 27/10, 2/11)
Γενούφα: Σάρα-Τζέιν Μπράντον (14, 21, 24/10) - Μαρία Μητσοπούλου (19, 27/10, 2/11)
Επιστάτης: Γιάννης Γιαννίσης
Δήμαρχος: Δημήτρης Κασιούμης
Σύζυγος του Δημάρχου: Μαργαρίτα Συγγενιώτου
Κάρολκα: Άρτεμις Μπόγρη
Αγρότισσα Κόλουσινα: Μπαρούνκα Πράιζινγκερ
Μπάρενα: Βαρβάρα Μπιζά
Γιάνο: Μιράντα Μακρυνιώτη
Τέτκα: Αναστασία Κότσαλη

Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ         

Τιμές εισιτηρίων: €15, €20, €30, €35, €42, €50, €55, €70
Φοιτητικό, παιδικό: €15 / Περιορισμένης ορατότητας: €10

Πηγή φωτογραφιών : https://www.facebook.com/pg/nationalopera/photos/?ref=page_internal

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου