Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Άκανθος, μια ακμάζουσα πόλη της αρχαίας Μακεδονίας, ονομαστή για τα νομίσματά της

 


 Σημαντική πόλη της Μακεδονίας και της Χαλκιδικής κατά την αρχαιότητα υπήρξε η Άκανθος, ερείπια της οποίας βρίσκονται στην περιοχή της Ιερισσού. Οι ανασκαφές άρχισαν πριν από 40 χρόνια στο νεκροταφείο της Ακάνθου και έχουν εντοπισθεί περισσότερα από 14.000 ευρήματα που χρονολογούνται από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα περισσότερα ευρήματα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πολυγύρου. Ανάμεσα στο αρχαίο νεκροταφείο και τον οικισμό ήταν εγκατεστημένα τα εργαστήρια της αρχαίας πόλης, όπου μεταξύ άλλων κατασκευάζονταν εμπορικοί αμφορείς για την μεταφορά του γνωστού, από τις αρχαίες πηγές,  «ακάνθιου οίνου».

 

 Του Ανδρέα Π. Αναγνωστόπουλου

 


Αρχαιολογικός χώρος

 

Στην Άκανθο σώζονται τμήματα από την οχύρωση της πόλης, δημόσια κτίσματα, σπίτια και η θεμελίωση ενός ναού - πιθανότατα της θεάς Αθηνάς - στην κορυφή του λόφου Στρατόνικο. Θαυμάσιος είναι ο περίπατος στους τρεις λόφους όπου εκτεινόταν η αρχαία Ακανθος και ο επισκέπτης θα τον χαρεί ιδιαίτερα την άνοιξη που ο τόπος είναι καταπράσινος.

Ανεβαίνοντας ευθεία από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου θα δείτε το βυζαντινό καλντερίμι και επάνω του μια οικία με εσωτερική αυλή που περιβάλλεται από δωμάτια. Η οικία κτίστηκε στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε τον 2ο αι. π.Χ. 




Συνεχίζοντας την περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο, ανεβαίνετε στον πρώτο λόφο όπου θα δείτε μια βυζαντινή εκκλησία, πιθανόν του 10ου αιώνα, κτισμένη με υλικά από αρχαίο κτίριο που καταστράφηκε από το σεισμό του 1932. Γύρω της έχουν βρεθεί κεραμικά της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου.

Εξάλλου, περπατώντας προς τον δεύτερο λόφο, θα παρατηρήσετε τμήματα του τείχους αριστερά σας και στη συνέχεια θα ανεβείτε στον τρίτο λόφο. Στην κορυφή του υπάρχουν τα θεμέλια εκατόμπεδου αρχαίου ναού (δηλαδή μήκους 100 ποδών ή 30,48 μέτρων) κατά την ανασκαφή του οποίου βρέθηκαν ελάχιστα κινητά ευρήματα. Η θέα στην περιοχή της Ιερισσού από εκεί είναι εξαιρετική.

 

 

 


Νεκρόπολη

 

Μπορεί η αρχαία Άκανθος να μην έχει ανασκαφεί ακόμη σε μεγάλη έκταση, αλλά η έρευνα της νεκρόπολης έχει αρχίσει από το 1973. Εκτείνεται στο παράλιο τμήμα της Ιερισσού και μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί περισσότεροι από 600 τάφοι. Το νεκροταφείο χρησιμοποιήθηκε από την αρχαϊκή εποχή μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, και στη συνέχεια, ίσως με κάποιες διακοπές, μέχρι το 17ο αι. π.Χ.    Οι τάφοι βρίσκονται σε δύο ή τρία τουλάχιστον επάλληλα στρώματα, σε διάταξη συνήθως παράλληλη με την ακτογραμμή. Ενήλικες και παιδιά θάβονταν στον ίδιο χώρο, σύμφωνα με τα γνωστά ταφικά έθιμα της αρχαιότητας.

Υπάρχουν διάφορα είδη, όπως ορθογώνιοι τάφοι είτε απλοί είτε επενδυμένοι με πηλό, καθώς επίσης κιβωτιόσχημοι και κεραμοσκεπείς τάφοι. Καταγράφηκαν ακόμη ταφές μέσα σε πιθάρια ή μικρότερα αγγεία, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό βρεφικών ή παιδικών ταφών.


Τα κτερίσματα εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία. Τα περισσότερα είναι πήλινα αγγεία. Πολλά  αποτελούσαν προσωπικά αντικείμενα των νεκρών, ή σχετίζονταν με τα επαγγέλματα και τις ασχολίες τους -μεταξύ αυτών, κοσμήματα, περόνες, πόρπες, καθρέφτες, στλεγγίδες, βελόνες, αγκίστρια, μαχαίρια, κλπ. Η παρουσία όπλων είναι μάλλον σπάνια.

Πολύ συχνά, στους τάφους γυναικών, αλλά κυρίως παιδιών, βρίσκουμε πήλινα ειδώλια με τη μορφή χθόνιων θεοτήτων, ηθοποιών, ερωτιδέων, ανθρώπων και ζώων. Παρόμοια ταφικά έθιμα, τάφους και ευρήματα συναντάμε και σε νεκροταφεία άλλων αρχαίων πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης.

Στη νεκρόπολη είναι εμφανείς οι επιδράσεις, οι πολιτισμικές επαφές και οι εμπορικές συναλλαγές με τις ελληνικές πόλεις της Ανατολής, αλλά και με νησιωτικά κέντρα του Αιγαίου, όπως επίσης με την Εύβοια, την Αθήνα, την Κόρινθο και τη Βοιωτία. Ανάμεσα στο αρχαίο νεκροταφείο και την πόλη ήταν εγκατεστημένα τα εργαστήρια της Ακάνθου, όπου μεταξύ άλλων κατασκευάζονταν αμφορείς για τη μεταφορά του γνωστού «ακάνθιου οίνου».

 

 


Νομίσματα

 

Σημαντική θέση στην ιστορία της πόλης καταλαμβάνουν τα νομίσματά της, που θεωρούνται από τα αρχαιότερα και πλέον καλαίσθητα ελληνικά νομίσματα της αρχαιότητας. Η  Η ανάπτυξή της Ακάνθου κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου αντανακλάται από την ευρεία κυκλοφορία νομισμάτων της, που κόπηκαν για πρώτη φορά το 530 π.Χ., με πρότυπο τον ευβοϊκό σταθμητικό κανόνα του αργύρου.


Το τετράδραχμό της φέρει παράσταση λιονταριού που κατασπαράζει ένα βόδι, τον περίφημο ταυροκτόνο λέοντα. Στην πίσω πλευρά υπάρχει ένα έγκοιλο τετράγωνο διαιρεμένο σε τέσσερα όμοια τετραγωνίδια. Αργότερα, στο ίδιο νόμισμα προστέθηκε η επιγραφή «ΑΚΑΝΘΙΟΝ» στην πίσω όψη, μαζί με κάποια σύμβολα (άνθος ακάνθου και άλλα). Σε άλλα τετράδραχμα το λιοντάρι κατασπαράσσει έναν κάπρο  - ίσως αυτά να κόπηκαν στα Στάγειρα, το λιμάνι των οποίων ονομαζόταν Κάπρος.


Στις δραχμές της Ακάνθου απεικονίζεται ταύρος γονυπετής, να στρέφει την κεφαλή προς τα πίσω. Στα τετρώβολα εικονίζεται πάλι λέων ή ταύρος. Σε διώβολα απεικονίζεται η κεφαλή της Αθηνάς και σε οβολούς η κεφαλή λέοντος. Να σημειωθεί ότι όλα αυτά τα νομίσματα ήταν ασημένια.

Μετά τα  424 π.Χ., όταν η Άκανθος προσχώρησε στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών, άρχισε να κόβει ασημένια νομίσματα βάσει του φοινικικού σταθμητικού κανόνα. Και σ’ αυτά υπάρχει το λιοντάρι που κατασπαράσσει ταύρο, ενώ στην πίσω όψη υπάρχει η επιγραφή «ΑΚΑΝΘΙΟΝ» και το όνομα του εκάστοτε κυβερνήτη. Τετράδραχμα, τετρώβολα και τριώβολα φέρουν εμπρός ταύρο. Τα διώβολα εικονίζουν εμπρός την κρανοφόρο Αθηνά, με την επιγραφή «ΑΚΑΝ». Αυτά συνέχισαν να εκδίδονται έως το 400 π.Χ.

 

 

 


Ιστορία της Ακάνθου

 

Η αρχαία Άκανθος βρισκόταν στον Στρυμωνικό κόλπο, στη ρίζα της χερσονήσου του Άθω, στον σημερινό κόλπο της Ιερισσού και κοντά στη διώρυγα του Ξέρξη. Τόσο ο Στράβων όσο και ο Θουκυδίδης την αναφέρουν ως αποικία των Ανδρίων. Σύμφωνα με τον Ευσέβιο και κάποια αρχαιολογικά δεδομένα, πιθανή χρονολογία ίδρυσης της είναι το 655 π.Χ.

Γενικότερα είναι αποδεκτό ότι ιδρύθηκε γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα από Ίωνες αποίκους της νήσου Άνδρου, ή της Άνδρου και της Χαλκίδας, συγχρόνως με την ίδρυση τριών άλλων γνωστών αποικιών στην περιοχή, της Σάνης, των Σταγείρων και της Αργίλου λίγο βορειότερα, της παλιότερης ελληνικής αποικίας στην περιοχή του Στρυμόνα.


Η οικονομία της Ακάνθου βασιζόταν στον ορυκτό και δασικό της πλούτο, καθώς και στα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα που διακινούνταν από το λιμάνι της.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η πόλη το 490 π.Χ. υποτάχθηκε στους Πέρσες του Μαρδόνιου. Κατά την επόμενη Περσική εκστρατεία, το 480 π.Χ. πέρασε από εκεί ο Ξέρξης και η Άκανθος υποχρεώθηκε να φιλοξενήσει τον τεράστιο στρατό του, γεγονός που σήμαινε την σχεδόν ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή της. Οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να εργαστούν στην διάνοιξη της διώρυγας για να περάσει ο στόλος του Ξέρξη.


Μετά το πέρας των Μηδικών πολέμων η Άκανθος έγινε φόρου υποτελής στους νικητές Αθηναίους. Ο Ξενοφών στα Ελληνικά του μας πληροφορεί ότι το 424 π.Χ. πέρασε στα χέρια του Σπαρτιάτη στρατηγού Βρασίδα και παρέμεινε σύμμαχος των Λακεδαιμονίων μέχρι το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. τάχθηκε εναντίον της Ολύνθου και κατά συνέπεια κατά της σύστασης της Ολυνθιακής Συμπολιτείας.

Ακολούθησαν οι Μακεδόνες, με τον Φίλιππο τον Β’ το 348 π.Χ., οι οποίοι κατέλαβαν όλες τις πόλεις της Χαλκιδικής και τις διατήρησαν υπό την κυριαρχία τους μέχρι το 200 π.Χ. Τότε η Άκανθος καταστράφηκε ολοσχερώς από τον Ατταλο Α’ τον Σωτήρα και τους συμμάχους του Ρωμαίους, κατά τους πολέμους εναντίον του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου του Ε’.

Το 168 π.Χ., μετά την μάχη της Πύδνας, κατέληξε ως ρωμαϊκή κτήση και οι τελευταίες αναφορές στην πόλη φτάνουν μέχρι τα βυζαντινά χρόνια.

 

 

Πηγές

 

http://www.dimosaristoteli.gr

 

https://sundayresort.gr

 

https://www.sithoniahotels.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου