Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Χρήστος Σιάφκος: Ας λέμε όχι, σ’ ό,τι θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο να είμαστε πιο λίγοι”



Μια βάρκα αραγμένη στην αμμουδιά περιμένει τον μοναδικό της επιβάτη για να αλωνίσουν παρέα τα μυστηριώδη νερά του υδάτινου κόσμου. Είναι η ώρα που το πλήρωμα του χρόνου έφτασε για την τελική αναμέτρηση με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Η παλιά εποχή βρίσκεται στη δύση της βάφοντας τον ορίζοντα με εκτυφλωτικό κόκκινο, πορτοκαλί και πινελιές από το χρώμα του μενεξέ. Ένα βιβλίο γίνεται γέφυρα για τη μετάβαση από το παλιό, στο νεογέννητο. “Τέλος εποχής” έγραψε με τις τελευταίες σταγόνες από το μελανοδοχείο που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι, ο Χρήστος Σιάφκος λίγο πριν το παραδώσει στο τυπογραφείο. Η μοναξιά αποκτά ξαφνικά άλλο χρώμα, πιο γλυκό, πιο ζωηρό. Ωστόσο, “πρέπει να έχεις κυριολεκτικά καταπιεί τον κόσμο για να την επιλέξεις, ώστε να μπορέσεις να βρεις το μεδούλι του και να το δώσεις πίσω ως λέξεις”, ομολογεί με το θάρρος ενός ανθρώπου που έχει συνειδητοποιήσει ότι “ο ζόφος κάνει παρέα με τη χαρά της ζωής” και ότι “η λύσσα είναι κάτι που πρέπει να ζεσταίνουμε πάντα μέσα μας”. Γιατί μόνο έτσι έρχεται το τέλος εποχής. Και η νέα εποχή μας χτυπάει πλέον αποφασιστικά την πόρτα…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

“Τέλος εποχής”, ο τίτλος της νέας σας γραπτής κατάθεσης που ξετυλίγεται σαν κουβάρι, στις 253 σελίδες της. Ποιο ήταν το έναυσμα για να την “φέρετε στη ζωή”;

Πάντα ήθελα να γράψω με αφορμή την καταγωγή της οικογένειας για όλο αυτό το πήγαιν’ έλα που συνέβαινε και που εξακολουθεί να συμβαίνει στα Βαλκάνια. Ειδικότερα, μιας κι ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στη νυν Αλβανία, για τη χώρα αυτή και για τους μειονοτικούς Έλληνες. Και στη συνέχεια, αφού δεν σκόπευα σε ιστορική πραγματεία αλλά σε μυθιστόρημα, πρόσθεσα την ερωτική ιστορία αλλά και τη μοναξιά του ήρωα.    

Σε ένα παράλληλο επίπεδο, σηματοδοτεί ίσως αλληγορικά και το τέλος εποχής που έχουμε ανάγκη σήμερα ατομικά και συλλογικά για να κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα δημιουργώντας ουσιαστικά από το σημείο 0;

Για μένα το “Τέλος εποχής” σηματοδοτεί μια ωριμότητα που ίσως άργησα να κατακτήσω. Σηματοδοτεί τη δυνατότητά μου στη συναισθηματική ελευθερία και όχι απλώς την αποδοχή, αλλά την απόλαυση της μοναξιάς. Κατά μία έννοια την αυτάρκεια. Όσο για το τέλος εποχής που ζούμε σήμερα, σας θυμίζω πως το έχουν ήδη ζήσει αρκετές γενιές Ελλήνων, αφού τίποτα επί της ουσίας δεν έχει αλλάξει από την εποχή που η ναυμαχία του Ναβαρίνου σηματοδότησε την ελληνική ελευθερία, αλλά μόνο και μόνο για να πληρωθούν τα δάνεια από τις ξένες δυνάμεις, τα οποία είχαν καταλήξει στις τσέπες των ημετέρων. Με λύπη μου διαπιστώνω ότι κάθε τρεις και λίγο συμβαίνουν τα ίδια.

Βασικός του πυλώνας είναι η μοναξιά, με τον πρωταγωνιστή να συνομιλεί με μια γάτα και να αποκωδικοποιεί τους ψιθύρους της θάλασσας. Έχουμε τα “κότσια” στην ιστορική περίοδο που διανύουμε, να αναμετρηθούμε με τη μοναξιά μας αντικρίζοντάς την κατάματα;

Αν αυτή η μοναξιά εμπεριέχει τη δημιουργία, τότε αποτελεί πανάκεια. Ατυχώς τα κότσια τα έχουν (τα είχαν από πάντα) λίγοι. Κι ύστερα πρέπει να έχεις κυριολεκτικά “καταπιεί” τον κόσμο για να την επιλέξεις, ώστε να μπορέσεις να βρεις το μεδούλι αυτού του κόσμου και να το δώσεις πίσω, στην περίπτωσή μου ως λέξεις.


Βάζοντας κανείς τις λέξεις στη σειρά ξεφυλλίζοντάς το, διαβάζει ότι “ο ζόφος κάνει παρέα με τη χαρά της ζωής”. Με ποιον τρόπο είναι εφικτό να συνυπάρξουν οι δύο αυτές διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος;

Συνυπάρχουν, γιατί υπάρχει πάντα το αντίτιμο. Η λύπη ακολουθεί τη χαρά ή το αντίθετο. Κάποτε η Μαλβίνα (Κάραλη) μου έλεγε πως δεν της αρκούσε η επιτυχία αν δεν την μοιραζόταν με άλλα δυο μάτια για να νιώσει υπερήφανη. Μέσα στην ευτυχία της υπήρχε εν σπέρματι ένα είδος δυστυχίας. Έχω νιώσει συχνά το ίδιο συναίσθημα.

“Πρέπει να κατέβουμε στους δρόμους και να αντιδράσουμε, να υπάρξει μαζική λύσσα”, έχετε δηλώσει στο παρελθόν. Λαμβάνοντας υπόψη μας τα όσα βιώνουμε, πιστεύετε ότι αυτή η αντίδραση εξακολουθεί να αποτελεί τη μόνη λύση για να κερδίσουμε ξανά τη ζωή μας;

Μα σίγουρα! Το θέμα όμως είναι πως θα υπάρχει πάντα αυτή η σιωπηλή μειοψηφία που ζυγίζει τα πράγματα με το καντάρι και σ’ αφήνει μόνο μπροστά στο ρόπαλο του κάθε μπάτσου. Παρά ταύτα οι κοινωνίες άλλαξαν, γιατί υπήρχαν κάποιοι που σ’ αυτό το ρόπαλο απαντούσαν μ’ ένα άλλο και με το εύρος της ψυχής τους. Η “λύσσα” είναι κάτι που πρέπει να ζεσταίνουμε πάντα μέσα μας και να το αφήνουμε να εκδηλώνεται όπου και όταν πρέπει, όπως έχουν γίνει τα πράγματα, συνεχώς. Η λύσσα πρέπει να εκδηλώνεται ως αντίδοτο για την φασισμό της καθημερινότητας.

            Η πλοκή του βιβλίου αφιερώνεται κατά ένα μεγάλο μέρος στον έρωτα. Πώς ορίζεται πλέον ο έρωτας; Είναι κάτι που φωλιάζει στην καρδιά ή κάτι που “κόβεται και ράβεται” στα μέτρα του συμφέροντος;

Υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που ερωτεύονται την “προίκα”. Για ό,τι με αφορά, έχω αντιπαρέλθει μπόλικες και έχω επίσης συχνότατα σπάσει τα μούτρα μου. Θέλω να πιστεύω πως η συντριπτική πλειοψηφία, ειδικά ανάμεσα στους νέους ανθρώπους, δεν ερεθίζεται από τα μετρητά αλλά από ένα ζευγάρι μάτια. Εν κατακλείδι δεν έχει σημασία αν το κλουβί είναι χρυσό αφού κάποια στιγμή, όσο βόιδι και να ‘σαι, θα δεις τα κάγκελα. 


“Όμως δεν έπαιζε ένα ρόλο πια, ήταν απλώς ο εαυτός του”, σας ακούμε να λέτε μέσω της εν λόγω αφήγησης. Είμαστε στις μέρες μας αρκετά δυνατοί, έτσι ώστε να ορθώνουμε καθημερινά το ανάστημά μας με γνώμονα τον αληθινό μας εαυτό, με οποιοδήποτε κόστος;

Μα αυτό είναι το αιτούμενο. Ήταν από πάντα. Κι αυτή πρέπει να είναι η καθημερινή μας άσκηση: το να λέμε όχι σ’ ό,τι μας προσβάλει, σ’ ό,τι θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο να είμαστε πιο λίγοι. Προσπαθώντας παράλληλα να διορθώνουμε τον εαυτό μας, διότι δεν έχει νόημα να λες “είμαι γάιδαρος και σ’ όποιον αρέσω”.

Τι θεωρείτε ότι ενδείκνυται να επιλέξει η νέα γενιά στην Ελλάδα; “Λιακάδα στον ουρανό” παραμένοντας στη χώρα μας ή “λιακάδα στην τσέπη” αναζητώντας την τύχη τους στο εξωτερικό;

Όταν τέλειωσα τις σπουδές μου, προ αμνημονεύτων, στην Ιταλία, δούλευα ήδη σε εφημερίδα και σε διάστημα τριών μηνών θα γινόμουν μέλος της ένωσης Ιταλών δημοσιογράφων. Η προσωπική ζωή τσούλαγε μια χαρά, η καριέρα μου επίσης. Όμως η Ελλάδα λειτουργούσε μέσα μου με αποτέλεσμα να νιώθω μοιρασμένος ανάμεσα στις δυο χώρες και κατά συνέπεια άπατρις. Επέστρεψα, γιατί ήμουν ζυμωμένος μ’ αυτά που ο πατέρας μου αποκαλούσε “άγια χώματα”. Πιστεύω πως όλοι κάποια στιγμή επιστρέφουν, γιατί η παγκοσμιότητα ως αντίπαλο δέος δεν έχει τη “λιακάδα της ψυχής”. 


Έχετε ήδη σκεφθεί το θέμα του επόμενου βιβλίου σας ή απλά θα αφεθείτε στη θέληση των λέξεων, να σας πάνε χωρίς πυξίδα εκεί που εκείνες επιθυμούν περισσότερο;

Παίζει στο κεφάλι μου μια ερωτική ιστορία, της οποίας τα νήματα της μνήμης θα πυροδοτεί ο νεκρός πια πρωταγωνιστής της. Μια σκιά που θα αναγκάζει μια γυναίκα να αναμετρηθεί με το παρελθόν της και με τα “θέλω” της που δεν άντεξε να ικανοποιήσει. Γιατί η εξωτερική συνθήκη, όπως την είχε γιγαντώσει στο κεφάλι της, δεν της το επέτρεψε. Δεν ξέρω πότε θα στρωθώ ξανά στο γράψιμο, φαντάζομαι σύντομα. Μέχρι τότε, στη ραστώνη του ήλιου. Και βλέπουμε…


*Το βιβλίο του Χρήστου Σιάφκου, “Τέλος εποχής”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Διαβάστε στον ακόλουθο σύνδεσμο, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου