Απαλές νιφάδες χιονιού με συντροφεύουν σε όλη τη διαδρομή
με το αυτοκίνητο με κατεύθυνση προς το βουνό. Οδηγώντας, ρίχνω κλεφτές ματιές
έξω από το παράθυρο και τσακώνω τον εαυτό μου να χαίρεται σαν μικρό παιδί
αντικρίζοντας το τοπίο να “φοράει” σε κλάσματα δευτερολέπτου την ολόλευκή του
φορεσιά. Από τη θέση του συνοδηγού μου
κλείνει συνωμοτικά το μάτι η “Η Νύχτα της Πηνελόπης: Το
Ημερολόγιο ενός Αλκοολικού”. Το
βιβλίο με το λευκό εξώφυλλο, που αποτέλεσε αφορμή να γνωρίσω καλύτερα μια γυναίκα που πάλεψε, παλεύει και θα
παλεύει καθημερινά να υπερβαίνει τον εαυτό της και να αναμετράται με την
ανεξάντλητη δύναμη μέσα της. Δύναμη που κρύβει μέσα του ο καθένας μας,
αρκεί να βρίσκει το θάρρος και την τόλμη να ακούει αυτά που του ψιθυρίζει η
ψυχή του σε κάθε του βήμα. Εντοπίζοντας το σπίτι στην απόχρωση που παίρνει ο
ουρανός το δειλινό, λίγο πριν ο ήλιος βυθιστεί στη θάλασσα, διασχίζω την όμορφη
αυλή με τις χιονισμένες γλάστρες των λουλουδιών και τη βλέπω να με περιμένει
χαμογελαστή στο άνοιγμα της πόρτας. Ο ζεστός τρόπος που με αγκαλιάζει, μου
δίνει αμέσως να καταλάβω, ότι έχει να μου πει πολλά και σε λίγα μόλις λεπτά
έχουμε πάρει τις θέσεις μας στον καναπέ, με τους δύο χνουδωτούς, λευκούς γάτους
της να περιφέρονται στα πόδια μας, και μηλόπιτα και αχνιστός καφές να βρίσκονται
τοποθετημένα με τάξη στο τραπέζι μπροστά μας.
Συνέντευξη
στη Βίκυ Καλοφωτιά
Κρατώντας στα χέρια μου το βιβλίο της, το πρώτο πράγμα
που νιώθω την ανάγκη να τη ρωτήσω, είναι ο λόγος για τον οποίο πήρε την απόφαση
να βουτήξει την πένα στο μελάνι και να αρχίσει να ξεδιπλώνει λέξη προς λέξη τη
ζωή της. Ποια ήταν η στιγμή εκείνη, που
είπε στον εαυτό της “Πηνελόπη, ήρθε η ώρα
να γράψεις την ιστορία σου στο λευκό χαρτί, και να τη μοιραστείς με άλλους
ανθρώπους”;
«Είναι
ένα βιβλίο, όπου τολμάω και μιλάω για πολλά πράγματα, για σχέσεις, για σκέψεις,
για συναισθήματα, και όχι μόνο για την περιπέτειά μου στον κόσμο του αλκοόλ. Πρόκειται δηλαδή για ένα βιβλίο-ψυχογράφημα», είναι
το πρώτο πράγμα που μου απαντά και συνεχίζει να ξετυλίγει σταδιακά την ιστορία
της.
»Δεν
υπάρχει ένας άνθρωπος που λέει “εγώ μια μέρα θέλω να γίνω αλκοολικός”. Δεν
είναι κάτι που το προγραμματίζεις και σαφώς δεν ήταν ποτέ μέσα στις προσδοκίες
μου. Και βέβαια δεν χάθηκαν όλα τα
χρόνια της ζωής μου πίσω από μπουκάλια. Όταν βρέθηκα στα λεγόμενα “δωμάτια
απεξάρτησης” ξεκινώντας τον αγώνα μου για να απελευθερωθώ από τα “πλοκάμια” του
αλκοόλ, συνειδητοποίησα ότι τελικά ο
λόγος που με έκανε να περάσω μέσα από αυτό το μονοπάτι, ήταν για να βρω τη
δύναμη να μεταφέρω το μήνυμα ότι ναι, γίνεται να το ξεπεράσει κανείς και να
αρχίσει να ζει στο έπακρο όλες τις στιγμές της ζωής του! Μέχρι εκείνη τη
στιγμή, δεν είχα το θάρρος να μιλήσω λέγοντας όλα όσα αισθάνομαι και αδυνατούσα
να συγχωρέσω τον εαυτό μου για το σημείο, στο οποίο είχα φτάσει. Γι’αυτό ήπια. Για να έχω το θάρρος να λέω πλέον αυτά που αισθάνομαι, και η αλήθεια είναι
ότι μεθυσμένη είπα πολλά. Μετά μου
έμεινε το θάρρος και συνέχισα να τα λέω πλέον και ξεμέθυστη. Ξεκινώντας
λοιπόν να γράφω, ένιωθα ότι η ανάγκη μου να ειπωθούν πράγματα που είχα εδώ και
πολλά χρόνια μέσα μου, γινόταν κάθε μέρα και μεγαλύτερη. Και όταν έγραφα, ήλπιζα
να υπάρχει ακροατήριο και κάποια στιγμή να τα ακούσει, να τα διαβάσει. Μου
αρέσει να εκθέτω τη ζωή μου, με την έννοια ότι με κάνει υπεύθυνη γι’αυτήν.
Κοινοποιώ τα πράγματα, γιατί αυτό με κάνει να είμαι συνεπής στο λόγο μου. Και
αυτό ακριβώς έδειξε η ζωή μου. Τουλάχιστον έτσι τα καταφέρνω εγώ».
Σκέφτομαι τα όσα μου εμπιστεύεται για να τα μεταφέρω μέσα
από την πένα μου στους αναγνώστες και αναβλύζουν από μέσα μου τόσες απορίες –οι
οποίες ζητούν διακαώς να έρθουν στο φως– που κοιτώντας τα χαρτιά που έχω δίπλα
μου, όπου έχω σημειώσει τις ερωτήσεις προς εκείνη, συνειδητοποιώ ότι την ίδια
ακριβώς στιγμή γεννιούνται μέσα μου κι άλλες τόσες. Η μία μετά την άλλη. Και οι
δείκτες του μπρούντζινου ρολογιού απέναντι στον τοίχο, μου επιβεβαιώνουν ότι
υπάρχει στη διάθεσή μας άπλετος χρόνος για να απαντηθούν όλες τους. Εδώ και
τώρα.
Πολλές
φορές στη ζωή, χρειάζεται να βρίσκουμε το θάρρος να “τσαλακωνόμαστε” για να
συναντηθούμε με τον πραγματικό μας εαυτό και ενώνοντας ένα-ένα τα κομμάτια του,
να τον “συναρμολογήσουμε” από την αρχή. Θεωρείτε ότι κάτι τέτοιο συνέβη και σε εσάς;,
ακούω τον εαυτό μου να αναρωτιέται.
«Θεωρώ ότι γεννήθηκα “τσαλακωμένη” στη ζωή
έτσι κι αλλιώς. Από τότε που ήμουν μικρή, όση άγνοια και να είχα και ό,τι
κι αν είχα υποστεί, ανέκαθεν γνώριζα ότι το πρόβλημά μου ήταν να προσπαθώ να
μην είμαι “τσαλακωμένη”. Για χρόνια
πάλευα να βρω τον τρόπο του πώς να “ισιώσω”, γιατί έβλεπα έναν κόσμο που ήθελε
να είναι “γυαλιστερός” και με κάποιον τρόπο έπρεπε να γίνω κι εγώ έτσι, δήθεν
“γυαλιστερή”. Τελικά όμως κατέληξα
πως έτσι είμαι εγώ και νιώθω καλά στο “τσαλακωμένο”. Η απομυθοποίηση της Πηνελόπης είναι το πρώτο
πράγμα που εμένα με “στρώνει” και ο αυτοσαρκασμός μου είναι ένα από τα στοιχεία
που με βοηθούν να μην παίρνω τον εαυτό μου τόσο στα σοβαρά. Βέβαια σαν
αυθόρμητος τύπος που είμαι, έχω κάνει τις γκάφες μου, έχω πει κάποια πράγματα
που δεν τα εννοούσα έτσι όπως ειπώθηκαν, αλλά που έτσι μου βγήκαν εμένα μέσα
από τη δική μου απομυθοποίηση».
Μιλώντας μου για την “τσαλακωμένη” εκδοχή του εαυτού της,
η συζήτηση έστρεψε τις “κεραίες” της προσοχής της στις ανθρώπινες σχέσεις, σε όσους επιτρέπουμε να λειτουργούν
χειριστικά απέναντί μας και στο πότε
είναι η κατάλληλη στιγμή για να τους απομακρύνουμε από τη ζωή μας.
«Μιλάς
σε έναν άνθρωπο, όσο πιστεύεις ότι μπορεί να αλλάξει κάτι. Όταν σταματάς να
μιλάς, δεν σημαίνει ότι ο άλλος έχει καταλάβει, σημαίνει απλά ότι δεν υπάρχει
πια κάτι άλλο να πεις, δεν υπάρχει διαπραγμάτευση, δεν υπάρχει βελτίωση. Ό,τι βελτιώνεις, είναι μόνο ο εαυτός σου
και σαφέστατα και δεν μπορείς να το κάνεις για τον άλλον. Πιστεύω πλέον ότι
όταν δεν τα βρίσκουμε με κάποιον, είναι προτιμότερο να απομακρυνόμαστε από αυτό
που μας φθείρει. Δεν υπάρχει απολύτως κανένα νόημα στο να παραμένεις σε μια
τέτοια κατάσταση. Ο άνθρωπος που έχει
μάθει να σε χειρίζεται, όταν πλέον καταφέρεις να σταθείς στα πόδια σου, μετά
δεν του χρειάζεσαι, τι να σε κάνει; Είσαι πια “άχρηστο προϊόν” για εκείνον.
Οι άνθρωποι είναι “αρπακτικά”. Ίσως κι εγώ να είχα αυτή την εικόνα πριν
ξεκινήσω όλη αυτή τη διαδρομή της αυτογνωσίας. Δυστυχώς, αν δεν συμπλέεις με
τους ανθρώπους που ζεις και συναναστρέφεσαι, είναι δύσκολο να συνυπάρξεις, που
σημαίνει ότι είναι ακατόρθωτο πλέον να μπορέσεις να τα ξαναβρείς μαζί τους».
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του βιβλίου της, διαβάζω για μια γυναίκα που έφερε στον κόσμο δυο
παιδιά, πλήρως συνειδητοποιημένη για την επιθυμία της να γίνει μητέρα. Μια
γυναίκα που έπαιξε μαζί τους, τα αγκάλιασε, τα λάτρεψε και στο δίλημμα αν θα
αφήσει πίσω της την καριέρα της ως ηθοποιός ή αν θα μείνει στο σπίτι μαζί τους
για να τα μεγαλώσει, εκείνη επέλεξε χωρίς δεύτερη σκέψη το δεύτερο. Για την
ακρίβεια ποτέ δεν τέθηκε για εκείνη αυτό το δίλημμα, γιατί πολύ απλά η απάντηση
δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι διαφορετική. Όχι όταν πρόκειται για τα παιδιά της, που μαζί με την αξιοπρέπειά
της, ήταν ο λόγος και το κίνητρο για να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες
εμφανίστηκαν κατά μήκος της διαδρομής.
«Ήθελα
να γίνω μητέρα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και όταν τελικά τα κατάφερα,
ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στον κόσμο! Ακόμη και σήμερα, που τα
παιδιά έχουν πια μεγαλώσει και είναι φοιτητές, κάθε φορά που έρχονται στο σπίτι
μας από την περιφέρεια, όπου σπουδάζουν, ξαναγίνομαι η μαμά που ήμουν για
εκείνα, την εποχή που ήταν μικρά. Η μαμά του σχολείου, η μαμά που μαγειρεύει,
που τους ψωνίζει πράγματα, που τους φροντίζει. Είναι παιδιά που έχουν παίξει
πάρα πολύ μαζί μου. Μου έλεγε θυμάμαι η κόρη μου “Μαμά, περιμένουμε πότε θα
κοιμηθείς για να ξεκουραστούμε!”. Εγώ δεν
είχα παίξει πολύ όταν ήμουν μικρή, μπήκα από νωρίς στο στάδιο της ωριμότητας,
κι έτσι όταν έκανα παιδιά η αγωνία μου ήταν να παίξω μαζί τους, για να χαρώ κι
εγώ, εκτός βέβαια του να χαρούν πρώτα απ’όλα εκείνα! Ήμουν πολύ
συνειδητοποιημένη για τη μητρότητά μου και το ήθελα πάρα πολύ! Θυμάμαι μάλιστα
ότι όταν τα παιδιά ήταν 12 ετών, πήγα μέχρι και σε Σχολή Γονέων! Και όταν
επέστρεφα στο σπίτι, με ρωτούσαν “Μαμά, τι σου έμαθε η δασκάλα;” Είμαι ευγνώμων
για όλα όσα έμαθα εκεί και είμαι επίσης ευγνώμων για το κουράγιο μου να το κάνω
και αυτό, έχω να προσθέσω τώρα! Αυτό λέω
σήμερα χωρίς βέβαια ίχνος εγωκεντρισμού. Πάντα με εκπλήσσω και δεν θα με βαρεθώ ποτέ!».
Κοιτάζοντας έξω από την τζαμαρία που εκτείνεται από άκρη
σε άκρη του σαλονιού, παρατηρώ τις νιφάδες του χιονιού να πέφτουν πιο πυκνές. Η
φωτιά στο τζάκι απλώνει στο χώρο του σαλονιού, όπου καθόμαστε, μια γλυκιά
ατμόσφαιρα θαλπωρής. Κι εκείνη συνεχίζει να μου μιλά. Κι έχει να μου πει ακόμη
πολλά. Για την επιλογή της να αφήσει τη δημοσιογραφία, που σπούδασε αρχικά,
αποφασίζοντας ότι αυτό για το οποίο χτυπάει πραγματικά η καρδιά της, είναι το
θέατρο. Για την επιστροφή της στο χώρο
μετά από δεκαοκτώ χρόνια. Για τις εντονότερες
αναμνήσεις της από την καλλιτεχνική της πορεία.
«Από
πολύ νωρίς κατάλαβα ότι η δημοσιογραφία δεν ήταν αυτό που ήθελα πραγματικά να
κάνω παρόλο ότι το σπούδασα ξεπερνώντας το εμπόδιο της δυσλεξίας μου. Κι έτσι έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Εθνικό Θέατρο
ξεκινώντας να παίζω σε παραστάσεις και να εξασκώ αυτό που αγαπώ. Οι
εντονότερες αναμνήσεις μου είναι η πρώτη φορά που έπαιξα σε πρωταγωνιστικό ρόλο
–φοιτήτρια ακόμη– όπου υποδύθηκα την Τρισεύγενη του Κωστή Παλαμά, όλες οι φορές
που βρέθηκα να παίζω στη σκηνή του Εθνικού και όταν ενσάρκωσα την Αγαύβη στις
“Βάκχες” του Ευριπίδη, στην Κύπρο. Μετά από αρκετά χρόνια, όταν αποφάσισα ότι
ήθελα να αφοσιωθώ στο ρόλο της μητέρας, αποσύρθηκα και η πρώτη μου επαφή με την
υποκριτική στο στάδιο μετά την επιστροφή μου, ήταν σε ένα επεισόδιο της σειράς
“Εργαζόμενη Γυναίκα”, όπου με κάλεσε η Ελένη Ράντου και υποδύθηκα μια
αεροσυνοδό. Είχε πολύ κουράγιο η Ελένη,
για να προτείνει σε κάποιον που είχε να παίξει 18 ολόκληρα χρόνια, να
εμφανιστεί σε ρόλο δίπλα της… Θυμάμαι σαν σήμερα το πόσο άγχος είχα, μήπως
κάνω λάθη και μήπως δεν βγω σωστά. Εκείνη όμως με εμπιστεύτηκε.
»Στο
θέατρο, διαπιστώνω ότι οι παραστάσεις της “πρώτης γραμμής”, το λεγόμενο “In Broadway” θέατρο, δεν δείχνει να με θέλει.
Βέβαια δεν έχω χτυπήσει κι εγώ καμιά πόρτα, αλλά αν ήθελαν, γνωρίζοντας ότι έχω
πλέον επιστρέψει, θα ήταν πολύ εύκολο να με βρουν. Αλλά ακόμη κι έτσι, δεν τα παρατάω ποτέ! Είπαμε, άλλωστε ότι ποτέ δεν σταματώ να με εκπλήσσω, κι
έτσι πρόσφατα έκανα αίτηση, στα 55 μου χρόνια, για να με πάρουν στο Εθνικό,
αλλά δεν μου απάντησαν. Σημασία για εμένα όμως δεν έχει το αποτέλεσμα, αλλά το
γεγονός ότι το τόλμησα!».
Η συζήτηση έρχεται ξανά στο βιβλίο της. Αυτό που της
θύμισε το πόση δύναμη κρύβει μέσα της και του οποίου ο αρχικός τίτλος ήταν “ολιγωρέω”,
“φροντίζω δηλαδή λίγο τον εαυτό μου”,
όπως μου τόνισε. Μέσα στις σελίδες του θίγει και το θέμα των προσωπικών ορίων. Όρια που για πολλά χρόνια δυσκολευόταν να
θέσει. Σε φίλους, γνωστούς, αλλά και στην ίδια την οικογένειά της. Μέχρι
που η ίδια η ζωή της έστειλε απαιτητικές καταστάσεις προκειμένου να μπορέσει
επιτέλους να πει το πολυπόθητο “ως εδώ
και μη παρέκει!”. Μία από αυτές είναι και η παλαιότερη περιπέτειά της με το
αλκοόλ.
«Το θέμα των ορίων ήταν και εξακολουθεί να
είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο μάθημα της ζωής για εμένα. Ακόμη το παλεύω,
αλλά σε σύγκριση με το πώς ήμουν πριν από κάποια χρόνια, είμαι σε πολύ καλύτερη
κατάσταση. Πλέον λέω αρκετά “όχι” και
όταν το λέω, νιώθω τεράστια χαρά και ανακούφιση που το τόλμησα! Με ζορίζει
βέβαια ακόμη να το πω με τη μία, αλλά το λέω. Παλαιότερα έλεγα το “όχι” μόνο
όταν ήμουν μεθυσμένη. Πλέον σε ό,τι αφορά τα όρια, η σύγκρουση δεν είναι
“μετωπική”. Τα θέτω πριν οι άλλοι εισβάλλουν στο ζωτικό μου χώρο και αρχίσω να
ασφυκτιώ. Τελικά φαίνεται ότι είμαι όντως ένα δυνατό “όχημα”, όπως μου λένε και
κάποιοι φίλοι μου. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό
που με τρόμαζε περισσότερο στη ζωή μου, ήταν η δύναμη και όχι η αδυναμία μου, παρά
το ότι ήμουν πάρα πολύ ευαίσθητη και
ευάλωτη. Νομίζω ότι ανήκω στους ανθρώπους εκείνους, που αναγεννιούνται από τις
στάχτες τους, σαν το φοίνικα».
“…κανείς
δεν ήθελε να ακούσει ό,τι διαφέρει…”,
αναφέρεται
σε κάποιο σημείο της “Νύχτας της
Πηνελόπης”. Με ποιον τρόπο πιστεύει
ότι είναι εφικτό να εξακολουθεί κανείς να εκφράζει τη διαφορετικότητά του ακόμη
κι αν αυτό σημαίνει ότι σταδιακά απομονώνεται από το “γενικά παραδεκτό”; Αυτή
είναι η αμέσως επόμενη ερώτησή μου. Και σπεύδει να μου την απαντήσει με την ειλικρίνεια και την ευθύτητα που υπάρχουν
μέσα της σε αφθονία.
«Ήμουν
διαφορετική από την εποχή που πήγαινα στο δημοτικό και μάλιστα θυμάμαι ότι μου
έλεγαν πως ο τρόπος σκέψης μου ήταν πολύ προχωρημένος. Μέχρι και σήμερα όμως, με καθιστούν διαφορετική πολλά στοιχεία του
χαρακτήρα μου, όπως η δυσλεξία μου, το ότι δέχομαι τις διαφορετικές σχέσεις,
δέχομαι τα ομόφυλα ζευγάρια, δέχομαι όλους τους διαφορετικούς. Επίσης, δεν
μπορώ να κάνω τίποτε σπρώχνοντας, κλωτσώντας και χρησιμοποιώντας, και δεν
“φιλάω” τα πάντα για να μοιάζω λαμπερή. Έχω το δικό μου φως και το έχω εκεί που
λάμπει. Και αυτό το φως το έχει κάθε άνθρωπος, όταν θέλει να το δει. Περίτρανα, λοιπόν λέω ότι, ναι, είμαι
διαφορετική! Είμαι αυτό που είμαι και η διαφορετικότητά μου είναι ότι είμαι
πάντοτε ο εαυτός μου και πάντοτε ελεύθερη σε ό,τι κάνω. Ωστόσο, δεν
αισθάνθηκα ποτέ ότι με έθεσαν στο περιθώριο, γιατί πολύ απλά αυτούς που “δεν με
έπαιζαν”, δεν τους έπαιζα ούτε εγώ. Δεν είχα να πω τίποτε μαζί τους, ούτε
εκείνοι με εμένα».
Όσο περισσότερο την παρατηρώ, τόσο πιο έντονα διαπιστώνω,
ότι αυτά που λέει, αυτά που νιώθει, όλα όσα πρεσβεύει και όλα όσα την έκαναν
τον άνθρωπο που είναι σήμερα, τα χρωστά
στη δύναμή της να τιμά τον αληθινό της εαυτό και να βρίσκει τη δύναμη να προχωρά
μπροστά. Ό,τι κι αν συμβαίνει. Μια όμορφη γυναίκα, της οποίας το πρώτο
μέλημα δεν είναι να είναι όμορφη, όπως μου λέει την ώρα που πίνω την τελευταία
γουλιά του καφέ μου. «Αυτό που με αγγίζει πλέον πραγματικά, είναι
το να μου πει κάποιος “τι ωραίος άνθρωπος που είσαι”. Αυτό μου αρκεί
για να νιώσω όμορφα, γιατί αυτό είναι για εμένα, εκείνο που αξίζει αληθινά».
Λίγο πριν κλείσω το δημοσιογραφικό μου μαγνητοφωνάκι, ενώ
έξω έχει αρχίσει εδώ και κάμποση ώρα να σουρουπώνει, της ζητώ να μου αποκαλύψει
τα επόμενα σχέδιά της. Αλήθεια, έχει ήδη
σκεφτεί το θέμα για το επόμενο βιβλίο της;
«Έχω στο μυαλό μου άλλα τρία βιβλία, που
ήθελα ανέκαθεν να τα γράψω. Μια νουβέλα –η οποία θα είναι μια σειρά από
διηγήματα, που θα βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, με μυθιστορηματική χροιά–
ένα παιδικό παραμύθι, που σκέφτηκα με αφορμή το γιο μου και έχω ήδη γράψει τις
δέκα πρώτες σελίδες του, και ένα τρίτο βιβλίο που θα ήθελα να έχει σχέση με τη
φωτογραφία. Έχω ξεκινήσει εδώ και λίγο καιρό σεμινάρια φωτογραφίας και θα ήθελα
να γράψω κάποια στιγμή για όλα αυτά που φωτογραφίζω.
Και αυτή την περίοδο γράφω το θεατρικό έργο βασισμένο στη “Νύχτα της
Πηνελόπης”, το οποίο πιστεύω ότι θα το έχω τελειώσει μέχρι το Μάρτιο , και το
Νοέμβριο πρόκειται να ανέβει η θεατρική παράσταση, αν βέβαια όλα πάνε καλά.
Θα είναι ένα έργο, όπου θα συμμετάσχω
και ως ηθοποιός πάνω στη σκηνή έχοντας μαζί μου τη Γεωργία Ζώη, την οποία
εκτιμώ πολύ, έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν και μας ενώνουν φιλικοί,
αρχιτεκτονικοί και υποκριτικοί δεσμοί. Όλοι οι άλλοι που θα μας συνοδεύσουν επί
σκηνής, θα βρεθούν τους επόμενους μήνες και το Σεπτέμβριο φιλοδοξούμε να
μπορέσουμε να ξεκινήσουμε τις πρόβες».
Βρίσκομαι πια στο αυτοκίνητο, στη διαδρομή της επιστροφής,
έχοντας στις “αποσκευές” της ψυχής μου πολύτιμα λόγια, εικόνες, σκέψεις, κι ένα
σωρό συναισθήματα μετά από την ξεχωριστή αυτή συνάντηση, στο σπίτι με την
απόχρωση που παίρνει ο ουρανός το δειλινό, λίγο πριν ο ήλιος βυθιστεί στη
θάλασσα.
«Ο
κόσμος με τρομάζει πια. Τον κόσμο φοβάμαι. Έχουμε σηκώσει τα “συρματοπλέγματά” μας. Και τοίχους. Βέβαια αφήσαμε
κάτι τρύπες για να βλέπουμε, και αυτό με γεμίζει ελπίδα. Έστω
κι αν πρόκειται για μικρές, πολύ μικρές χαραμάδες»,
μου εκμυστηρεύτηκε την ώρα που με ξεπροβόδιζε.
Και κάτι μέσα μου μου λέει, πως όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που δεν διστάζουν να συμφιλιωθούν με την
“τσαλακωμένη” πλευρά του εαυτού τους και να την χρησιμοποιήσουν ως πυξίδα
για να ανακαλύψουν εκ νέου την απεριόριστη δύναμή τους, συμπαρασύροντας κι
άλλους στο να το πράξουν, η ελπίδα
πάντοτε θα είναι εκεί και θα αναζωπυρώνεται με κάθε φύσημα του αέρα. Έστω
κι αν αυτός ο αέρας προκαλεί στην αρχή καταιγίδα και βυθίζει την ψυχή προσωρινά
σε νύχτα…
…γιατί δεν θα
αργήσει να έρθει η στιγμή, που θα εμφανιστεί στη ζωή μας η πιο όμορφη λιακάδα,
που σαν κι αυτήν δεν θα έχουμε ξαναδεί άλλη ποτέ! Και η κάθε μέρα μας θα είναι φωτεινή, τόσο φωτεινή που θα σβήσει
μονομιάς όλα τα σκοτάδια που χρειάστηκε να διανύσουμε, μέχρι να την φέρουμε στη
ζωή μας! Και θα την αγκαλιάσουμε! Σφιχτά! Κι εκείνη θα παραμένει εκεί!
Πάντοτε..! Γιατί πλέον, θα έχουμε συνειδητοποιήσει την αληθινά λαμπερή μοναδικότητά της...!
*Το βιβλίο της Πηνελόπης
Σταυροπούλου ““Η Νύχτα της Πηνελόπης: Το Ημερολόγιο ενός Αλκοολικού”
κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις “iWrite”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου