Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Σοφία Δημοπούλου: «Είμαι από αυτούς που βλέπουν “το ποτήρι μισογεμάτο”, γιατί έτσι παίρνω κουράγιο για να το γεμίσω ως επάνω!»



Η ζωή θέλει δράση, περιπέτεια, κυνήγι και θάρρος για να την κοιτάξεις στα μάτια. Θέλει γενναιότητα, τόλμη και τσαγανό για να την αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπο, ιδίως όταν νιώθεις πιο αδύναμος από ποτέ. Θέλει να βγάζεις το σπαθί από το θηκάρι, όχι για να δώσεις άσκοπες μάχες, αλλά για να ξεριζώσεις κάθε είδους εμπόδιο που ξεπηδά ξαφνικά στο δρόμο σου σαν δράκος. Θέλει να τρέχεις με γρήγορες δρασκελιές ξωπίσω της για να την προλάβεις πριν σου φύγει, και την χάσεις για πάντα. Θέλει να την πιάνεις από το χέρι και να της ψιθυρίζεις όλα όσα θέλεις να κατακτήσεις, όλα όσα ονειρεύτηκες, ονειρεύεσαι και θα ονειρευτείς το κάθε πολύτιμο λεπτό της υπόλοιπης ζωής σου. Περπάτα κοντά της, μαζί της και πλάι της, και όχι κοιτάζοντάς την από “απέναντι”, σαν σκοτεινό φάντασμα του εαυτού της. Γιατί τότε γίνεται αμείλικτη…

 
…σκέψεις που πλημμυρίζουν το μυαλό μου, καθώς κλείνω και την τελευταία σελίδα του τέταρτου μυθιστορήματος της Σοφίας Δημοπούλου, το οποίο στάθηκε αφορμή για να τους δώσω μορφή, λόγο και υπόσταση. “Η ζωή απέναντι” δηλώνουν τα γράμματα που σχηματίζουν στο εξώφυλλο τον τίτλο του. Και απαιτείται ατσάλινη αντοχή για να κάνεις κάτι τέτοιο. Γιατί κάθε φορά που εμφανίζεται το “απέναντι”, το “μαζί” κάνει φτερά και οι συνέπειες είναι ισοπεδωτικές για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Διψάει, όμως για το “μαζί” η ζωή, και θέλει “να είσαι από αυτούς, που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, για να πάρεις κουράγιο να το γεμίσεις ως επάνω”, όπως μου δηλώνει η συγγραφέας στην μεταξύ μας κουβέντα. Και το κουβάρι αρχίζει σιγά-σιγά να ξετυλίγεται…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

Ποια ήταν η καθοριστική ώθηση, που σας έκανε να “βάλετε πλώρη” για τη συγγραφή του τέταρτου κατά σειρά μυθιστορήματός σας, με τον τίτλο “Η ζωή απέναντι”;

Ήθελα να γράψω μια ιστορία για εκείνη την εποχή, της δεκαετίας του ’70, από την οποία και η ίδια έχω μνήμες και η οποία δεν έχει, πιστεύω, αξιοποιηθεί λογοτεχνικά. Δεν υπήρξε κάτι συγκεκριμένο που με ώθησε σ’ αυτό, μάλλον ήταν η ανάγκη μου να αναμοχλεύσω τις δικές μου αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο.  

Ένα σημαντικό σκέλος της πλοκής διαδραματίζεται κατά την περίοδο της Χούντας στην Ελλάδα. Το δημοκρατικό πολίτευμα “στραγγαλίζεται” από τη δικτατορία. Κρίνοντας από το τι επικρατεί στην πολιτική σκηνή στη χώρα μας εδώ και αρκετές δεκαετίες, μήπως συμβαίνει κάτι αντίστοιχο, με τρόπο συγκεκαλυμμένο;

Αν και δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την περίοδο εκείνης της Χούντας με την σύγχρονη πολιτική και οικονομική κατάσταση, υπάρχουν εντούτοις αρκετές ομοιότητες. Οι άνθρωποι δεν είναι ευτυχισμένοι ούτε στη μια, ούτε στην άλλη περίπτωση. Στη Χούντα γιατί περιορίζονται οι ελευθερίες τους από το καθεστώς, στην τωρινή κατάσταση από την οικονομική δυσπραγία που τους περιορίζει τη δυνατότητα κίνησης, εργασίας, ακόμα και μόρφωσης. Βιώνουμε κατά κάποιο τρόπο μια οικονομική δικτατορία. Κι αυτό δεν είναι μια φυσιολογική κατάσταση για τους πολίτες, αφού περιορίζονται και πάλι ατομικά τους και αναφαίρετα δικαιώματα

Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στην ιστορία των χάρτινων ηρώων σας, και ως ποιο σημείο νιώθετε ότι ταυτίζεστε με δυο από τους βασικούς χαρακτήρες, τη Δάφνη και την Άννα;

Πέρα από αναμνήσεις δικές μου που ενσωματώθηκαν, αναμνήσεις από τον τρόπο που ζούσαμε τότε, δεν υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κάποια από τα γεγονότα είναι πραγματικά –και δεν εννοώ τα ιστορικά γεγονότα, αλλά τα περιστατικά που συνέβησαν πίσω από την επίσημη Ιστορία–, τα περισσότερα όμως είναι φανταστικά. Παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει να πω πως η μικρή ηρωίδα που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο κομμάτια της ιστορίας, η Δάφνη, έχει τη δική μου ηλικία και τη δική μου ψυχοσύνθεση και είναι η φωνή μου μέσα στο βιβλίο. Είναι σαν να ξαναζώ το παρελθόν μέσα από τη δική της ζωή.

 
Έχετε αναφέρει ότι τα επιγράμματα που ανοίγουν το κάθε κεφάλαιο, είναι από το “Μικρό Ναυτίλο” του Οδυσσέα Ελύτη, και ότι “κάθε του λέξη γίνεται βάρκα για να πλεύσουμε προς τις δυσεύρετες κόχες μιας οδύνης που αξιώνει αισιοδοξία…”. Αλήθεια, κατά πόσο ανήκετε στους ανθρώπους εκείνους, που βλέπουν το “ποτήρι μισογεμάτο”; 

Είμαι από τη φύση μου αισιόδοξος άνθρωπος· πολλές φορές αυτή η θετική στάση απέναντι στις δυσκολίες με έχει διασώσει. Ναι, είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που βλέπουν “το ποτήρι μισογεμάτο”, γιατί έτσι παίρνω κουράγιο για να το γεμίσω ως επάνω. Πιστεύω και προσδοκώ το καλύτερο, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου και για το χειρότερο, ξορκίζοντάς το.   

Όταν βάλατε και την τελευταία τελεία στο εν λόγω βιβλίο, ποια συναισθήματα υπερτέρησαν μέσα σας, και ποια θα επιθυμούσατε να αφυπνιστούν στους αναγνώστες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, στις σελίδες του;

Όταν τελείωσα το βιβλίο, είχα την αίσθηση πως είχα ονειρευτεί την παιδική μου ηλικία. Είχα μια γλυκόπικρη γεύση από εκείνη τη δύσκολη εποχή που για εμένα όμως ήταν τα πιο ξέγνοιαστα χρόνια της ζωής μου. Δεν ήθελα να αφυπνίσω κανέναν μ’ αυτό το βιβλίο, όπως και με κάθε βιβλίο που γράφω, ούτε να διδάξω τον αναγνώστη Ιστορία. Τις δικές μου συναισθηματικές αποσκευές θέλησα να ακουμπήσω για να μην με βαραίνουν και παράλληλα και τις μνήμες μου. Για να μην ξεχάσουμε το παρελθόν, πρώτα εγώ κι έπειτα οι άλλοι. Γιατί τότε κινδυνεύουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη ή ακόμα χειρότερα, να συμβιβαστούμε με τα λάθη των άλλων και να τα  υιοθετήσουμε.  

 
Οικογενειακά μυστικά έρχονται στο φως και αλλάζουν τη ροή των γεγονότων. Πόσο απέχει το συναίσθημα του πανικού από εκείνο της ψυχραιμίας, προκειμένου να διαχειριστεί κανείς αποτελεσματικά και με σύνεση, μια δύσκολη κατάσταση;

Καθένας στις δύσκολες καταστάσεις αντιδρά διαφορετικά. Όλα τα συναισθήματα είναι ανθρώπινα, αρκεί να μην επηρεάζουν την τελική δράση. Ο πανικός είναι το πρωταρχικό συναίσθημα που οφείλεται στα αρχέγονα ένστικτά μας, είναι δύσκολο να τον αποφύγουμε. Το ζητούμενο είναι να δώσει γρήγορα τη σκυτάλη στην ψυχραιμία και τη λογική για να μπορέσει να διαχειριστεί κάποιος σωστά μια κρίση. Η απόσταση από τη μια ως την άλλη πλευρά εξαρτάται από το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου και από την εμπειρία του σε αντίστοιχα γεγονότα. Εντέλει όμως, όλα περνούν, ακόμα και τα πιο δύσκολα.   

Μετατρέποντας τον τίτλο του βιβλίου σε αλληγορία, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα αυτός που παρακολουθεί τη ζωή μας από απέναντι, είναι η συνείδησή μας, που μας ζητά εξηγήσεις, γιατί δεν διεκδικούμε αποφασιστικά τα όνειρά μας πίσω;

Η Ζωή, η απέναντι γειτόνισσα, δεν είναι απλά μια γυναίκα που παρακολουθεί τους πάντες πίσω από ένα παράθυρο. Είναι και η ίδια η ζωή ως βίωμα που κάποια στιγμή παρεμβαίνει ως ελεγκτικός μηχανισμός που κατευθύνεται από το άγνωστο και απαιτεί δικαιοσύνη και ευταξία, αλλάζοντας τη ροή των πραγμάτων. Για άλλους αυτό λέγεται συνείδηση, για άλλους θεία παρέμβαση, για άλλους συμπαντικός νόμος. Όπως και να το πει κανείς, σημασία έχει η απόφαση να ζούμε συνειδητά τη ζωή μας, ακολουθώντας καθένας τα όνειρά του

 
Η ζωή είναι αυτή που έχει την τελευταία λέξη ή τελικά έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε τα σχέδιά της για εμάς, με κατάλληλα οργανωμένες και στοχευμένες ενέργειες εκ μέρους μας;

Η ζωή είναι αφηρημένη έννοια και δεν μπορεί να υφίσταται δίχως ένα σύνολο κανόνων που τη διέπουν. Φυσικοί και βιολογικοί κανόνες σε γενικότερο επίπεδο, ηθικοί και κοινωνικοί σε ανθρώπινο επίπεδο. Όταν θεωρούμε πως η ζωή έχει για εμάς σχέδιο, αφήνουμε την προσωπική μας εξέλιξη στο τυχαίο ή σε ένα συνδυασμό αφηρημένων πραγμάτων, αποφεύγοντας να πάρουμε το τιμόνι εμείς και να οδηγήσουμε το σκαρί του βίου μας εκεί που ονειρευόμαστε. Αυτό ακριβώς υποδηλώνω με την επιλογή των επιγραμμάτων από το “Μικρό Ναυτίλο” του Οδυσσέα Ελύτη, πως πρέπει να γίνουμε ναυτίλοι της δικής μας ζωής, πλέοντας σταθερά προς τον προορισμό μας.

Η δική μας βούληση μπορεί να αλλάξει ή να περιορίσει το τυχαίο και να καθορίσει το μέλλον μας. Το ζητούμενο, λοιπόν είναι να ισορροπούμε το τυχαίο με την δυνατότητα που μας δίνει η φύση να ελέγξουμε τη ζωή μας. Βιώνοντας ενεργητικά τη ζωή, αλλά με ευελιξία και προσαρμοστικότητα, χαράζουμε εμείς την πορεία μας, χωρίς να αφηνόμαστε παθητικά στα γεγονότα και καθορίζοντας οι ίδιοι τη “μοίρα” μας.

“…να που ο φόβος είχε γίνει καθημερινός του σύντροφος. Περπατούσε, έτρωγε, κοιμόταν και παντού τον κυνηγούσε…”, διαβάζουμε σε κάποιο σημείο. Αρκετές φορές ο φόβος είναι δημιούργημα των σκέψεών μας. Ένας “λύκος”, που μας κρατάει μακριά από όσα πραγματικά επιθυμούμε. Γιατί, λοιπόν επιμένουμε να τον “τροφοδοτούμε”; 

Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, ο φόβος είναι ένστικτο καταγεγραμμένο στα γονίδιά μας. Οι άνθρωποι ενστικτωδώς φοβόμαστε οτιδήποτε έχει την τάση να μας κινεί από μια θέση ή μια κατάσταση που έχουμε συνηθίσει. Αυτό εκφράζεται πολλές φορές με συντηρητισμό. Ο φόβος για κάτι άγνωστο ή διαφορετικό μας παραλύει, μας κάνει ανεκτικούς σε καταστάσεις ή συμπεριφορές με τις οποίες δεν συμφωνούμε, μας κρατά πίσω. Είναι χρέος μας, απέναντι στο φόβο να αντιτάσσουμε τη δύναμη της θέλησης που μας χαρακτηρίζει ως όντα.

Έχετε ήδη ανακαλύψει το ερέθισμα και το θέμα που θα σας απασχολήσει στο επόμενο συγγραφικό σας βήμα;

Έχω ήδη ξεκινήσει ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην Αθήνα της εποχής της “Μπελ Επόκ”. Για την ώρα, είμαι στη φάση της έρευνας περισσότερο, παρά της συγγραφής. Έχω πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μου να διανύσω, γνωρίζοντας πάνω κάτω τη διαδρομή, όχι όμως και τον τελικό προορισμό μου



*Το βιβλίο της Σοφίας Δημοπούλου, με τον τίτλο “Η ζωή απέναντι”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Προφίλ:

H Σοφία Δημοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, η καταγωγή της όμως είναι από τα Λουσικά, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Εργάστηκε ως μηχανικός στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. 

Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: “Lapis lazuli, η πέτρα που λείπει” (2012), “Άλμα θα πει ψυχή” (2013) και “Σε σωστή ώρα νυχτώνει” (2014).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου