“Denn alles ist gut... Ναι, όλα είναι καλά. Όλα περνούν, όλα κατακαθίζουν, όλα, και πόνοι και ηδονές βρίσκουν μια μέρα τη θέση τους κι η ζωή συνεχίζεται, αυτό είναι το παν, η αρμονία. Όλα για μένα είναι καλά. Πόσο θα ‘θελα να το έλεγα και για σε…”
Συνέντευξη από τη σκηνοθέτη Έφη Θεοδώρου στην
Ιωάννα Κοροπιώτη
Φωτογραφίες: Σταμάτης Πάρχας
Με τη μυρωδιά του ελληνικού καφέ να ξεχειλίζει από το φλιτζάνι σ’ όλο το δωμάτιο και με τους ανοιξιάτικους ήχους να κρυφοκοιτάνε από το παράθυρο της κουζίνας, προσπαθώ –μάλλον μάταια– να αντισταθώ στις σκέψεις που γυρνάνε κάθε τόσο στο νου μου, από την πρεμιέρα της παράστασης «Η Λέσχη», του Στρατή Τσίρκα.
Είναι η πρώτη «συνάντηση» του Εθνικού Θεάτρου με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν και η πρώτη ίσως παράσταση που κατάφερε να με… κρατήσει κοντά της για τόσες μέρες. «Η Λέσχη», το πρώτο μέρος της τριλογίας του Τσίρκα «Ακυβέρνητες Πολιτείες», αποτελεί ένα εξαιρετικά απαιτητικό έργο, ένα ενδεχομένως «επικίνδυνο» κείμενο για να αναμετρηθεί κανείς μαζί του, ειδικά πάνω στο θεατρικό σανίδι. Κι όμως, η ομάδα του Εθνικού τα κατάφερε και το αποτέλεσμα δικαιώνει και με το παραπάνω την προσπάθειά της.
“Ποτέ δεν ξέρουμε ακριβώς κάτι. Ξέρουμε μόνο ένα κομμάτι, ένα άλλο το ερμηνεύουμε στραβά, ένας άλλος ξέρει αυτό, μα δεν ξέρει το άλλο που ξέρουμε εμείς.
Η ζωή μας κυλάει έτσι από μισές αλήθειες σε μισές παρεξηγήσεις.
Κι όταν ξεκαθαρίζονται τα πράγματα, ο πόνος ή η χαρά που μας έδωσαν κάποτε, βρίσκονται πίσω μας. Άλλα ψέματα και άλλες αλήθειες μας απασχολούν πια.”
Κι όταν ξεκαθαρίζονται τα πράγματα, ο πόνος ή η χαρά που μας έδωσαν κάποτε, βρίσκονται πίσω μας. Άλλα ψέματα και άλλες αλήθειες μας απασχολούν πια.”
Η παράσταση μοιάζει να με… «καταδιώκει». Λέξεις, εικόνες, μουσικές και πάλι λέξεις από εκείνο το συναρπαστικό ταξίδι στην Ιερουσαλήμ του ’40, σε μια πανσιόν που αποτελεί καταφύγιο για ένα μωσαϊκό κυνηγημένων ανθρώπων. Όλοι τους έφτασαν εκεί –στον ομφαλό της γης– για να γλιτώσουν από τη λύσσα του πολέμου.
Ένα σκηνικό που χωράει τα πάντα: Λογοτεχνία, έρωτες, πόλεμο, αντίσταση, κατασκοπία, γιορτές, αντιζηλίες, μηχανορραφίες… «Η Λέσχη Μιραντόρ είναι παιδί του πολέμου», γράφει ο Τσίρκας στο μυθιστόρημά του, που με τόση μαεστρία είδαμε να ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου.
Το ανέβασμα του έργου ήταν ιδέα δική της. Μια ιδέα που -όπως δήλωσε η ίδια στο culturelovers.gr- «Αποδέχθηκε, υιοθέτησε και διεύρυνε ο Στάθης Λιβαθινός. Εκείνος πρότεινε και την συμπαραγωγή, σαν ένα εγχείρημα που δε θα περιλάμβανε μόνον τη «Λέσχη», αλλά όλη την τριλογία. Θα είναι με τρεις σκηνοθέτες, σε δύο χρόνια, με την ίδια ομάδα ηθοποιών, οι περισσότεροι εκ των οποίων επελέγησαν μέσω ακρόασης.»
Την παράσταση συνθέτουν, εκτός από το κείμενο της ίδιας της «Λέσχης», αποσπάσματα από τα ημερολόγια και την αλληλογραφία του Στρατή Τσίρκα. Όλες οι πληροφορίες είναι παρούσες στη σκηνή, σαν ένας πίνακας επίτηδες φτιαγμένος χωρίς προοπτική. Όλα μοιάζουν να κατέχουν εξίσου σημαντική θέση, τοποθετημένα στο ίδιο πρώτο πλάνο. Φέροντας το ίδιο ηθικό βάρος.
Τουλάχιστον έτσι φαίνεται στην αρχή, καθώς η πολυαφηγηματική τεχνική του Τσίρκα ξεδιπλώνεται και οι ήρωες του, καθένας τους «τυλιγμένος μέσα σ’ ένα κύλινδρο μοναξιάς», παίρνουν τη θέση τους σε αυτό το «στημένο» παιχνίδι, όπως αποδεικνύει το ανατρεπτικό του φινάλε.
Κι είναι στο χέρι του κάθε θεατή να επιλέξει ποια… διαδρομή θα ακολουθήσει, ποια ψήγματα πληροφορίας θα αποφασίσει να συνδέσει μες στο μυαλό του, προκειμένου να αντιληφθεί -όπως ο ίδιος πιστεύει καλύτερα- τι συμβαίνει στη σκηνή, στις ζωές των ηρώων και (σε ένα παράλληλο σύμπαν) στη ζωή του συγγραφέα, που συνέλαβε την ιστορία τους και που υπέφερε προκειμένου να μπορέσει τελικά να τη διηγηθεί σε όλους εμάς.
Η Έφη Θεοδώρου μας εξηγεί σχετικά με την πολλαπλή παρουσία της ιστορίας και της Ιστορίας στη σκηνή:
«Είναι ένα κανάλι που τρέχει δίπλα στο βασικό κανάλι της πλοκής. Τα ένθετα από τα ημερολόγια και τα σημειωματάρια είναι πολύτιμες σκέψεις και καταθέσεις του Τσίρκα, που μας δείχνουν πολλά στοιχεία για την περιπέτεια της δημιουργίας. Όπως ξέρουμε, ο Τσίρκας μετά από αυτό το έργο, με τη «Λέσχη», διαγράφηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα και γενικά πέρασε δύσκολα. Η τριλογία αυτή γράφτηκε με πολύ πόνο και κόπο και απέναντι σε ένα κύμα αμφισβήτησης και ισχυρότατης κριτικής που δέχθηκε, τόσο σε ιδεολογικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο αισθητικής. Δηλαδή θεωρήθηκε ότι όχι μόνο το βιβλίο αυτό πάει κόντρα στους συντρόφους, στο κόμμα και στις διεκδικήσεις του κινήματος, αλλά και πως με έναν τρόπο το βιβλίο είναι έξω από τα ελληνικά γράμματα, καθώς ο Τσίρκας έχει πάρει έναν «ευρωπαϊκό» δρόμο. Όλο αυτό, λοιπόν, το πώς ένας καλλιτέχνης διεκδικεί την αλήθεια, την ίδια του τη φωνή, πώς παλεύει με χίλια κύματα για να βρει τον χώρο του και να εκφραστεί σε δύσκολες εποχές, με πιέσεις ιδεολογικές και περιορισμούς αισθητικούς, ήταν κάτι που με ενδιέφερε πολύ να μπει μες στο έργο. Σε τελική ανάλυση είναι ο θεατής αυτός που θα κάνει τη σύνθεση όλων αυτών στο κεφάλι του, αυτού που βλέπει και αυτού που ακούει ως φωνή του ποιητή.»
Συνεπώς, η παράσταση είναι βασισμένη σε δύο άξονες, ο ένας αφορά την αφήγηση της «Λέσχης» και τοποθετείται στην Ιερουσαλήμ του ’40, ενώ ο δεύτερος εστιάζει στην ζωή του ίδιου του συγγραφέα, τη δεκαετία του ’60, οπότε και εκδίδει το συγκεκριμένο έργο. Σύντομα αυτή η αίσθηση απουσίας «βάθους» και «προοπτικής» υποχωρεί και μιλάω εσκεμμένα με ζωγραφικούς όρους: Στο βάθος της σκηνής, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, βλέπουμε έναν από τους ήρωες να ζωγραφίζει ένα τοπίο. Πρόκειται για την ίδια την πόλη της Ιερουσαλήμ. Για τούτο το ρόλο, η Έφη Θεοδώρου μας λέει:
«Μου αρέσει να αξιοποιώ τις αρετές και τα προσόντα των ηθοποιών. Είχα, λοιπόν, τον Θανάση Δήμου, εξαιρετικό ηθοποιό αλλά και εξαιρετικό σκιτσογράφο. Έχει ασχοληθεί με αυτό και έχει εκδώσει βιβλία. Αναρωτιόμασταν αυτός ο Ουίντερ, που είναι ο εγκέφαλος της Λέσχης, πού δουλεύει; Πώς μπορεί να οπτικοποιηθεί το γεγονός ότι αυτός κινεί στα κρυφά τα νήματα; Και πως μπορεί να γίνει φανερός και ο πόλεμος, που δεν αναφέρεται ρητά, αλλά πρέπει να τον αισθανθούμε; Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι αυτά τα κρυφά νήματα του Ουίντερ πρέπει κάπως να είναι ορατά στην παράσταση. Αυτός είναι με την πλάτη στο κοινό και ζωγραφίζει. Τι ζωγραφίζει; Αυτό που θα αποκαλυφθεί στο τέλος. Μας κάνει μια εικόνα της Ιερουσαλήμ, μέσα από την οποία αυτός ο ήρωας έχει συλλάβει τη θεωρία της Λέσχης. Έχουμε δηλαδή έναν ηθοποιό που σε πραγματικό χρόνο παράστασης κάνει ένα εικαστικό έργο αξίας –μάλιστα θα πωλείται και στο τέλος. Κάθε βραδιά ολοκληρώνει ένα διαφορετικό έργο στον ρυθμό της παράστασης.»
Η σκηνοθεσία είναι ιδιαιτέρως ευρηματική όσον αφορά αυτό το πέρασμα στην απόδοση του βάθους, του παρασκηνίου, του τι συμβαίνει πίσω από όσα εξελίσσονται σε πρώτο πλάνο. Προσωπικά είχα την αίσθηση ότι παρακολουθώ ένα «θεατρικό» Inception. Μία θεατρική απόδοση του πως μπορεί κανείς να αφηγηθεί μια ιστορία, περνώντας από το ένα επίπεδο στο επόμενο, και στο επόμενο, μέχρι την τελική αποκάλυψη... Προκειμένου να το επιτύχει αυτό, εκτός από τη Ζωγραφική, η παράσταση επιστρατεύει και τη Μουσική:
«Ο Θανάσης Βλαβιανός, εξαιρετικός μουσικός, παίζει πάρα πολλά όργανα. Μόνο πιάνο δεν ήξερε και έμαθε για την παράσταση. Θεώρησα, λοιπόν, πολύ λογικό αυτός ο ευγενικής καταγωγής τέως Υπουργός της Αυστρίας, να τραγουδάει μελοποιημένα ποιήματα του Hölderlin . Η μελοποίηση έγινε από τον Νίκο Πλάτανο. Στην ουσία, αξιοποιώντας αυτές τις δεξιότητες των ηθοποιών φτιάχνεται ένας άλλος κόσμος, που όμως συνδέεται με την κεντρική δράση. Πάντα λαμβάνω υπόψη τις ιδιαίτερες ικανότητες των ηθοποιών. Οι ηθοποιοί-μουσικοί είναι σπάνια όργανα επί σκηνής: λειτουργούν οι ίδιοι μουσικά, έχουν και πολύ καλή αίσθηση του ρυθμού. Και πάντα μου αρέσει η μουσική να είναι ζωντανή στην παράσταση. Είναι κάτι αναντικατάστατο. Καμιά ηχογραφημένη μουσική δε θα πιάσει την ανάσα της παράστασης. Το να έχουμε ζωντανή μουσική επί σκηνής είναι μοναδική εμπειρία. Και μάλιστα, αν δεν είναι μουσικοί που είναι σε μια γωνιά πεταμένοι, αλλά είναι ηθοποιοί μουσικοί, ακόμα καλύτερα.» αναφέρει σχετικά η Έφη Θεοδώρου.
Έτσι, μέσα από την αρμονική συνύπαρξη του θεατρικού λόγου, της ποίησης, της ζωγραφικής και της μουσικής, κάθε πρόσωπο κλειδί στην ιστορία έχει τη δική του στιγμή, κατά την οποία φωτίζεται και μας δείχνει τις επιμέρους πτυχές του «εκεί και τότε», ενώ αυτόματα μπορούμε να κάνουμε τη σύνδεση με το «εδώ και τώρα»: Η Ρόζα και το ναυάγιο με τους πρόσφυγες, όπου έχασε το παιδί της, το όνειρο του Μάνου και η συνάντησή του με τον Θάνατο, η νοσταλγία του Βασίλη για τη γαζία έξω απ’ το σπίτι του και η ευχή του για έναν κόσμο «καλύτερο από τον παλιό, μα να ‘ναι πάλι ο παλιός». Και βέβαια οι παραληρηματικοί μονόλογοι της Φράου Άννας, που διατρέχουν ολόκληρη την αφήγηση: «Ποιος σε κατάλαβε ποτέ; Άννα, εσύ που έκανες να βουβαίνονται τ’ αηδόνια…»
“Ποιος σε κατάλαβε ποτέ; Άννα, εσύ που έκανες να βουβαίνονται τ’ αηδόνια.”
Η θεατρική μεταφορά της «Λέσχης» δεν είναι παρά ένα έργο απόλυτα σημερινό. Οι ήρωες του, «ανδρείκελα στα χέρια σκληρών ανθρώπων», βιώνουν έναν «κατακερματισμό σε όλα τα επίπεδα», όπως μας περιγράφει η σκηνοθέτης, «βρίσκονται όλοι ξεριζωμένοι σε ξένο τόπο, ο πόλεμος αποφασίζει για τις ζωές τους, κάποιοι άλλοι δηλαδή αποφασίζουν για τις τύχες τους. Η ίδια απειλή πάνω στις ζωές, τις τύχες και τις μοίρες ανθρώπων και κρατών, είναι με έναν τρόπο παρούσα και σήμερα.»
Παράλληλα, η δραματουργική ματιά είναι απόλυτα σύγχρονη, με έμφαση και πίστη στις δυνατότητες και την αντίληψη του θεατή. Σαν ένας γρίφος που εναποτίθεται στα χέρια του, προκειμένου να τον ξεκλειδώσει.
«Είναι ο ίδιος ο Τσίρκας που καταφέρνει με έναν τρόπο να «φτιάχνει» έξυπνους αναγνώστες», σημειώνει η Έφη Θεοδώρου. «Έτσι και η παράσταση πρέπει να φτιάξει χειραφετημένους και έξυπνους θεατές. Δεν ήθελα να διευκολύνω την πρόσληψη, την άφησα να τρέχει στο ρυθμό του βιβλίου. Τήρησα απολύτως την αφηγηματική γραμμή του βιβλίου και άφησα τον θεατή στην ίδια αμηχανία που πολλές φορές είναι και ο αναγνώστης. Αυτό θεώρησα ότι είναι σωστό να γίνει. Έτσι, μετά το τέλος της παράστασης ή ακόμη και την επομένη, στο σπίτι του κανείς, να σκεφτεί και άλλα πράγματα.»
“Η ματιά σου έχει ξανά ‘κείνη τη λάμψη που μ’ έκανε να πιστεύω πως κάτι αξίζω κι εγώ;”
Από τις 17 Μαρτίου έως και 28 Μαϊου στο Yπόγειο του Θεάτρου Τέχνης
Ταυτότητα παράστασης
Δραματουργία- Σκηνοθεσία: ‘Εφη Θεοδώρου
Σκηνικά- Κοστούμια: ‘Αση Δημητρολοπούλου
Μουσική: Νίκος Πλάτανος
Κίνηση: Ερμής Μαλκότσης
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Συνεργάτις δραματουργός: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου
Βοηθός σκηνοθέτη: Παρασκευή Λυπημένου
Διανομή ( με αλφαβητική σειρά)
Θανάσης Βλαβιανός, Θανάσης Δήμου, Ανθή Ευστρατιάδου, Γιώργος Κριθάρας, Κατερίνα Λυπηρίδου, Μανώλης Μαυροματάκης, Γιώτα Μηλίτση, Ηλέκτρα Νικολούζου, Δημήτρης Πασσάς, Μάνος Στεφανάκης
Τα επόμενα δυο μέρη της τριλογίας θα παρουσιαστούν ως εξής:
Οκτώβριος 2017 «Aριάγνη», σκηνοθεσία Γιάννης Λεοντάρης
Ιανουάριος 2018 «Η Νυχτερίδα», σκηνοθεσία Αρης Τρουπάκης
Χώρος Διεξαγωγής:
Θέατρο Τέχνης, Υπόγειο (Πεσμαζόγλου 5)
τηλ. 2103228706
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη: 20.00 Πέμπτη-Παρασκευή- Σάββατο 20.30, Κυριακή: 19.00
Διάρκεια 180 λεπτά με το διάλειμμα
Τιμές Εισιτηρίων:
Τετάρτη & Παρασκευή: 15 ευρώ γενική, 10 ευρώ μειωμένο και 8 ευρώ οι άνεργοι
Πέμπτη: 10 ευρώ γενική είσοδος
Σάββατο: 18 ευρώ γενική και 12 ευρώ μειωμένο και 8 ευρώ οι άνεργοι
Κυριακή: 16 ευρώ γενική και 12 ευρώ μειωμένο και 8 ευρώ οι άνεργοι
http://www.theatro-technis.gr/akivernites-polities-tou-strati-tsirka-1o-meros-leschi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου