Δαντέλα, πούδρα και ραστώνη...Η Σόφια Κόπολα, μέσα από την ταινία Marie Antoinette (2006), υιοθετεί μια πιο ανεκτική σχεδόν κοριτσίστικη ματιά στην ιστορία μιας προσωπικότητας που έμεινε αρνητικά στις σελίδες της Ιστορίας. Δεν επιχειρεί να δώσει ένα ιστορικά ακριβές πορτρέτο της διασημότερης βασίλισσας της Γαλλίας.
Αντίθετα, εστιάζει στην εσωτερική της ζωή, παρουσιάζοντας την ιστορία μιας έφηβης που βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στην προσωπική της επιθυμία και στο ασφυκτικό βάρος της βασιλικής αποστολής. Με έμφαση στην αισθητική, τον ψυχισμό και την αντίθεση ανάμεσα στη χλιδή και την απομόνωση, η ταινία μετατρέπεται σε μια διακριτική μελέτη χαρακτήρα — περισσότερο πορτρέτο συναισθημάτων παρά πολιτικό χρονικό.
Η ταινία ακολουθεί τη ζωή της Μαρίας Αντουανέτας από την παιδική της ηλικία στην Αυστρία έως τη μεταφορά της στις Βερσαλλίες για να παντρευτεί τον διάδοχο του γαλλικού θρόνου, Λουδοβίκο ΙΣΤ΄. Η νεαρή πριγκίπισσα, μόλις δεκατεσσάρων ετών, αναγκάζεται να αφήσει πίσω της την οικογένειά της, την ταυτότητά της και την πατρίδα της, για να ενσωματωθεί σε έναν κόσμο πολυτελείας αλλά και ανελέητου πρωτοκόλλου.
Καθώς περνούν τα χρόνια, βλέπουμε την ηρωίδα να βυθίζεται στην καθημερινότητα της αυλής, η οποία χαρακτηρίζεται από ατελείωτα δείπνα, κουτσομπολιά και έναν παράξενο εθισμό στη σπατάλη. Η ταινία δεν κορυφώνεται με την εκτέλεση της βασίλισσας, αλλά με μια ποιητική αποδόμηση της απομόνωσης και της αναπόφευκτης πτώσης του κόσμου της. Η επανάσταση παραμένει περισσότερο υπόκωφος απόηχος παρά άμεση απειλή, δίνοντας στην αφήγηση έναν πιο εσωτερικό χαρακτήρα.
Ερμηνείες και σκηνοθετική προσέγγιση
Η Kirsten Dunst υποδύεται τη Μαρία Αντουανέτα με μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη ρομαντική ελαφρότητα και τη σιωπηλή απόγνωση. Η ερμηνεία της δεν κραυγάζει, αλλά ενσαρκώνει πειστικά τον εσωτερικό κόσμο μιας κοπέλας που ενηλικιώνεται κάτω από το βάρος της μοναξιάς και της ανελευθερίας. Ο Jason Schwartzman, ως Λουδοβίκος, παρουσιάζει έναν χαρακτήρα διστακτικό και παθητικό, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την αποξένωση της βασίλισσας.
Η Σόφια Κόπολα εστιάζει στην ατμόσφαιρα και όχι στην πλοκή. Η κάμερα κινείται σαν να παρακολουθεί ένα διαρκές όνειρο, με παστέλ χρώματα, επιτηδευμένα κουστούμια και νεανική μουσική επένδυση που περιλαμβάνει από Bow Wow Wow μέχρι The Cure. Αυτή η επιλογή της σκηνοθέτιδας, να παντρέψει την ιστορική εποχή με μοντέρνα στοιχεία, δίνει στην ταινία έναν ξεχωριστό χαρακτήρα . Η ιστορία της βασίλισσας μετατρέπεται σε μια οικουμενική ιστορία ενηλικίωσης, απώλειας ταυτότητας και απομόνωσης.
Κάτω από την επιφάνεια: Τα βαθύτερα νοήματα
Πέρα από την εξωτερική λάμψη και τις περίτεχνες περούκες, η Marie Antoinette προσπαθεί να πει κάτι πιο ουσιαστικό. Δεν μένει μόνο στην επιφανειακή καλοπέραση – αντίθετα, φωτίζει τη βαθιά μοναξιά μιας γυναίκας που ποτέ δεν διάλεξε τη ζωή της, αλλά την ακολούθησε με όση αξιοπρέπεια μπορούσε.
Η ταινία μιλά για την αφοσίωση στην αγάπη — είτε αυτή αφορά τον σύζυγο, τα παιδιά της, είτε τους λιγοστούς της φίλους. Τολμά να θίξει τη θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία που την ορίζει μέσα από την τεκνοποίηση και την εξωτερική της εμφάνιση. Μέσα από τον ρόλο της βασίλισσας, βλέπουμε έναν άνθρωπο να προσπαθεί να κρατήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του σε έναν κόσμο γεμάτο μάσκες, ρόλους και υποκρισία.
Ταυτόχρονα, η ταινία υπαινίσσεται την κοινωνική ανισότητα που επικρατούσε τότε — όχι μέσα από σκηνές επανάστασης και βίας, αλλά μέσα από την αίσθηση ότι η Μαρία ζει αποκομμένη από κάθε επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα. Η χλιδή λειτουργεί τελικά σαν καθρέφτης μιας κοινωνίας που σιγοβράζει, και η Κόπολα δείχνει με ευαισθησία πώς ακόμα και αυτοί που "ζουν το όνειρο" μπορεί να είναι απλώς εγκλωβισμένοι σε μια αυταπάτη.
Γιατί αξίζει να δεις τη ταινία
Εάν δεν ενδιαφέρεσαι ιδιαίτερα για την ιστορική ακρίβεια, η Marie Antoinette είναι μια καλή επιλογή. Αξίζει να τη δεις για την οπτική και ηχητική της εμπειρία. Τα κοστούμια είναι αριστουργηματικά, γεγονός που επιβραβεύτηκε με Όσκαρ Ενδυματολογίας. Τα σκηνικά του παλατιού των Βερσαλλιών στις οποίες και γυρίστηκε μεγάλο μέρος της ταινίας – δημιουργούν ένα σχεδόν μαγευτικό περιβάλλον, όπου η κάθε σκηνή μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής.
Η μουσική επιλογή είναι τολμηρή αλλά λειτουργική: new wave, punk-pop και alternative κομμάτια γεφυρώνουν το παρελθόν με το παρόν, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο υβρίδιο που υπογραμμίζει την εφηβική επανάσταση της πρωταγωνίστριας. Θα πρέπει να αφεθείς σε μια αισθαντική προσέγγιση της γυναικείας εμπειρίας μέσα σε έναν κόσμο ασφυκτικό, πολυτελή και, ταυτόχρονα, άδειο. Με εξαιρετική αισθητική, ποιητική σκηνοθεσία και μια ήρεμη αλλά ουσιαστική ερμηνεία από την Kirsten Dunst, η ταινία προσφέρει μια εμπειρία που αξίζει όχι για να σε πληροφορήσει, αλλά για να σε συγκινήσει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου