Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Στο «σύμπαν» -μουσείο του Γ.Γουναρόπουλου


Δειλά κοιτάω από την ανοιχτή πόρτα, χαζεύω το καπέλο και το μπαστούνι του στο χολ δίπλα από ένα έργο του κρεμασμένο στη σκάλα. Οι πίνακες  του δεξιά και αριστερά κεντρίζουν την προσοχή μου... ;Eνα ψάρι, ένα περιστέρι άλλοτε σε λογική σχέση και άλλοτε όχι...Eνα βάζο που έχει τις καμπύλες ενός γυναικείου σώματος, δενβρίσκεται ομως σε εσωτερικό χώρο αλλά εντάσσεται σε ένα τοπίο... Ονειρικές αιθέριες γυναίκες, αποκύημα της φαντασίας του. Και αυτό το μοναδικό φως του,  το πηγαίο, το εσωτερικό των μορφών, δεν έχει καμία λογική καθώς παρατηρώ το «άλογο που μοιάζει σαν λάμπα»...
Η ματιά μου «χαιδεύει» τα βάζα με τα πινέλα του, τις λαδομπογιές του και στέκεται στο καβαλέτο στο πορτραίτο μια γυναίκας από κάρβουνο. Στην υπέροχη ζωγραφική του υμνεί την γυναίκα ακόμη και όταν δεν απεικονίζεται αυτή στα έργα του με τις γυναικείες καμπύλες που αποδίδει στο χώρο αλλά και στα αντικείμενα.

 Η περιέργειά μου δεν εφησυχάζει και πλησιάζω ένα ημερολόγιο κιτρινισμένο «λες και είναι ακόμη εδώ» σκέφτομαι. Από τον μεγάλο φεγγίτη μπαίνει πλούσιο το φως, διαχέεται στο ψηλοτάβανο χώρο, ενώ τα τρία δυτικά παράθυρα έχουν κλείσει για να εξυπηρετούν τις εκθεσιακές ανάγκες του μουσείου. Κι όμως,νομίζω ότι θα μυρίσω τις λαδομπογιές κι από κάπου θα ξεπροβάλει ο καλλιτέχνης…

Ο χώρος του εργαστηρίου-σπιτιού του Γιώργου Γουναρόπουλου, το οποίο έχει μετατραπεί σε Μουσείο και λειτουργεί από τον Δήμο Ζωγράφου,μας ταξιδεύει στο μεταίχμιο του χρόνου καθώς με σεβασμό έχει διατηρηθεί το ύφος του ατελιέ του «συμπαντικού» μας καλλιτέχνη, ενώ έχουν γίνει μικρές μετατροπές για τη νέα χρήση του χώρου. Το κουβάρι της ζωής του ξετύλιξε με το μοναδικό αφηγηματικός της τρόπο   η ιστορικός Τέχνης, Διονυσία Γιακουμή, σε μια ειδική ξενάγηση με αφορμή τη διεθνή Ημέρα Μουσείων στο σπίτι- εργαστήριο που έχτισε ο καλλιέχνης με χρήματα που συγκέντρωσε εργαζόμενος στο Παρίσι αφού είχε ολοκληρώσει σπουδές με κρατική υποτροφία.


της Μαρίας Αλιμπέρτη 

Με ένα άλμπουμ φωτογραφιών η κ.Γιακουμή μας μετέφερε νοερά στο τόπο καταγωγής του Γ.Γουναρόπουλου, καθώς  γεννήθηκε  το 1890 στην Σωζόπολη στην Ανατολική Ρωμυλία, αρχαία ελληνική αποικία, κοντά στο Μπουργκάς της σημερινής Βουλγαρίας. Οι δάσκαλοί του αναγνώρισαν το ταλέντο του, αλλά η μητέρα του αφογκραζόμενη τις δυσκολίες της εποχής τους δεν τον άφησε να φύγει μακριά, λόγω των εθνοτικών συγκρούσεων
Το 1900 έρχεται στην Ελλάδα με την οικογένεια του ως πρόσφυγας. Εξαιτίας των πενοχρών οικονομικών τους  και τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας εργάζονται, έτσι βρίσκεται στο πλευρό ενός επιγραφοποιού, ενώ τον ελεύθερο χρόνο του ζωγραφίζει σε χασαπόχαρτα. Για καλή του τύχη μια μέρα που πάει να παραδώσει μια πινακίδα στον Πειραιά, ο δημοσιογράφος Λ.Κορομηλάς βλέπει τα σχέδια του και κάνει την επαφή ώστε να εισαχθεί στην Σχολή Καλών Τεχνών. Με υποτροφία λόγω οικονομικών κριτηρίων θα φοιτήσει ο Γ.Γουναρόπουλος, ενώ θα διακριθεί με επαίνους. Άρτια καταρτισμένος στην ρεαλιστική απόδοση  θα αποφοιτήσει,  αφού ο Γ.Γουαρόπουλοε μαθήτευσε κοντά σε δασκάλους της σχολής του Μονάχου.
Όμως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα του στερήσουν προσωρινά την εξέλιξη του στο πεδίο της ζωγραφικής, αφού θα στρατευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. 
Μεταπολεμικά  θα λάβει μια από τις κρατικές υποτροφίες που στόχο είχαν να προετοιμάσουν καταρτισμένους Έλληνες για  να φέρουν νέες ιδέες από το Παρίσι. Εκεί  σε μια γόνιμη καλλιτεχνικά μήτρα, θα εμποτιστεί με τα μοντέρνα κινήματα, ενώ θα βρεθεί στη στιγμή  γέννησης του σουρεαλισμού. «Έχει αφομοιώσει την εμπειρία του Σουρεαλισμού, του Κυβισμού αλλά και της Ελληνικής Τέχνης» σημείωσε χαρακτηριστικά η κα.Γιακουμή, ενώ είναι σαφείς οι καταβολές του  από το σχέδιο της αρχαιοελληνικής τέχνης αλλά και της Βυζαντινής.





 «Στο Παρίσι ξεκλείδωσε τον εαυτό του» επεσήμανε η ξεναγό μας, αναγνωρίζοντας επιδράσεις από τον Σεζάν και τον Μοντιλιάνι καθώς στην γαλλική πρωτεύουσα δούλευε ακόμη και  θέματα όπως και οι άλλοι ζωγράφοι της πόλης του Φωτός δηλαδή λουόμενες, τον Σηκουάνα κ.ά.. Φυσικά ο Σουρεαλισμός και οι ιδέες του για αυτόματη καταγραφή του υποσυνείδητου ανοίγει νέο παράθυρο στην θεματογραφία του καθώς φαίνονται να αναδύονται βραχογραφίες, ψαράδες, στοιχεία της θάλασσες, γυναίκες με παραδοσιακές φορεσιές αλλά και η μυθολογία, εκόνες από την παιδική ηλικία στην Ανατολική Ρωμυλία που υπήρχαν μέσα του.
Η τεχνοτροπία του είναι αξιοθαύμαστη, όπως διαπιστώνουμε οι επισκέπτες του μουσείου  καθώς «βυθιζόμαστε» στα έργα του και προσπαθούμε να μαντέψουμε εάν η κοιλιά του απεικονιζόμενου  περιστεριού ή είναι  ο χώρος του έργου-το φόντο. 




«Η μια εικόνα, γεννά την άλλη» εξηγεί η κ.Γιακουμή σχολιάζοντας ότι ο καλλιτέχνης δεν επιθυμούσε μια στατική εικόνα, αντίθετα για αυτόν στόχος ήταν «να κεντρίσει την φαντασία και να ενεργοποιήσει το συναίσθημα», δηλαδή επιθυμούσε έναν ενεργητικό θεατή απέναντι στο έργο του, το οποίο συμπληρώνεται με την εμπειρία της θέασης. 
Στην ερμηνεία του έργου «δεν υπάρχει σωστό ή λάθος», είναι ανοιχτός στην ερμηνεία. 
Με αυτό το τρόπο δημιουργεί ένα νέο σύμπαν γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε ως «συμπαντικός» καλλιτέχνης, αφού δημιουργεί έναν «μικρόκοσμο».
Άξια λόγου είναι και αυτή η απόδοση νεφελωδών συνόλων  «που είναι σαν να επιπλέουν στο νερό» μας εξηγεί η κ.Γιακουμή, καθώς προκύπτουν από μια δύσκολη τεχνική και χρονοβόρα, η οποία μπορεί να απαιτούσε 32-36 ώρες συνεχόμενης δουλειάς, με πολλές στρώσεις λαδομπογιάς.  Ως μαγεμένοι παρατηρούμε τα έργα διαπιστώνουμε άπειρους τόνους του ίδιου χρώματος. Ωστόσο, ο καλλιτέχνης τα τελευταία χρονια της ζωής του λόγω γήρατος εγκαταλείπει τα λάδια. 

Στο εξής χρησιμοποιεί το κάρβουνο και κραγιόνια και αποδίδει τα λευκά μοναδικά, αφού δεν τα ζωγραφίζει αλλά σβήνει τα χρώματα  με ψίχα ψωμιού-συνήθη πρακτική των φοιτητών της Σχολής Καλών Τεχνών. Και σε αυτά τα έργα θαυμάζουμε την σχεδιαστική του δεινότητα, καθώς  με μια μονοκοντυλιά  διαγράφει σχεδόν όλα τα στοιχεία μιας μοΑξίζει να αναφερθεί ότι η ιδιαίτερη τεχνοτροπία ήταν καθαρή επιλογή του όπως μαρτυρά ένα γεγονός: όταν δέχθηκε τα «βέλη» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης σε μια έκθεση έργων του σχεδόν μόλις γύρισε από Παρίσι, καταλογίζοντάς του ότι «ξέχασε ότι έμαθε στη Σχολή Καλών Τεχνών», εκείνος απάντησε δια του έργου του, με μια άκρως ρεαλιστική προσωπογραφία της μητέρας του!

Βέβαια το ταλέντο του αναγνωρίστηκε αφού του ανατέθηκαν τοιχογραφίες στο δημαρχείο Αθηνών (112τ.μ.),  επιμελήθηκε μια υπέροχη αγιογράφηση στη Αγία Τριάδα Βόλου, ενώ είχε την χαρά να δει μια αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη το 1975. Μπορεί να μην υπήρξε ακαδημαϊκός αλλά ενέπνευσε νεότερους του καλλιτέχνες και έφυγε πλήρης ημερών ζωγραφίζοντας μέχρι τη τελευταία στιγμή!ρφής!

Μουσείο Γ.Γουναρόπολου :Γ.Γουναροπούλου 6 &Φρυγίας
Ενημερωθείτε για τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τις περιοδικές εκθέσεις του συστεγαζόμενου Πνευματικού Κέντρου: http://www.gounaropoulos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου