Το Νεκρομαντείο βρίσκεται στο χωριό Μεσοπόταμος του
Νομού Πρεβέζης, στην Ήπειρο, στο σημείο όπου κατά τον Όμηρο "έσμιγε ο ποταμός Αχέρων με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, στις βορειοδυτικές
όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο του κόσμου των
ψυχών".
O Xάρων μεταφέρει τις Ψυχές στα ύδατα της Στυγός, Κωνσταντίν Μακόφσκι, 1861
Του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου
Το Νεκρομαντείο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου,
στον οποίο κατέληγαν οι επισκέπτες από το Ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά, για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές
των αγαπημένων τους προσώπων. Στην Οδύσσεια, ο Όμηρος περιγράφει αναλυτικά την περιοχή κατά την κάθοδο του
Οδυσσέα στον Άδη.
Μετά από την αποξήρανση της λίμνης Αχερουσίας, κατά την
δεκαετία του 1950, η όλη γεωγραφία της περιοχής έχει αλλάξει και το μόνο που
παραμένει είναι η ήρεμη συμβολή Αχέροντα και Βωβού ποταμού στην πεδιάδα, λίγα
μέτρα κοντά στο λόφο του Νεκρομαντείου.
Τα πιο γνωστά Μαντεία της Αρχαιότητας ήταν της Δωδώνης,
των Δελφών και του Αχέροντα. Στα δύο πρώτα οι επισκέπτες αιτούνταν από τους
ιερείς ή τις ιέρειες χρησμό, δηλαδή πρόβλεψη. Και επειδή η πρόβλεψη είναι πάντα
παρακινδυνευμένη, εδίδετο πάντα αλληγορικά, ώστε να εξηγηθεί κατά το δοκούν.
Αντίθετα, στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα δεν έχουμε αίτημα
χρησμού αλλά μυσταγωγία επαφής με είδωλα και ήχους νεκρών συγγενικών και
φιλικών προσώπων. Καταλυτικός για τα Μαντεία ήταν ο ρόλος των ιερέων, οι οποίοι
επεδίωκαν συζητήσεις με τους επισκέπτες για να γνωρίσουν τις προθέσεις τους,
αλλά και για να δώσουν τις ανάλογες απαντήσεις, καθώς και η ιεροτελεστία που
ακολουθούνταν.
Η πρόσβαση
Το Νεκρομαντείο ήταν πιο εύκολα προσιτό από το μέρος της θάλασσας. Ο αρχαίος προσκυνητής που ερχόταν από τη νότια Ελλάδα, όταν περνούσε τα ακρωτήριο του Λευκάτα στη νότια άκρη της Λευκάδας, είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν στη χώρα των νεκρών. Όταν έφτανε στις εκβολές του Αχέροντα ,στη χώρα των Χειμερίων, ανέπλεε, όπως και σήμερα, με ένα πλοιάριο τον ποταμό, που τον περιστοίχιζαν καλαμιώνες, ιτιές και λεύκες, το λεγόμενο Άλσος της Περσεφόνης.
Το Νεκρομαντείο ήταν πιο εύκολα προσιτό από το μέρος της θάλασσας. Ο αρχαίος προσκυνητής που ερχόταν από τη νότια Ελλάδα, όταν περνούσε τα ακρωτήριο του Λευκάτα στη νότια άκρη της Λευκάδας, είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν στη χώρα των νεκρών. Όταν έφτανε στις εκβολές του Αχέροντα ,στη χώρα των Χειμερίων, ανέπλεε, όπως και σήμερα, με ένα πλοιάριο τον ποταμό, που τον περιστοίχιζαν καλαμιώνες, ιτιές και λεύκες, το λεγόμενο Άλσος της Περσεφόνης.
Ύστερα αποβιβαζόταν στη βόρεια όχθη της Αχερουσίας
λίμνης. Από μακριά ατένιζε με δέος τον τεφρό βράχο, στην κορυφή του οποίου
υψωνόταν επιβλητικό, σκυθρωπό και περίκλειστο σαν φρούριο, το ιερό του Άδη.
Τέλος, ανέβαινε τον αιχμηρό λόφο του Αγίου Ιωάννη και από τη βορειοανατολική
πύλη έμπαινε στην αυλή του ιερού, αναμένοντας την πολυήμερη δοκιμασία.
Ο Χρησμός
Οι ιερείς υπέβαλαν τους επισκέπτες σε ψυχολογικές και
σωματικές δοκιμασίες είτε με τη δαιδαλώδη, επιβλητική κατασκευή του μαντείου
και τις σκοτεινές γεμάτες υγρασία αίθουσες είτε με δίαιτα και με τη βοήθεια
κυάμων και άλλων βοτάνων που μασούσαν, ώστε να
θολώνουν το μυαλό τους και να εξάπτουν τη φαντασία τους.
Στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, για να έχει ο επισκέπτης επαφή με τις ψυχές των νεκρών,
έπρεπε να τελέσει προσφορές και να τις βγάλει από τη λήθη, πίνοντας αίμα.
Οι ψυχές θεωρούνταν άυλες σαν σκιές. Τα
"είδωλα" των ψυχών τα ανέβαζαν οι ιερείς με σιδερένιους μοχλούς , με
γρανάζια και καστανιέτες από την υπόγεια αίθουσα. Στο τέλος οι πιστοί
αποχωρούσαν από άλλη έξοδο ώστε να μην έρθουν σε επαφή με τους επόμενους
επισκέπτες, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μυστικότητα. Η οποιαδήποτε
μαρτυρία του χρησμού αποτελούσε βλασφημία και οδηγούσε ακόμα και σε θάνατο.
Τα αρχαιότερα ευρήματα του Νεκρομαντείου ανάγονται στη
μυκηναϊκή εποχή (14ος -13ος αιώνας π.Χ.) κατά την
οποία χρονολογούνται και τρεις παιδικοί τάφοι, οι οποίοι ωστόσο απέφεραν
ελάχιστα ευρήματα.
Όστρακα αγγείων και πήλινα είδωλα που βρέθηκαν δυτικά του
λόφου του Νεκρομαντείου ανάγονται στα μέσα του 7ου αώνα.π.Χ., ενώ τα σωζόμενα
λείψανα του Νεκρομαντείου τοποθετούνται στην ελληνιστική περίοδο. Το κύριο
τμήμα του ιερού χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 4ου –αρχές 3ου αιώνα π.Χ.).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 167 π.Χ., το Νεκρομαντείο του ποταμού
Αχέροντα πυρπολήθηκε από τους Ρωμαίους και έπαυσε η λειτουργία του, για να
κατοικηθεί ξανά τον 1ο αιώνα π.Χ. Τον 18ο αιώνα, στον χώρο αυτόν οικοδομήθηκε η
μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα με το
αντίστοιχο νεκροταφείο.
Στον αρχαιολογικό χώρο του περίφημου Νεκρομαντείου
βρέθηκαν επίσης εκατοντάδες αγγεία που περιείχαν προσφορές, λυχνάρια και
μικρότερα αγγεία διακοσμημένα με το ρυθμό «δυτικής κλιτύος». Στις αποθήκες
βρέθηκαν μυλόπετρες, θαλασσινά όστρεα, γεωργικά και οικοδομικά εργαλεία, καθώς
και ειδώλια της Περσεφόνης και του Κέρβερου.
Η Αρχαιολογική Εταιρία διενήργησε ανασκαφές στο χώρο του
Νεκρομαντείου τα έτη 1958-1964 και 1976-1977 υπό τον καθηγητή αρχαιολογίας
Σωτήριο Δάκαρη, ύστερα από παρότρυνση του δασκάλου Σπύρου Γ. Μουσελίμη. Όλα τα
κινητά αρχαιολογικά ευρήματα του Νεκρομαντείου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό
Μουσείο Ιωαννίνων.
Από αρχιτεκτονικής άποψης το Νεκρομαντείο
ταυτίζεται με μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο ή μαυσωλείο της Ανατολής του 5ου αιώνα π.Χ.. Αποτελείται από
πολυγωνική τοιχοδομία, σιδερόφρακτες πύλες, εσωτερική διαίρεση με διαδρόμους,
κατασκευή που εξυπηρετεί την λατρεία και τις αρχαίες τελετουργίες.
Το κυρίως ιερό χωρίζεται με δύο παράλληλους τοίχους σε
μία κεντρική αίθουσα και δύο μικρές πλαϊνές. Κάτω από την κεντρική αίθουσα
βρίσκεται μία άλλη υπόγεια αίθουσα λαξευμένη στο βράχο, η οροφή της οποίας
στηρίζεται σε δεκαπέντε πώρινα (=από πωρόλιθο) τόξα, αποκαλούμενη Ιερά Κρύπτη.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η ακουστική του χώρου της
υπόγειας αίθουσας. Για την ακουστική του Νεκρομαντείου εκπονήθηκε μελέτη από
τους επιστημονικούς συνεργάτες του Εργαστηρίου Ακουστικής του Τμήματος
Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτη
Καραμπατζάκη και Βασίλη Ζαφρανά, η οποία διήρκεσε 12 χρόνια και παρουσιάστηκε
σε συνέδριο στην Ιταλία.
Σύμφωνα με αυτήν,στην υπόγεια αίθουσα βασιλεύει απόλυτη
ησυχία και ταυτόχρονα ο χρόνος αντήχησης του χώρου είναι εξαιρετικά χαμηλός. Οι
κ.κ. Καραμπατζάκης και Ζοφρανάς χρειάστηκαν αλλεπάλληλες μετρήσεις, αλλά και
διαφορετικά και εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα, για να επιβεβαιώσουν αυτό το
φαινόμενο.
Η παρατήρηση των τόξων, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα
χαμηλές τιμές του χρόνου αντήχησης και του θορύβου βάθους, οδήγησαν τους δύο
ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ο χώρος ήταν συνειδητά κατασκευασμένος, ώστε να
δημιουργεί στον επισκέπτη του έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα.
Τελειώνοντας την αναφορά μας στο σπουδαίο Νεκρομαντείο,
αξίζει να σημειώσουμε τους θνητούς που, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία,
είχαν μεταβεί στον Άδη:
·
Ο Οδυσσέας για να πάρει χρησμό από την ψυχή του
μάντη Τειρεσία για τον γυρισμό του στην Ιθάκη
·
Ο Ορφέας για να ζητήσει πίσω την αγαπημένη του,
Ευρυδίκη, με "όπλο" τη λύρα του
·
Οι απεσταλμένοι του Περιάνδρου προκειμένου να μάθουν για έναν κρυμμένο θησαυρό από
τη γυναίκα του Μέλισσα
·
Ο Ηρακλής, κατά τον 12ο άθλό του, που αφορούσε τον
Κέρβερο
·
Ο Θησέας με το φίλο του Πειρίθου, για να αρπάξουν την Περσεφόνη, θέλοντας να παντρευτούν κόρες θεών
Πηγές
Σωτήριος Δάκαρης: "Το Νεκρομαντείο του
Αχέροντα", Αρχεία Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1965
Ντοκιμαντέρ "ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ", στην τηλεοπτική
εκπομπή ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΡΩΜΕΝΑ, 2013. Βλέπε
YouTube
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου