Στο νοτιότερο άκρο του σμαραγδένιου νησιού της Ρόδου, απέναντι από το Πρασονήσι, σώζονται ερείπια του αρχαίου οικισμού της Βρουλιάς, ο οποίος κατοικήθηκε κατά τον έβδομο και έκτο αιώνα π.Χ. Η εν λόγω αρχαία πολίχνη είχε στρατιωτικό χαρακτήρα, καθώς αποτελούσε το τελευταίο λιμάνι του ανατολικού Αιγαίου. Αυτή η στρατηγική θέση επιλέχτηκε για τον έλεγχο των θαλασσίων διαδρομών και τον ενδιάμεσο ελλιμενισμό των αρχαίων ελληνικών πλοίων από και προς την Κύπρο, την Φοινίκη και την Αίγυπτο, σε μια εποχή άνθησης του εμπορίου και της ναυτιλίας των Ελλήνων.
Του Ανδρέα Π. Αναγνωστόπουλου
Ο αρχαίος οικισμός της Βρουλιάς ανασκάφτηκε το 1907- 1908 από τον Καρλ Φρέντερικ Κιντς, επικεφαλής της τότε αρχαιολογικής αποστολής της Δανίας, η οποία είχε αναπτύξει σημαντική ανασκαφική δραστηριότητα στη Ρόδο. Ο ίδιος είχε διενεργήσει τις ανασκαφές στην αρχαία ακρόπολη της Λίνδου, καθώς και στην περιοχή Εξοχή της Λάρδου.
Ο Δανός αρχαιολόγος δημοσίευσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του στον σημαντικό τόμο Vroulia (ο τόμος εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1914), ο οποίος μέχρι σήμερα αποτελεί τη μοναδική μονογραφία για τον σωζόμενο οικισμό.
H ανασκαφή αποκάλυψε το σημαντικότερο τμήμα του αρχαϊκού οικισμού της Βρουλιάς και κατέστησε εφικτή την κατανόηση της βασικής συγκρότησής του: ο οικισμός περικλείεται από τα βορειοανατολικά από οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος ανιχνεύεται σε συνολικό μήκος περίπου 300 μέτρα.
Και τα δύο άκρα του οχυρωματικού περιβόλου απολήγουν απότομα στο χείλος του γκρεμού που περιβάλλει το ύψωμα από τη μεριά της θάλασσας. Είναι φανερό ότι μεγάλο μέρος του υψώματος της Βρουλιάς (μαζί με τμήμα του οικισμού) έχει αποκοπεί και κατακρημνιστεί στη θάλασσα.
Ενδεχομένως αυτή η φυσική καταστροφή να υπήρξε και η αιτία της τόσο βραχύχρονης ζωής του οικισμού, αφού η Βρουλιά κατοικήθηκε για μόλις 100 χρόνια.
Σε επαφή με την εσωτερική όψη του οχυρωματικού περιβόλου, έχει διευθετηθεί η σειρά Ι των οικιών (εντοπίστηκαν συνολικά 43 αρχαίες οικίες).
Μία δεύτερη σειρά (σειρά ΙΙ, από την οποία ο Κινς ερεύνησε δέκα οικίες) έχει εντοπιστεί σε απόσταση περίπου 20 μέτρα δυτικότερα της πρώτης.
Στην κορυφή του υψώματος σώζεται ορθογώνιο κτίσμα (ταυτίστηκε από τον Δανό αρχαιολόγο Κιντς ως «πύργος» της οχύρωσης), γύρω από τον οποίο εκτεινόταν υπαίθριος αλλά σαφώς οριοθετημένος χώρος λατρείας. Παραπλεύρως και προς τα νοτιοανατολικά, άλλη οριοθετημένη ευρυχωρία έχει ερμηνευτεί ως χώρος συνάθροισης (Αγορά).
Έξω από την πύλη του οχυρωματικού περιβόλου (η οποία βρισκόταν σε άμεση κατασκευαστική, πλην όμως αδιευκρίνιστη, σχέση με τον πύργο) απλώνεται το νεκροταφείο του οικισμού.
Στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του υψώματος του αρχαϊκού οικισμού, ο Κιντς ερεύνησε τα φτωχά υπολείμματα μικρού αρχαϊκού ναού, ενώ ανατολικότερα εντόπισε τα ψηφιδωτά δάπεδα παλαιοχριστιανικής βασιλικής, η οποία κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα. Ανάμεσα στα αντικριστά επικλινή εδάφη, όπου σήμερα βρίσκεται το μικρό αδιαμόρφωτο αλιευτικό καταφύγιο της Βρουλιάς, θα πρέπει μάλλον να υπήρχε και το λιμάνι του αρχαϊκού οικισμού, προφυλαγμένο από τους βόρειους και νότιους ανέμους.
Από τα ευρήματα της ανασκαφής της δανέζικης αρχαιολογικής ομάδας στη Βρουλιά, ένα μικρό ποσοστό βρίσκεται σήμερα στη Δανία, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κοπεγχάγης και του Άαρχους. Διαβάστε εδώ: «Τα Ελγίνεια της Ρόδου»: Ελληνικές αρχαιότητες εκτίθενται σε μουσεία της Ευρώπης
http://cultureloversgr.blogspot.com/2020/10/blog-post_12.html
τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης (η Ρόδος και όλα τα Δωδεκάνησα ήταν υπό τουρκική κατοχή την περίοδο των ανασκαφών του Κιντς).
Από τους τάφους και τον οικισμό της Βρουλιάς προέρχεται και η χαρακτηριστική κεραμική «τύπου Βρουλιάς», όπως είναι σήμερα γνωστή στη διεθνή βιβλιογραφία. Τα κυπριακά ειδώλια και ιδιαίτερα το ελλιπές ειδώλιο σφίγγας με την εγχάρακτη φοινικική επιγραφή στο φτερό, αναμφίβολα τεκμηριώνουν τη θαλάσσια δραστηριότητα και τις υπερπόντιες σχέσεις των κατοίκων του αρχαϊκού οικισμού της Βρουλιάς, κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ.
Ο αρχαίος οικισμός της Βρουλιάς είναι ένας από τους σημαντικότερους πρώιμους οικισμούς με οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο που έχει εντοπισθεί στον ελλαδικό χώρο. Η ζωή του οικισμού ήταν πολύ περιορισμένη, αφού με βάση κυρίως τα ευρήματα από τις ταφές που ανασκάφτηκαν έξω από το τείχος, χρονολογείται στο 650-550 π.Χ. Η θέση του οικισμού είχε και στρατιωτική σημασία καθώς αποτελούσε το τελευταίο λιμάνι του αιγαιακού χώρου πριν από το ανοιχτό πέλαγος της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και το πρώτο λιμάνι για τους ταξιδευτές από την Κύπρο, τη Φοινίκη ή τη Συρία.
Σημειώνεται ότι ήταν μια εποχή έντονης αποικιακής δραστηριότητας και μεγάλης ακμής του τοπικού εμπορίου και της ναυτιλίας, ιδιαίτερα της αρχαίας Λίνδου.
Πηγές
aigaio.dev.edu.uoc.gr
odysseus.culture.gr
spoudazo.gr
cycladesvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου