Διασχίζοντας την οδό Κάνιγγος λίγο πριν οι δείκτες του
ρολογιού αγγίξουν τα ψηφία που σηματοδοτούν και επίσημα την ώρα που έχει
καθοριστεί το ραντεβού μας στα γραφεία του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών για να
μου μιλήσει για εκείνον και την πορεία του μέχρι σήμερα. Την πορεία του στο
παιχνίδι της ζωής και εκείνη την άλλη πορεία, που “μίλησε” μέσα του από την
πρώτη στιγμή που κατάλαβε τον εαυτό του. Τότε
που ζούσε σε μια γραφική γειτονιά στο Πασαλιμάνι, και ένιωθε την ακατανίκητη
επιθυμία “να μπει μέσα στο πανί και να
παίξει ή να ανέβει και ο ίδιος πάνω στη σκηνή κάθε Σαββατοκύριακο, όταν η
μητέρα του τον έπιανε από το χέρι και πήγαιναν να δουν μαζί ταινία στο σινεμά ή
να παρακολουθήσουν μια παιδική παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά που
ανέβαινε από το γνωστό θίασο των Καλατζοπουλαίων”, όπως μου λέει
χαμογελώντας με νοσταλγία καθώς παίρνουμε τις θέσεις μας αντικριστά ο ένας από
τον άλλον.
Ο ηθοποιός με το
χαρακτηριστικό χαμόγελο, τη ζεστή
καρδιά και τη λάμψη στα μάτια, που
έχει κάθε άνθρωπος που τόλμησε να ακολουθήσει τα παιδικά του όνειρα. Ο Σπύρος Μπιμπίλας. Το φωτάκι στο
δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι έχει ήδη ανάψει κόκκινο, που σημαίνει ότι άλλο ένα
μαγικό ταξίδι ξεκινά. Άλλη μια συνέντευξη ετοιμάζεται να γεννηθεί και εγώ νιώθω
την ίδια ευτυχία, όπως ακριβώς ένιωθα και την πρώτη φορά που ξεκίνησα να ασχολούμαι
με το δικό μου παιδικό όνειρο. Η ιστορία ενός ακόμη ανθρώπου θα μεταφερθεί στο
χαρτί και από εκεί στην καρδιά όσων την διαβάσουν, ακούγοντας μόνο αυτήν. Την
καρδιά. “Θυμάμαι σαν σήμερα πόσο είχα πληγωθεί, όταν σε μια έκθεση στη Β’Δημοτικού
η δασκάλα μου –στη Ράλλειο Σχολή όπου φοιτούσα– δεν με άφησε να γράψω αυτό που
ήθελα πραγματικά να γίνω όταν μεγαλώσω, γιατί θεωρούσε ότι οι ηθοποιοί ήταν
αγράμματοι, κι έτσι αναγκάστηκα να γράψω ότι θα γίνω αεροπόρος γιατί μου αρέσει
να βλέπω τα σπίτια από ψηλά”, τον ακούω να λέει ξεκινώντας την αφήγηση.
Και χωρίς δεύτερη σκέψη “ακονίζω” μεμιάς όλες μου τις αισθήσεις έτσι ώστε να
μην μου ξεφύγει τίποτε από όλα όσα έχει να μου πει…
Συνέντευξη
στη Βίκυ Καλοφωτιά
Ρίχνω μια ματιά στις σημειώσεις μου, με τις ερωτήσεις που
συνωστίζονται μπροστά μου διεκδικώντας η καθεμιά τους από μια απάντηση που θα
ικανοποιήσει την “περιέργειά” τους για το πώς καταφέρνει και ελίσσεται στις
καταστάσεις που προκύπτουν στο δρόμο του ο άνθρωπος που κάθεται δίπλα μου. Ένας άνθρωπος που θεωρεί ότι “το θέατρο είναι η ζωή του”, όπως
επαναλαμβάνει συχνά-πυκνά κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας. Επιλέγω να
ξεκινήσω ρωτώντας τον τι ήταν αυτό που
τον έκανε τελικά να αφιερώσει τη ζωή του στην τέχνη της Υποκριτικής, ενώ κάποτε
βρέθηκε να σπουδάζει Νομική στα έδρανα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Ήμουν
καλλιτεχνική φύση από μικρός, έγραφα ποιήματα, ζωγράφιζα, σχεδίαζα ρούχα, λάτρευα
τα χρώματα και μάλιστα από τότε το μωβ είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Μάλλον,
επειδή προέρχομαι από μια οικογένεια που είχε γραφείο κηδειών και οι μωβ
κορδέλες πήγαιναν και έρχονταν κι έτσι μου έμεινε το μωβ! (γέλια). Ήμουν ένα
παιδί δραστήριο, και θυμάμαι ότι έλεγα
ανέκαθεν ότι θα σπουδάσω, θα μάθω πάρα πολλά πράγματα αλλά θα γίνω ηθοποιός!
Αυτό μου άρεσε και αυτό ήταν που ήθελα να κάνω πραγματικά. Ήταν κάτι με το
οποίο γεννήθηκα, δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά! Ανέκαθεν αισθανόμουν
αυτή την έλξη για το θέατρο, το σινεμά, με οτιδήποτε είχε να κάνει με το
επάγγελμα του ηθοποιού γενικότερα. Η οικογένειά μου δεν μου είπε ποτέ να μην
ασχοληθώ με αυτό το αντικείμενο, αυτό όμως που μου έλεγαν, ήταν να το αφήσω
καλύτερα για όταν θα μεγαλώσω έτσι ώστε να το επιλέξω συνειδητά. Και ίσως να
είχαν δίκιο τώρα που το σκέφτομαι, αναλογιζόμενος ότι τα τότε παιδιά-θαύματα
συνήθως δεν ακολουθούσαν μεγάλη ανοδική πορεία και ίσως τελικά και να μην ήταν και
τόσο ευτυχισμένοι ως μεγάλοι στην μετέπειτα διαδρομή τους. Ωστόσο, θεωρώ ότι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος είναι αυτός που
ακολουθεί τα παιδικά του όνειρα!».
Στο σημείο αυτό, μου τονίζει το πόσο πολύ του άρεσαν
πάντοτε τα αρχαία ελληνικά, τόσο, που κάποια στιγμή στο παρελθόν ήθελε να
φοιτήσει και στη φιλολογία για να μπορεί να μεταφράζει αρχαία κείμενα. Μέχρι
που σαν φοιτητής της Νομικής έκανε μια
έρευνα πάνω στην “Αντιγόνη” του
Σοφοκλή –που του αρέσει πάρα πολύ σαν έργο– και στη συνέχεια τη μετέφρασε σε έμμετρο δεκαπεντασύλλαβο,
δίνοντάς της τη μορφή ενός δημοτικού τραγουδιού, κάτι που δεν έχει κάνει
κανείς άλλος μέχρι στιγμής. “Κάποια
στιγμή θα ήθελα να παιχτεί αυτή η μετάφραση”, διατυπώνει την ευχή και μου
αναφέρει το πόσο χαρούμενος ένιωσε όταν παλαιότερα
του απονεμήθηκε έπαινος για την επινόηση της λέξης “τρυφερομάγουλος”, που δεν
υπάρχει ως λέξη στην ελληνική γλώσσα. Επρόκειτο για το χαρακτηριστικό σημείο
“Ερωτα, ανίκητε στη μάχη”, που
εκείνος το απέδωσε “Έρωτα εσύ,
τρυφερομάγουλα κορίτσια που έχεις για σύντροφους κάθε μια νύχτα”.
Βρέθηκε
για πρώτη φορά στη
σκηνή του θεάτρου, με την Πειραματική Σκηνή της Δραματικής Σχολής του Πειραϊκού
Συνδέσμου, ερμηνεύοντας έναν ρόλο στο έργο “Η
Αυλή των Θαυμάτων” του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αλήθεια, πιστεύει ότι αυτό
χρειάζεται σήμερα ο άνθρωπος για να πιστέψει ξανά στον εαυτό του και στην
ομορφιά της ζωής; Ένα θαύμα;, τον ρωτάω αμέσως μετά. Και εκείνος σπεύδει να
μου απαντήσει με μάτια που δείχνουν ότι συγκινούνται στην ανάμνηση εκείνης της
πρώτης του επαφής με “κανονικό κοινό”,
όπως τονίζει.
«Εκεί,
σε αυτόν το χώρο του Δημοτικού Θεάτρου και με αυτήν τη Σχολή –η οποία υπάρχει
ακόμη– ήταν η πρώτη φορά που βρέθηκα μπροστά σε κοινό που ήταν πλέον κανονικό
κοινό, εννοώντας ότι επρόκειτο για θεατές που είχαν έρθει για να
παρακολουθήσουν μια επαγγελματική θεατρική παράσταση, στην οποία πολλές φορές
συμμετείχαν και οι καθηγητές μας. Ήταν μια αξέχαστη και πολύτιμη εμπειρία, τη
θυμάμαι ακόμη και δεν την ξεχνώ, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ήμουν πάντοτε εξοικειωμένος με το κοινό,
από το σχολείο έβγαινα στις γιορτές και έλεγα τα ποιήματα, τα οποία πάντοτε ήταν
δικά μου! Περίμεναν πώς και πώς κάθε φορά να γράψω ένα δικό μου
ποίημα για να βγω και να το απαγγείλω!».
Η διαδρομή του στα μονοπάτια της τέχνης που λάτρεψε από
παιδί, αλλά και στην ίδια του τη ζωή, του επεφύλασσε αρκετές όμορφες και
ευτυχισμένες στιγμές αλλά και άλλες τόσες δύσκολες και επώδυνες. Ποιες από όλες αυτές τις στιγμές που
έχουν γραφτεί μέχρι στιγμής στο βιβλίο της ζωής του, θα τόνιζε με έντονο χρώμα και ποιες θα έσβηνε με μια
φανταστική γομολάστιχα;
«Οι
πολύ σημαντικές στιγμές εκτός καλλιτεχνικής ζωής, οι άσχημες, υπήρξαν οι
στιγμές των θανάτων των πολύ δικών μου ανθρώπων, που τις έχω βιώσει πολύ
οδυνηρά γιατί οι απώλειες ήρθαν μετά από μεγάλες ασθένειες. Πρόκειται για
στιγμές που ιδίως όταν τις έχει ζήσει ένας άνθρωπος σαν παιδί, διαμορφώνουν
μετέπειτα και το χαρακτήρα του. Γι’αυτό το λόγο κιόλας προσέχω πάρα πολύ την
υγεία μου, για να μην ζήσω κι εγώ στο μέλλον αυτό που είδα. Αντίθετα, οι πολύ ευτυχισμένες στιγμές της προσωπικής
μου ζωής ήταν οι στιγμές των πολύ μεγάλων ερώτων. Τη στιγμή, δηλαδή που συναντάς για πρώτη φορά τα μάτια ενός ανθρώπου
και λες “αχ, εδώ είναι ο ήλιος!”. Τις
στιγμές που νιώθεις τον κεραυνοβόλο έρωτα! Όταν ήμουν μικρός, νόμιζα ότι
αυτό συμβαίνει μόνο μια φορά στη ζωή του ανθρώπου, στην πορεία όμως κατάλαβα
ότι μπορεί να συμβεί και περισσότερες φορές. Εμένα μου έχει συμβεί στη ζωή μου τέσσερις φορές και έχω νιώσει το ίδιο πολύ
μεγάλο συναίσθημα και μάλιστα με την ίδια ένταση! Και βέβαια πάντοτε ελπίζω
ότι μπορεί να το ξαναζήσω! Γι’αυτό και παραμένω νέος! (γέλια).
»Καλλιτεχνικά,
οι πιο όμορφες στιγμές ήταν η συνάντησή
μου με το Μάνο Χατζιδάκι, η πρώτη μας επαφή, το βλέμμα του όταν με
πρωτοσυνάντησε και μου είπε “είσαι ακριβώς αυτό που ψάχνω”, στη συνεργασία μας στο
μουσικό θέαμα με τον τίτλο “Πορνογραφία”, που εκτυλισσόταν σε δύο πράξεις με
τραγουδιστές, ηθοποιούς, χορωδούς, χορευτές και μικρή ορχήστρα. Ή όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του ο
Νίκος Κούνδουρος, τότε που είχα πάει δειλά-δειλά
για να με διαλέξει για μια ταινία και αμέσως με άρπαξε λέγοντάς μου κατευθείαν
το ίδιο πράγμα! Επίσης, η ωραιότερή μου θεατρική στιγμή ήταν στην
αρχή της καριέρας μου το 1978, όταν έπαιζα σε ένα μικρό χωριό, τα Μεστά της
Χίου, όπου ανεβάσαμε τον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου. Εγώ έπαιζα την Κασσάνδρα,
και την ώρα που εκείνη έλεγε τις κατάρες για τον πόλεμο, όλο το χωριό που
ήταν στα σκαμνάκια, σηκώθηκε όρθιο και πήγε προς τα πίσω και ακούστηκε ένα “Ααααα!”,
το οποίο δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Γριές, γέροι, νέοι και παιδιά είχαν τρομάξει τόσο
από αυτά που έλεγα για τον πόλεμο, επειδή είχαν τις δικές τους αναμνήσεις, κι
έτσι ταυτίστηκαν και ένιωσαν κατάπετσα το ρόλο και οι ίδιοι.
»Άσχημες
καλλιτεχνικές στιγμές υπάρχουν, επίσης. Μια τέτοια είναι όταν άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά, πίσω από μια πόρτα που βρέθηκα
εντελώς τυχαία, έναν γνωστό μου φίλο και πρωταγωνιστή, με τον οποίο παίζαμε σε
ένα σίριαλ, να λέει “Κόψτε τις σκηνές, δεν μπορεί να παίζει παραπάνω από
εμένα!”. Αυτό ήταν μια πολύ οδυνηρή στιγμή για εμένα, με πλήγωσε αφάνταστα και
δεν μπορώ ακόμη να πιστέψω ότι ειπώθηκε, αλλά ειπώθηκε. Μέσα μου βέβαια, τον
έχω πλέον συγχωρέσει».
Το
1983 συμμετείχε στην τηλεοπτική σειρά “Οι
Ιερόσυλοι” με σεναριογράφο και πρωταγωνιστή τον Θάνο Λειβαδίτη. Μια σπείρα
“ιερόσυλων” αναζητά ένα εξιλαστήριο θύμα για να θολώσει το νου των εκπροσώπων
του νόμου και να δρα ανενόχλητη σε βάρος
των ανυποψίαστων πολιτών. Νομίζει ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα στην
εγχώρια και παγκόσμια πολιτική σκηνή, με αποδέκτη την Ελλάδα;,
είναι η αμέσως επόμενη ερώτησή μου.
«Το συγκεκριμένο σίριαλ ήταν που με έκανε ευρέως γνωστό,
και είχε μάλιστα τόσο μεγάλη απήχηση, που
κράταγε τον κόσμο στα σπίτια του φανατικά, με τηλεθέαση που είχε αγγίξει το 92%
(!). Όντως, η υπόθεσή του έδειχνε αυτό ακριβώς που γίνεται και αυτή τη στιγμή,
που προσπαθούν να μας βάλουν “τούλια”
μπροστά στα μάτια, προκειμένου να μην καταλαβαίνουμε αυτό που συμβαίνει και να
το θεωρούμε μάλιστα και φυσιολογικό, ενώ είναι εντελώς παράλογο. Αισθάνομαι ότι αυτοί
που κρατούν το κεφάλαιο, αρπάζουν τα χρήματα όλων των λαών της γης,
προσπαθώντας συγχρόνως να μας πείσουν
ότι αυτό είναι για το καλό μας και ότι εμείς πρέπει να ζήσουμε όλοι φτωχικά.
Αυτό πιστεύω ότι θα φέρει κάποια στιγμή
μια πολύ μεγάλη επανάσταση, στην οποία θα χυθεί πάρα πολύ αίμα πάνω στη γη».
Έναν χρόνο μετά, το έτος 1984, βρέθηκε να παίζει ανάμεσα σε ξένους και Έλληνες ηθοποιούς
–όπως τον Χρήστο Βαλαβανίδη, την Μπέτυ
Βαλάση, τον Τίτο Βανδή κ.ά. – στην τηλεοπτική
σειρά “First Olympics: Athens 1896”,
του αμερικανικού δικτύου NBC. Ξεκλειδώνοντας το μπαούλο με τις αναμνήσεις,
τι είναι αυτό που θυμάται ιδιαίτερα από
αυτήν τη συνεργασία;
«Ήταν
μια πάρα πολύ ωραία στιγμή και με τα λεφτά αυτής της δουλειάς –που κράτησε για
εμένα 10 ημέρες– πήρα το πρώτο μου αυτοκίνητο! Εκείνο που μου έχει μείνει
ιδιαίτερα, είναι το ότι όλοι οι Αμερικάνοι συντελεστές με παρότρυναν να
συνεχίσω την καριέρα μου στην Αμερική, όμως εγώ ποτέ δεν το σκέφτηκα. Ποτέ δεν θέλησα να εγκαταλείψω την Ελλάδα
παρόλο που είμαι κατά των συνόρων και πιστεύω ότι όλη η γη είναι η πατρίδα μου
και όχι μόνο η Ελλάδα. Ωστόσο, διατηρώ την ελληνικότητά μου, αγαπώ τα
αρχαία μας, αγαπάω πάρα πολύ την αρχαία Ελλάδα χωρίς όμως να είμαι εθνικιστής.
Το γεγονός ότι η τελευταία εικόνα που
βλέπω κάθε βράδυ από το σπίτι μου πριν κοιμηθώ, είναι η Ακρόπολη, με κάνει να
νιώθω ότι είμαι ένας από τους πιο ευτυχισμένους πολίτες της γης!
»Αργότερα,
μου έγινε και μια πρόταση να παίξω και σε μια αμερικάνικη ταινία τον
Μεγαλέξανδρο σε μικρή ηλικία, αλλά η ταινία τελικά δεν έγινε ποτέ. Θυμάμαι ότι
έλεγα τότε “Θεέ μου, φαντάζεσαι να παίξω τον Μεγαλέξανδρο!”, γιατί από μικρό
παιδί μου έλεγαν ότι του μοιάζω και ότι έχω ακριβώς το προφίλ του. Αν κοιτάξει
κανείς το πρόσωπό μου από το πλάι είναι ακριβώς το ίδιο! Και η πλάκα είναι ότι επειδή
η οικογένειά μου προέρχεται από τη
Χαλκιδική, καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να λέει “για σκέψου να είμαι απόγονος
του Μεγαλέξανδρου!”(γέλια)».
Πριν από λίγες ημέρες, βρέθηκα στο Εθνικό Θέατρο παρακολουθώντας την παράσταση “Άννα Καρένινα”, σε
σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια. Εκεί, τον
είδα να ενσαρκώνει έναν σχετικά μικρό αλλά αρκετά σημαντικό ρόλο και αμέσως μου
γεννήθηκε η απορία. Ισχύει, τελικά ότι
ένας ηθοποιός μπορεί να αναδείξει στο έπακρο το γνήσιο χάρισμά του στην τέχνη
του, ακόμη και μέσα από μία μόλις ατάκα;
«Φυσικά
και ισχύει», μου απαντάει και συνεχίζει αναλύοντας το σκεπτικό του. «Ο καλός
ηθοποιός δεν είναι αυτός που θέλει το μεγάλο ρόλο, αλλά αυτός που υπηρετεί ακόμη
και το βουβό ρόλο σαν να είναι ο Άμλετ. Και πράγματι αυτή η πεποίθησή μου με
έκανε από πολύ νέο να εισπράττω κριτικές
που με χαρακτήριζαν σαν έναν μεγάλο ηθοποιό που παίρνει τους μικρούς ρόλους και
τους κάνει πρωταγωνιστικούς. Το να με σταματάει για παράδειγμα ένας θεατής
στο δρόμο για να μου πει ότι θυμάται εμένα από μια παράσταση τόσο μεγάλη, αυτό
σημαίνει κάτι. Με κάνει να πετάω στα ουράνια και γι’αυτό ποτέ δεν εξέτασα το
μέγεθος ενός ρόλου. Ποτέ δεν έχω
απαιτήσει κάποιο ρόλο. Λέω πάντα
στον εκάστοτε σκηνοθέτη “δώσε μου ό,τι πιστεύεις!”. Ακόμη και τώρα, στην
“Άννα Καρένινα”, όταν διαβάσαμε το έργο και άκουσα το τι είχε στο μυαλό του ο
Ζούλιας για τον βουβό ρόλο, πήγα μετά και του είπα “Πέτρο, σε παρακαλώ αυτόν το
βουβό ρόλο μπορώ να τον αναλάβω εγώ;” και μου λέει “Μα σε εσένα θα τον έδινα!”.
Επίσης, ποτέ δεν έχω βάλει όρους και στα
χρήματα με τα οποία θα αμειφθώ, εξαργυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την
αναγνωρισιμότητά μου. Μάλιστα στο παρελθόν έχω κατηγορηθεί και από συναδέλφους
γι’αυτόν το λόγο, επειδή θεωρούν ότι έτσι “χαλάω την πιάτσα”. Πολύ συχνά
παίζω και με νέα παιδιά σε διάφορους θιάσους και τους λέω “παιδιά ό,τι βγάλουμε,
κι αν δεν βγάλουμε, τίποτα, δεν πειράζει!”».
Στη συνέχεια, τον μεταφέρω νοερά πίσω στο χρόνο, λίγα
μόλις χρόνια πριν, όταν βραβεύτηκε για
την καλύτερη ερμηνεία σε μονόλογο,
για το ρόλο του στο έργο του Ζάχου Βασιλείου, το “Παγκάκι”. Μια αληθινή ιστορία για έναν άστεγο
που ζούσε σε ένα παγκάκι κοντά στο Λευκό Πύργο μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Τα
περιστατικά αυτά πολλαπλασιάζονται καθημερινά. Θα μπορέσουμε άραγε κάποτε να περπατάμε στο δρόμο συναντώντας όλο και
λιγότερες εικόνες ανθρώπινης εξαθλίωσης ως απόρροια μιας πολιτικο-κοινωνικής
κατάστασης που, όπως φαίνεται, δεν αποδίδει;
«Αυτή η παράσταση αποτελεί άλλη μια από
τις πολύ σημαντικές στιγμές στην πορεία μου στο θέατρο. Τη στιγμή που κρατούσα στα χέρια μου τη φωτογραφία της πραγματικής μου
μάνας και μιλούσε ο άστεγος για τη μάνα του, εκείνη την ώρα τα δάκρυά μου
μπλέκονταν με εκείνα του ρόλου και στην ουσία έβλεπα τη δική μου μάνα που μου
έδινε δύναμη και κουράγιο. Σε σχέση με το αν θα τα καταφέρουμε να βγούμε
κάποτε από όλη αυτή τη δεινή κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα, ασφαλώς και κάποτε
θα μπορέσουμε, αλλά πολύ φοβάμαι ότι αν
δεν γίνει κάτι πολύ δραστικό, αυτές οι εικόνες, τουλάχιστον για την επόμενη
δεκαετία, δυστυχώς θα πολλαπλασιάζονται. Από την πλευρά μου κι εγώ κάνω
ό,τι μπορώ για να βοηθάω, όσο μπορώ βέβαια, γιατί δεν είμαι και τόσο πλούσιος
για να μπορώ να μοιράζω αλόγιστα δεξιά κι αριστερά τα χρήματά μου. Έχω χάσει
πάρα πολλά λεφτά στην αγαθοεργία διότι μου χρωστούν και ξέρω ότι δεν θα μου τα
δώσουν ποτέ. Επειδή όμως δεν είμαι άνθρωπος που εστιάζει στο χρήμα, είμαι
ευτυχισμένος και ας μην μου επιστραφούν ποτέ αυτά τα χρήματα, τα οποία τα έδωσα
γιατί το αισθανόμουν και πραγματικά ήθελα να βοηθήσω».
Κατά καιρούς έχει
ταχθεί στο παρελθόν υπέρ των μειονοτήτων. Εδώ και αρκετό διάστημα οι πρόσφυγες που καταφεύγουν στη χώρα μας
αλλά και σε άλλες χώρες του εξωτερικού, κάνουν τις απόψεις των πολιτών να
διίστανται. Έτσι, αρπάζω την ευκαιρία για να τον ρωτήσω το πώς αντιλαμβάνεται εκείνος σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης τα δύο “αντιμαχόμενα
στρατόπεδα” εκείνων που χωρίζονται σε αυτούς που θεωρούν τους πρόσφυγες
ισότιμους συνανθρώπους και σε όσους τους αντιμετωπίζουν ως “ξένο σώμα”.
«Όπως
ανέφερα και πριν, δεν πιστεύω στα σύνορα αλλά στην ελεύθερη διακίνηση των
ανθρώπων. Αυτό που έλεγε ο Χριστός το “αγαπάτε αλλήλους”, αυτοί που είναι
χριστιανοί δεν το τηρούν. Όταν λέμε “αγαπάτε αλλήλους”, ποιους εννοούμε; Αυτούς
που πιστεύουν το ίδιο; Το “αγαπάτε
αλλήλους” σημαίνει αγαπάμε τους πρόσφυγες, τους Ζουλού, τους Ινδιάνους, τους
μαύρους, τους κίτρινους, τους ομοφυλόφιλους, τους τραβεστί, όλους όσους
υπάρχουν επί γης. Όλοι οι άνθρωποι είναι το ίδιο και για εμένα δεν υπάρχει
κανένας άνθρωπος που είναι υποδεέστερος του άλλου».
Κάνοντας την έρευνά μου για εκείνον, πριν συναντηθούμε
για τη συνέντευξη, διάβασα ότι από μικρό παιδί θαύμαζε σπουδαίους Έλληνες
ηθοποιούς, όπως την Αλίκη Βουγιουκλάκη,
τη Μάρθα Καραγιάννη, το Θανάση Βέγγο, τους οποίους αρκετά
χρόνια αργότερα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και με την ιδιότητά του ως
ηθοποιός. Υπάρχουν κάποια λόγια τους,
που δεν θα ξεχάσει ποτέ και τα κρατάει
μέχρι σήμερα σαν φυλαχτό;
«Είχα
την τύχη, όχι μόνο να συνεργαστώ με αρκετούς σημαντικούς ανθρώπους από αυτούς, αλλά και να γίνουμε με κάποιους και πάρα πολύ καλοί φίλοι. Είναι κάτι που
πιστεύω πως είναι πολύ μεγάλη ευτυχία για έναν άνθρωπο, το να συναναστραφώ κάποια
στιγμή στη ζωή μου, ανθρώπους που όταν ήμουν παιδάκι τους θαύμαζα και που ποτέ
δεν φαντάστηκα ότι θα τους γνώριζα, και αυτοί μετά να γίνουν η οικογένειά μου! Γνώρισα πολύ καλούς ανθρώπους, με ανοιχτά
πνεύματα που με έκαναν να εξελιχθώ, όπως η Μάρθα Καραγιάννη, ο Γιάννης
Δαλιανίδης, η Ροζίτα Σώκου, η Σμάρω Στεφανίδου, ο Ζυλ Ντασέν, η Μελίνα Μερκούρη.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι άφησαν κάτι επάνω
μου και κυρίως μου άφησαν το ανοιχτό πνεύμα.
»Μου άρεσε κάτι που έλεγε η
Σμάρω και μάλιστα μου το έχει αφήσει και σε γραπτό μήνυμα, το οποίο κρατάω
ακόμη. Μου έλεγε, λοιπόν “Εσύ, είσαι ο Άγιος του θεάτρου”, γιατί πολλές φορές
μου λένε κι άλλοι “άμα πεθάνεις, θα βγάλουμε τον Άγιο Μπιμπίλα, γιατί είσαι
τόσο καλός άνθρωπος”», μου εκμυστηρεύεται και χαμογελάει.
Δευτερόλεπτα μετά προσθέτει και τα λόγια
που του έρχονται στο μυαλό, τα οποία του είχε πει κάποτε η Μελίνα Μερκούρη.
Είδε τα μάτια του και του είπε “Από πού είσαι εσύ, ρε μάγκα;”. Και
της απάντησε “Πειραιωτάκι”. “Α,
ρε Πειραιωτάκι!”, του ανταπέδωσε εκείνη με το χαρακτηριστικό της ύφος. “Εσύ
θα πας μπροστά!”». Κι όπως
απέδειξε η πορεία του καταξιωμένου σήμερα ηθοποιού, η πρόβλεψή της έπεσε διάνα.
Χαρακτηριστική, όμως είναι και η δική του φωνή, την οποία
δανείζει σε ήρωες κινουμένων σχεδίων, κάνοντας μεταγλώττιση παιδικών σειρών, όπως τα “Στρουμφάκια”, ο “Αστερίξ”,
ο “Βασιλιάς των Λιονταριών”, ο “Μπαγκς Μπάνι” –στον οποίο δανείζει τη
φωνή του εδώ και 27 χρόνια– κ.ά. Κατά πόσο πιστεύει ότι ο κόσμος μας με τη
μορφή που έχει στις μέρες μας, δίνει φτερά στα όνειρα των παιδιών για το μέλλον;
«Η
μεταγλώττιση χωρίζεται σε καλή και κακή. Όσες
φορές έχω αναγκαστεί να δουλέψω σε μεταγλωττίσεις ιαπωνικού τύπου, που είναι με
τέρατα, με κάτι μηχανοκίνητα αηδιάζω και λέω “Γιατί τα κάνουμε αυτά για τα
παιδιά;”. Είναι σαν να εγκληματούμε.
Βία, πολλή βία. Έχω, όμως δουλέψει
και στην καλή μεταγλώττιση των παραμυθιών και ηρώων του Γουώλτ Ντίσνεϋ, που
μιλάνε για το καλό, τη φιλία, την αγάπη και την αλληλεγγύη. Όταν βάλεις μέσα
στο μυαλό τον παιδιών όλα αυτά, τότε βοηθάς κι εσύ τον κόσμο να γίνει καλύτερος
κι εκείνα να εξακολουθήσουν να ονειρεύονται».
Η ώρα έχει περάσει χωρίς να το καταλάβουμε, κι εκείνος
μου απαντάει υπομονετικά και με αστείρευτη έμπνευση σε καθεμιά από τις
ερωτήσεις μου. Το τηλέφωνο δεν έχει σταματήσει να χτυπά, αφού εκτός όλων των
υπολοίπων δραστηριοτήτων του, έχει και ενεργή
συνδικαλιστική δράση. Πώς βλέπει την
εξέλιξη του κλάδου και πώς αξιολογεί
τα πρόσφατα γεγονότα σχετικά με την επιλογή υποψηφίων καλλιτεχνικών στελεχών
για να διαμορφώσουν την εικόνα και τη λειτουργία του Φεστιβάλ Αθηνών;
«Είμαι
γύρω στα 25 χρόνια στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, όπου με εκλέγουν εκείνοι ως
αντιπρόσωπό τους σε πολλά συμβούλια –τώρα είμαι σε έξι– γιατί αγωνίζομαι πάρα
πολύ για τα δικαιώματά τους. Υπάρχει γενικά ένα χάος στη δουλειά μας και μέσα
σε όλο αυτό το χάος προσπαθώ να βοηθήσω όσο μπορώ, μέσα από μια συνδικαλιστική,
έντιμη κατά την άποψή μου, στάση. Οι
ηθοποιοί αυτή τη στιγμή ζουν τη χειρότερη περίοδο μετά την Κατοχή. Είναι απλήρωτοι, ανασφάλιστοι, άνεργοι,
πολλές φορές χωρίς ένσημα ακόμη κι αν δουλεύουν. Ζούμε σε ένα καθεστώς
άγριου κυνηγητού για να πληρωθούμε από δουλειές που μας εκμεταλλεύονται
απίστευτα. Δυστυχώς, όμως οι ίδιοι οι
ηθοποιοί δεν βοηθάνε το Σωματείο μας, και ενώ κατακεραυνώνουν τις διοικήσεις,
δεν συμμετέχουν στο να τις αλλάξουν.
»Στο
θέμα με τον Γιαν Φαμπρ (ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Αθηνών
και Επιδαύρου, που είχε προταθεί από το υπουργείο Πολιτισμού, ο οποίος μετά τη
θύελλα των αντιδράσεων των Ελλήνων ηθοποιών υπέβαλε την παραίτησή του), ήμουν
αντίθετος από την αρχή. Το θεωρώ
αδιανόητο ότι ένας ξένος ήρθε εδώ να προσβάλλει τους Έλληνες ότι θα πρέπει να
δίνουν εξετάσεις για να κρίνεται αν θα συμμετάσχουν σε ένα διεθνές φεστιβάλ που
το διοργανώνει η Ελλάδα. Εμείς
είμαστε η κοιτίδα του πολιτισμού. Το
ότι εδώ γεννήθηκε ο πολιτισμός, αυτό δεν θα μας το αμφισβητήσει κανείς.
Προσωπικά δεν με ενδιαφέρουν τα γυμνά, γιατί κάποιοι ενοχλήθηκαν από τα γυμνά.
Όλα είναι Τέχνη. Το να χρησιμοποιείς όμως ζώα και να τα πετάς στη σκηνή χωρίς
να τα ρωτήσεις, δεν είναι σίγουρα Τέχνη, και θα έπρεπε οι φιλοζωικές οργανώσεις
του πολιτισμένου αυτού κράτους να είχαν ήδη επέμβει».
Σε
μια παλαιότερη συνέντευξή του, είχε δηλώσει πως “ο κόσμος στο σύνολό του είναι πιο κοντά στην ιδεολογία της Αριστεράς,
αλλά είναι φοβισμένος και πάει και ψηφίζει τα δύο μεγάλα κόμματα”.
Βιώνοντας στην παρούσα χρονική περίοδο την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα,
κατά πόσο εξακολουθεί να νιώθει ότι ισχύει αυτή η διαπίστωση;
«Τώρα
είμαστε όλοι αρκετά μπερδεμένοι. Δεν υπάρχουν πια τα δυο μεγάλα κόμματα,
έσβησαν κι αυτά μέσα στην κακή διαχείριση και στην κλεψιά αυτών που τα
διοικούσαν, γιατί όλοι μας πλέον πληρώνουμε τις κλεψιές των δυο μεγάλων
κομμάτων. Η Αριστερά δυστυχώς είναι
ανήμπορη να φτιάξει και να κάνει το οτιδήποτε μέσα σε μία ήδη κατεστραμμένη
χώρα και φορτώνεται να λύσει το πρόβλημα των προηγούμενων κλεφταράδων. Με
αυτή την έννοια η Αριστερά καταστράφηκε, οπότε και ο κόσμος θα επιστρέψει
αναγκαστικά σε αυτούς που τον έκλεψαν και ο τραγέλαφος θα συνεχίζεται μέχρι να
γίνει η ανεξέλεγκτη έκρηξη. Σίγουρα θα γίνει. Έτσι φαίνεται τουλάχιστον. Και
όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο».
Κλείνω το δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι και τον βλέπω ότι
έχει προβληματιστεί αρκετά με τα όσα συζητήσαμε μέσα σε αυτόν το χώρο που είναι
γεμάτος από παλιές φωτογραφίες, περιοδικά εποχής και διάχυτη αύρα θεάτρου. Ο
ήλιος έξω λάμπει παρά τη “συννεφιά” των όσων προκαλούν σε όλους μας αυτά που
διαδραματίζονται γύρω μας, τα τελευταία κυρίως χρόνια.
Καθώς μου μιλάει για τις καλλιτεχνικές δραστηριότητές του το επόμενο διάστημα –Εθνικό Θέατρο, ενδεχόμενη επανάληψη της παράστασης το “Παγκάκι”, και η ολοκλήρωση της συγγραφής του αυτοβιογραφικού
βιβλίου με στοιχεία μυθιστορήματος, με τον τίτλο “Αροκάρια των Αγγέλων” – σκέφτομαι και κάτι άλλο που μου
ανέφερε στην αρχή της συζήτησής μας και παίρνω δύναμη. Σαν να άνοιξε ένα
φανταστικό μπουκαλάκι με “μαγικό νέκταρ”, όμοιο με αυτό που έπινε η “Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων” και άλλαζε
τη ζωή της στη στιγμή! “Πιστεύω ότι γίνονται θαύματα”, μου
είπε πριν αρχίσω να του υποβάλλω τις ερωτήσεις μου, “γιατί τα θαύματα γίνονται από τη
σημαντική ενέργεια που έχουμε οι ίδιοι μέσα μας και την οποία δεν γνωρίζουμε!”,
ολοκλήρωσε τη σκέψη του. Και έχει δίκιο. Απόλυτο. Γιατί αν κλείσουμε τα αυτιά
μας στις “σειρήνες” του κόσμου, και αφουγκραστούμε εκείνη τη μαγική φωνή μέσα
μας, τότε θα τη γνωρίσουμε! Σίγουρα. Και
τότε όλα είναι πιθανά! Ακόμη και τα
θαύματα...
*Πηγή φωτογραφιών: Προσωπικό αρχείο Σπύρου Μπιμπίλα
Φωτ.3: Στιγμιότυπο από τη θεατρική παράσταση "Θεοδώρα", με τη Μιμή Ντενίση.
Φωτ.4: Από τη θεατρική παράσταση "Αχαρνείς".
Φωτ.5: Από τη μουσική παράσταση "Πορνογραφία" του Μάνου Χατζιδάκι.
Φωτ.6: Στιγμιότυπο από τη θεατρική παράσταση βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη "Τα Πουλιά".
Φωτ.7: Από την παράσταση "Το Ψόφιο Παγώνι".
Φωτ.8: Από τη βραβευμένη ερμηνεία του, στο θεατρικό μονόλογο το "Παγκάκι".
Φωτ.9: Από την παράσταση "Ξύπνα Βασίλη" μαζί με τον Γιώργο Κωνσταντίνου.
Φωτ.11: Συμμετοχή στη θεατρική παράσταση "Ένα καπέλο από ψάθα Ιταλίας".
Φωτ.12: Στιγμιότυπο από τις ωραιότερες θεατρικές του στιγμές, από την παράσταση "Αγαμέμνων" του Αισχύλου, στα Μεστά της Χίου (1978).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου