Όλη τη ζωή μου ένιωθα σαν…ψάρι. Όλη, μα όλη, μα όλη μου
τη ζωή. Σαν ψάρι, ναι. Όχι, όμως από εκείνα τα ψάρια που κατεβάζουν “αμάσητο”
ό,τι παραμύθι τα ταΐσεις. Ούτε από τα άλλα, που τρέχουν να υποταχθούν και να
ακολουθήσουν το κοπάδι πηγαίνοντας όπου τα πάει το ρεύμα. Όχι, από αυτά, όχι.
Από τα άλλα εννοώ. Από εκείνα που κάνουν
στροφή κι ενώ όλα τα υπόλοιπα…ψάρια πηγαίνουν προς την κατεύθυνση που τους
έχουν υποδείξει ως “σωστή”, εκείνα κολυμπούν αντίθετα. Στο αντίθετο ρεύμα. Κόντρα και μόνο κόντρα κι ας τους φωνάζουν οι
διάφοροι “καλοθελητές” από την ασφάλεια του καναπέ τους, ότι οδεύουν ολοταχώς προς
την...καταστροφή. Αυτό που φαίνεται όμως να μην έχουν καταλάβει οι “καλοθελητές”
είναι το ότι τις περισσότερες φορές η
καταστροφή έγκειται ακριβώς εκεί. Στο
να ακολουθείς αδιαμαρτύρητα το ρεύμα. Πρόκειται για σκέψεις που πρόσφατα
ανακάλεσα στη μνήμη μου μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, του οποίου ο τίτλος και
μόνο κέρδισε μια ξεχωριστή θέση στο ράφι της βιβλιοθήκης και στο συρτάρι της ψυχής
μου.
“Μόνο
τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα”, το βάφτισε ο συγγραφέας του, Κυριάκος Γιαλένιος και με την πένα του να έχει σαν “καύσιμο” το
στοιχείο της περιπέτειας, του ριψοκίνδυνου, της τόλμης και της μαεστρίας να
γητεύει τις λέξεις, ενστάλαξε ζωή στους ήρωες μιας ιστορίας που μας θυμίζει το
πόσο πολύτιμο είναι το να τολμά κανείς να βγαίνει από τη “γυάλα” του χρυσόψαρου
και να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα έστω κι αν όλα γύρω του προσπαθούν να τον
πείσουν για το αντίθετο. “Όσοι γενναίοι επιχειρούν μια έξοδο, γρήγορα καταλαβαίνουν
πως ο δρόμος που διάλεξαν θα είναι μοναχικός και δύσβατος”, μου
τονίζει, μεταξύ άλλων, στη συζήτησή μας. Έστω όμως και έτσι, η επιλογή τους δεν
αλλάζει. Γιατί πρόκειται για “ψάρια” που μέσα από τις δυσκολίες και τις παγίδες
που κρύβει η διαδρομή, έμαθαν, κατάλαβαν, συνειδητοποίησαν ακριβώς αυτό: ότι τα ψάρια που έχουν γεννηθεί για να
ταξιδεύουν στον απέραντο ωκεανό, δεν μπορούν να κολυμπούν για πολύ καιρό στα
ρηχά νερά μιας λίμνης. Ακόμη κι αν χρειαστεί να πάνε κόντρα στο ρεύμα για να το
πετύχουν αυτό. Κυρίως τότε…
Συνέντευξη
στη Βίκυ Καλοφωτιά
Η
σελίδα που κλείνει μέσα της σαν επτασφράγιστο μυστικό, τον επίλογο του
πρόσφατου μυθιστορήματός σας με τον τίτλο “Μόνο
τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα”, έχει τον αριθμό 407. Πώς εμπνευστήκατε
την πλοκή που διαδραματίζεται σε όλες τις προηγούμενες σελίδες μέχρι και το
ανατρεπτικό τέλος της ιστορίας;
Η έμπνευση για μένα δεν είναι κάτι μεταφυσικό αλλά μια
δυναμική και καθημερινή διαδικασία. Ένας συνδυασμός πειθαρχίας, μεθοδικότητας
και ενσωμάτωσης εμπειριών και εικόνων στον κορμό του βιβλίου. Η λευκή κολλά
μπροστά μου γεμίζει με φράσεις και περιστατικά που αντλούνται πρωτίστως από την
δεξαμενή της μνήμης και των –έμμεσων και άμεσων– εμπειριών.
“…κάποιοι
γράφουν τραγούδια για κορίτσια σαν εσένα”,
γράφει στην επιφάνεια του τσιγάρου παραδίδοντάς της το, κι έτσι η μοίρα αρχίζει
σταδιακά να υφαίνει τον ιστό της γνωριμίας τους. Ο Ντέιν και η Υβόν, δυο από
τους χάρτινους κεντρικούς χαρακτήρες. Πιστεύετε ότι οι άνδρες στην εποχή μας
είναι το ίδιο τολμηροί όταν διεκδικούν μια γυναίκα ή αφήνουν τα πράγματα στην
τύχη τους, με την πρόφαση ότι “ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει”;
Ένας άντρας –όπως και μια γυναίκα– οφείλει στον εαυτό του
και στην μαγεία του έρωτα να διεκδικήσει αυτό που επιθυμεί, δίχως δεύτερη σκέψη
και φόβο για τυχόν απόρριψη. Άλλωστε, αν δεν τολμήσεις δεν θα ανακαλύψεις ποτέ
πώς θα εξελισσόταν μια κατάσταση. Δεν πιστεύω, λοιπόν ότι είναι θέμα εποχής ή
συνθηκών αλλά ζήτημα χαρακτήρα και στάση ζωής.
Καλά
κρυμμένες αλήθειες που ξεπηδούν πίσω από κάθε λέξη του βιβλίου, βρίσκουν τον
τρόπο να αποκαλυφθούν έστω κι αν το τίμημα κάποιες φορές είναι αρκετά υψηλό.
Κατά πόσο έχει ο καθένας μας σήμερα τα “κότσια” να αναζητά την αλήθεια θέτοντας
σε κίνδυνο τον “βολεμένο” του εαυτό σε σχέσεις, συνήθειες, πεποιθήσεις και
επιλογές ζωής;
Η “αλήθεια” για τον καθένα μας είναι μια τελείως
υποκειμενική έννοια. Αν υποθέσουμε ότι χρειάζεται μια ιδεαλιστική στάση
απέναντι στη ζωή και στις συνθήκες που διέπουν τη σχέση μας με τον κόσμο,
οφείλω να παραδεχθώ πως είναι όλο και πιο δύσκολο για τον μέσο άνθρωπο να “ξεβολευτεί”
και να περπατήσει στο αγκαθωτό μονοπάτι της αντι-συμβατικότητας. Καλώς ή κακώς,
το γενικό πλαίσιο είναι καθορισμένο από άλλους στο όνομα μιας επίπλαστης
ευημερίας και όσοι γενναίοι επιχειρούν
μια έξοδο, γρήγορα καταλαβαίνουν πως ο δρόμος που διάλεξαν θα είναι μοναχικός
και δύσβατος.
Οι
ήρωές του έρχονται αντιμέτωποι με το απρόσμενο της μοίρας. Όταν κάποιος
αδυνατεί να πετύχει αυτά που επιθυμεί, κατά πόσο είναι συνετό να μεταθέτει τις
ευθύνες του στη μοίρα θεωρώντας την υπαίτια για ό,τι του συμβαίνει;
Οι ήρωες του βιβλίου μου μπορεί πάνω στην απογοήτευσή
τους κάποιες φορές να ρίχνουν το φταίξιμο για την κατάσταση που έχουν περιέλθει,
στην τυφλή μοίρα, αλλά γρήγορα συνειδητοποιούν πως είναι στα χέρια τους να την
μεταβάλλουν κι έτσι να μεταμορφώσουν και τις ζωές τους. Θεωρώ ότι η μοίρα μας
είναι κάτι ρευστό, κι ως ένα σημείο έχουμε τη δυνατότητα να την πλάσουμε εμείς οι ίδιοι με τις επιλογές και τις
αποφάσεις μας.
“Θέλει
αρετή και τόλμη η ελευθερία”,
σύμφωνα με τα λόγια του μεγάλου μας ποιητή. Τολμώντας να τα παραφράσω, θα πω
πως θέλει δύναμη και θάρρος να πηγαίνει κανείς “κόντρα στο ρεύμα”, τη στιγμή
που σαν “νεκρό ψάρι” είναι ίσως πιο εύκολο να πετύχει στη ζωή. Ή μήπως όχι;
Εξαρτάται από το τι θέλει να αντικρίζει το κάθε “ψάρι” το
πρωί στον καθρέφτη του. Παρόλα αυτά, αντιλαμβάνομαι πως οι σελίδες ενός βιβλίου
απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Ταπεινή μου γνώμη είναι πως για να
γνωρίσεις τον εαυτό σου, πρέπει κάποια
στιγμή να κινηθείς κόντρα σε πολλές καταστάσεις γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι
θα υπάρξει κόστος. Παράλληλα, όμως να έχεις την ψυχραιμία και την καθαρή ματιά
να αποτραβηχτείς, να ανασυνταχτείς και να αναθεωρήσεις, όταν αυτό είναι
αναγκαίο. Οι ηρωισμοί, όσο θελκτικοί κι αν είναι θεωρητικά, στην πράξη θέλουν
πολύ γερό στομάχι.
Κλείνοντας
τα μάτια και φέρνοντας στο μυαλό σας τις ώρες που γράφετε υπό το χαμηλό φως της
λάμπας ενώ έξω απλώνεται το σκοτάδι, τι θα λέγατε ότι είναι αυτό που σας έλκει
στο μονοπάτι της συγγραφής;
Η αγωνία και η προσπάθεια να δημιουργήσω από το τίποτα
μια συναρπαστική ιστορία, που από την ραχοκοκαλιά της θα ξεπηδούν σαν τα
κεφάλια της Λερναίας Ύδρας άλλες ιστορίες, και οι οποίες στο σύνολο τους θα
έχουν σαν απώτερο σκοπό να κάνουν τον αναγνώστη να ξενυχτάει από την επιθυμία
του να ανακαλύψει τι συμβαίνει στην επόμενη σελίδα.
“…δεν
είναι τυχαίο ότι σε δύσκολες και ψυχοφθόρες καταστάσεις, άνθρωποι παντελώς
άγνωστοι μεταξύ τους ανοίγονται πολύ εύκολα, για να ακούσουν μια κουβέντα
παρηγοριάς έστω και από κάποιον που δε θα ξαναδούν ποτέ στη ζωή τους”, διαβάζουμε σε κάποιο σημείο. Είναι
τελικά τόσο ανέφικτο να ακούσουμε αυτήν την πολυπόθητη κουβέντα από έναν δικό
μας άνθρωπο;
Ανέφικτο δεν είναι, απλά έχω την αίσθηση πως η σημαντική
παράμετρος της μη εγγύτητας με κάποιον άγνωστο τροφοδοτεί με αποφασιστικότητα τους
απαραίτητους εκείνους μηχανισμούς που μας ωθούν να ανταλλάξουμε λόγια κι
ενδόμυχους φόβους δίχως το άγχος της μετέπειτα κρίσης ή κριτικής. Και
αντίστοιχα, πολλές φορές, η αυθόρμητη ένδειξη συμπαράστασης από κάποιον που
μόλις έχουμε γνωρίσει, βασίζεται στην
αμφίδρομη ανταλλαγή εμπιστοσύνης και ευγνωμοσύνης γι’ αυτό που έχουν μόλις
μοιραστεί δύο σχεδόν ξένοι μεταξύ τους.
Άγρυπνες
νύχτες, συνωμοσίες, κακοποιοί, εκβιαστές, άνθρωποι που συναντιούνται επειδή
έτσι το θέλησε η ζωή, και όλα αυτά με τον έρωτα να παραμονεύει από κάποια
σκοτεινή γωνιά κάνοντας τα δικά του σχέδια. Τι είναι αυτό που θα θέλατε να
μείνει για πολύ καιρό στην καρδιά των αναγνωστών αφότου κλείσουν και την
τελευταία σελίδα;
Να τους μείνει η αίσθηση πως αυτό είναι ένα βιβλίο στο
οποίο θα μπορούν να επανέλθουν κάποια στιγμή στο μέλλον για να ξαναβρούν
φράσεις, λέξεις, συναισθήματα και
χαρακτήρες που ταυτίστηκαν, ενίοτε και προβληματίστηκαν.
Το
συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί το δεύτερο που εκδίδεται με την υπογραφή σας, μετά
από εκείνο με τον τίτλο “Η νόσος των
εραστών”. Έχετε ήδη σκεφτεί ποιο θα είναι το επόμενο;
Προς το παρόν, ακόμα κινούμαι στον αστερισμό των “Ψαριών”.
Αν δεν επέλθει η απαραίτητη αποστασιοποίηση από το υλικό και το σύμπαν του ενός
δεν μπορώ να εισέλθω στο επόμενο με την αφοσίωση και την ακρίβεια που
επιθυμώ.
*Το βιβλίο του Κυριάκου
Γιαλένιου “Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα” κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου