Σαν σήμερα, πριν από ακριβώς 50 χρόνια, πέρασε στην Ιστορία ο Ερνέστο "Τσε" Γκεβάρα, ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες που γνώρισε η ανθρωπότητα, διαχρονικό σύμβολο των ανθρώπων που αγωνίζονται για ελευθερία και δικαιοσύνη, ιδανικά τόσο υψηλά αλλά και τόσο ξεχασμένα στις μέρες μας.
Του ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Γκεβάρα γεννήθηκε στο Ροζάριο της Αργεντινής και ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του αρχιτέκτονα Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια ντε λα Σέρνα, μιας εξαιρετικά δυναμικής γυναίκας που συμμετείχε σε αριστερά κινήματα.
Ο Ερνέστο έπασχε από άσθμα, ασθένεια που συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του, καθώς αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού.
Ήδη από την παιδική του ηλικία φανερώθηκε η κοινωνικότητα του Τσε, ενώ ως έφηβος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την λογοτεχνία. Συγχρόνως έγραφε και ο ίδιος ποιήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Ήδη από την παιδική του ηλικία φανερώθηκε η κοινωνικότητα του Τσε, ενώ ως έφηβος επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την λογοτεχνία. Συγχρόνως έγραφε και ο ίδιος ποιήματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Το 1948, γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953. Στα χρόνια αυτά δραστηριοποιήθηκε στο φοιτητικό κίνημα, ήρθε σε επαφή με παράνομες αριστερές οργανώσεις, διάβαζε με πάθος Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Τρότσκι και Μάο, ενώ αργότερα πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική Αμερική, όπου έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες.
Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον μαρξισμό, ενώ στα αρχικά του σχέδια για τη ζωή κυριαρχούσε η ανθρωπιστική διάθεση να βοηθήσει τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, που μαστίζονταν από τη φτώχεια και τις αρρώστιες της υπανάπτυξης.
Μετά από παραμονή στη Γουατεμάλα, όπου αγωνίστηκε εναντίον του οργανωμένου από την CIA πραξικοπήματος, το οποίο οδήγησε στην πτώση της δημοκρατικής κυβέρνησης της χώρας, ο Τσε βρέθηκε στο Μεξικό, όπου, το 1955, συνάντησε για πρώτη φορά τον Κουβανό αντικαθεστωτικό Φιντέλ Κάστρο.
Μετά από παραμονή στη Γουατεμάλα, όπου αγωνίστηκε εναντίον του οργανωμένου από την CIA πραξικοπήματος, το οποίο οδήγησε στην πτώση της δημοκρατικής κυβέρνησης της χώρας, ο Τσε βρέθηκε στο Μεξικό, όπου, το 1955, συνάντησε για πρώτη φορά τον Κουβανό αντικαθεστωτικό Φιντέλ Κάστρο.
Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στο ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του Κουβανού δικτάτορα Μπατίστα. Μέσα απ' αυτό το κίνημα, αναδείχθηκε σε στρατιωτικό ηγέτη και εν συνεχεία σε σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης. μετά από την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος.
Το 1964, ομιλία του στην Αφρική προκάλεσε αρκετές εντάσεις στο σοβιετικό μπλοκ, αφού ο
Τσε δήλωσε πως οι σοσιαλιστικές χώρες όφειλαν να επωμιστούν το κόστος των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Η δήλωση αυτή θεωρείται πιθανό πως προκάλεσε επίσης ρήξη στη σχέση του με τον Κάστρο, αν και δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά στα απομνημονεύματα του ίδιου του Γκεβάρα. Στις 14 Μαρτίου του 1964 επέστρεψε από την Αφρική στην Κούβα και μετά από περίπου μία εβδομάδα παραμονής του στην Αβάνα, τα ίχνη του χάθηκαν για αρκετούς μήνες.
Πάντως, είναι γεγονός η επιθυμία του Γκεβάρα να μεταφέρει την επανάσταση σε όλον τον κόσμο - κάτι που αισθανόταν ως προσωπική αποστολή ζωής. Πρώτος σταθμός του Τσε, μετά τη φυγή του από την Κούβα, υπήρξε το Κονγκό, όπου, το 1965, ενίσχυσε τον ανταρτικό στρατό της αφρικανικής χώρας.Την επόμενη χρονιά, ο Τσε επέστρεψε στη Λατινική Αμερική και μετέβη στη Βολιβία, ξεκινώντας αντάρτικο στη χώρα αυτή.
Τη νύχτα της 7ης Οκτωβρίου 1967, ένας αγρότης διέκρινε κοντά στο χωριό Λα Ιγκέρα τις φιγούρες μίας ομάδας ανταρτών (συνολικά 17 άνδρες) και έτρεξε να ειδοποιήσει τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή και λοχαγό Γκάρι Πράδο Σαλμόν. Ο Γκεβάρα χώρισε τη διμοιρία σε μικρότερες ομάδες, ωστόσο σύντομα αντιλήφθηκαν πως ήταν περικυκλωμένοι. Οι κυβερνητικές δυνάμεις εντόπισαν τους αντάρτες τα χαράματα της 8ης Οκτωβρίου και ακολούθησε μάχη. Η ομάδα του Γκεβάρα, αποτελούμενη από επτά αντάρτες επιχείρησε να οπισθοχωρήσει, όμως το όπλο του είχε αχρηστευτεί και ο ίδιος έφερε τραύμα στο κάτω μέρος του ποδιού που τον δυσκόλευε στο περπάτημα. Υποβασταζόμενος από τον Σιμόν Κούμπα («Γουίλι»), έναν επαναστάτη εργάτη από τα ορυχεία του Χουανίνι, έπεσε τελικά στα χέρια τριών στρατιωτών του Πάρδο.
Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες, που μετέβη ο ίδιος στη Λα Ιγκέρα. Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν. Ο συγκεκριμένος αρχικά δίστασε να εκτελέσει την εντολή για τη δολοφονία του Τσε, αλλά τελικά πυροβόλησε τον αιχμάλωτο, ο οποίος φέρεται να του είπε: «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις».
Την επόμενη μέρα, οι δημοσιογράφοι που μεταφέρθηκαν εσπευσμένα με στρατιωτικά ελικόπτερα στο Βαγιεγκράντε, αντίκρισαν ξαπλωμένο σε ένα πρόχειρο κρεβάτι, έναν γενειοφόρο άντρα γυμνό από τη μέση και πάνω, με χακί παντελόνι και στρατιωτική ζώνη. Ήταν ο Τσε Γκεβάρα νεκρός, από δύο σφαίρες στο σβέρκο.
Στα 39 του χρόνια, ο Τσε πλήρωσε με τη ζωή του τον αγώνα για ελευθερία των λαών της Λατινικής Αμερικής, αναδειχθείς σε υπέρτατο πρότυπο θυσίας για όλη την ανθρωπότητα και σε ένα πρόσωπο ταυτόσημο με την επανάσταση. Ο Τσε εμπνέει και θα εμπνέει πάντοτε τους όπου Γης καταπιεσμένους και διψασμένους για ελευθερία και δικαιοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου