Γράφει η Βίκυ
Καλοφωτιά
Αχνά διαγράφεται το περίγραμμα από το σκουρόχρωμο ράσο.
Αχνά σαν τη ζωή του που σβήνει και ξεθωριάζει σε κάθε χτύπημα του ρολογιού.
Κάθε χτύπος και μια εικόνα που περνάει αστραπιαία από το μυαλό του και τρέχει
να κρυφτεί για να γλιτώσει από την ανάσα του θανάτου. Παγερή καθώς πλησιάζει
ολοένα και περισσότερο. Έρχεται για να γραφτεί ο επίλογος της ύπαρξής του. Μοναχός είναι. Ενενήντα ετών. Και θυμάται.
Τον εαυτό του παιδί. Τα όνειρα.Τα πολλά και μεγάλα όνειρα, από εκείνα που θες
μια ολόκληρη ζωή για να τα πραγματοποιήσεις.Τα κιτάπια που η μοίρα προόριζε
για την αφεντιά του.Τις μαύρες σελίδες.Τις λευκές ημέρες που έτρεχε ανέμελα
στις βουνοκορφές. Πριν σωπάσει για
εξήντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Όσα χρειάστηκε για να αποφασίσει να δώσει
ξανά βήμα στη λαλιά του. Να μολογήσει. Να αποκαλύψει. Να διασώσει. Να
εξομολογηθεί. Στον εαυτό του, στο Θεό, στη ζωή την ίδια, σε εκείνη…
Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Δήμος Αβδελιώδης. |
Θυμάται. Θυμάται τον έρωτα που του χτύπησε την πόρτα στο
πιο απρόσμενο μέρος. Εκεί, σε ένα
απόμακρο χωριό της Θεσσαλίας όπου η μοίρα τον έσμιξε με τη Σεβαστή. Τη Σεβαστή
του. Αυτήν για την οποία τόλμησε να
παραβιάσει κανόνες και να τα βάλει με θεούς και δαίμονες. Κι ας του κόστισε
ακριβά. Ας προκάλεσε το μένος του δεσπότη. Ας πήρε τους δρόμους σαν
κυνηγημένος. Ας έχασε τον ύπνο του, τη γαλήνη του, τη δροσοσταλιά της νιότης,
τη φωνή του. Γιατί τι νόημα έχουν όλα αυτά αν δεν έχεις με το μέρος σου εκείνη
που διαχρονικά κινεί τα νήματα; Εκείνη. Την αγάπη.
“Ο
φόβος πρέπει να χαθεί για να μιλήσει η αγάπη…”.
Κι εκείνος το προσπάθησε. Αλήθεια, το προσπάθησε πολύ να
παλέψει για να ανέβει η αγάπη στο βάθρο του νικητή. Αλλά δεν τα κατάφερε.
Λύγισε την τελευταία στιγμή. Λύγισε και το πλήρωσε για όλη του τη ζωή
κουβαλώντας το τεράστιο βάρος της μέσα του. Ακροβάτης ανάμεσα σε δυο κόσμους. Την επιθυμία και τον έρωτα. Την εκκλησία και τον όρκο υποταγής σε αυτήν
και τους περιορισμούς της. Τους περιορισμούς όπου δεν υπάρχει χώρος για
καμία Σεβαστή και ερωτικό χάδι παρά μόνο για νηστεία και προσευχή. Και η φράση “Μαράν
Αθά” να καραδοκεί να κάνει πράξη την…απειλή που φέρνει μαζί της. “Ο
Κύριος είναι κοντά, έτοιμος να σε τιμωρήσει για τις πράξεις σου…”.
“Βαστούσα
ώρα την απαλάμη μου ανοιχτή, κι ήταν ωσάν να έψαχτα να βρω εκεί απάνου, την
ψυχή να κάθεται σαν πεταλούδα. Πήγα εις την βρύση και την έπλυνα να πετάξει
λεύτερη η ψυχούλα, καθαρή, στα πράσινα λιβάδια…”.
Λεύτερη να πετάξει η ψυχή για ταξίδια μακρινά. Εκεί όπου
κατοικούν τα όνειρα, τα αληθινά και μεγάλα, και υφαίνονται με θάρρος και
υπομονή, διαδρομές και μονοπάτια που καταλήγουν σε ξέφωτα. Εκεί όπου ανθίζει η
γη σαν οι γυναίκες γεννούν καρπούς μεγάλων ερώτων και ο πόνος ξεθωριάζει
μπροστά στο θαύμα. Εκεί όπου τον πρώτο λόγο έχει το πάθος, και ο εφιάλτης
μετατρέπεται μονομιάς σε ευλογία. Γάργαρα τρέχουν τα νερά υμνώντας τον άνδρα που τολμάει, τη γυναίκα που κάνει
την υπέρβαση, τον νέο ανθό που ξεκινάει το ταξίδι για να βρει τον εαυτό του,
τα “υλικά” από τα οποία είναι πλασμένος, και την κορυφή που έχει έρθει για να
κατακτήσει στη ζωή. Όχι μία αλλά πολλές
κορυφές. Τόσες, όσες χρειάζεται για
να μάθει να κυνηγάει το άπιαστο και το αληθινό. Να συνεχίζει και να χαράζει
νέες πορείες ακόμη κι όταν φαίνεται ότι μπροστά του ορθώνονται εμπόδια. Να τα
ξεπερνάει. Γιατί δεν υπάρχουν εμπόδια για εκείνον που ξεκινά έχοντας κάνει
σημαία το σύνθημα “Ή το Όλον ή τίποτις!”.
Η Γιασεμί Κηλαηδόνη στο ρόλο του ενενηντάχρονου μοναχού. |
Λίγο πριν την αυλαία. Μια ανάσα από το τελικό
χειροκρότημα του θριάμβου. Τα φώτα σβήνουν κι εκείνος κείτεται στο έδαφος,
κουλουριασμένος σαν μωρό μέσα στη μήτρα, οι αναμνήσεις συνωστίζονται δίπλα του
περνώντας από μπροστά του σαν οπτασίες, πολύτιμα δάκρυα κυλούν από τα γέρικα
μάτια του, η αγάπη του δεν μένει πια εδώ,
κι εκείνος σε λίγο θα πάει επιτέλους να τη συναντήσει. Το ράσο του
τυλίγεται γύρω από το σώμα του, λες και θέλει να τον προστατεύσει, ένα βήμα πριν
διασχίσει το σκοτεινό τούνελ που θα τον οδηγήσει απέναντι. Στην άλλη όχθη. “Σεβαστή
μου..!”, ακούγεται ψιθυριστά από τα χείλη του, που ζητούν έστω και αυτήν την
ύστατη στιγμή, συγχώρεση από έναν έρωτα
που έμεινε στη μέση…
Κι εκείνη τη στιγμή, έτσι όπως τα φύλλα των δέντρων
θροΐζουν, σαν να ακούγεται μια φωνή να σκορπάει παντού την αρχέγονη γνώση.
“Μην
ομιλείς, μη σκιάζεσαι,
Ό,τι
είναι να γένει, θα γένει…”.
*Το άρθρο γράφτηκε μετά την παρακολούθηση της θεατρικής
παράστασης “Μαράν Αθά” που ανεβαίνει για 5ο χρόνο.
Πληροφορίες:
Το κείμενο της παράστασης βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Θωμά Ψύρρα.
Θεατρική
διασκευή – σκηνοθεσία: Δήμος Αβδελιώδης
Ηθοποιός:
Γιασεμί Κηλαηδόνη
Μουσική:
Βαγγέλης Γιαννάκης
Σκηνικά
– κοστούμια: Μαρία Πασσαλή
Διάρκεια
παράστασης: 150΄ (με διάλειμμα)
Παραγωγή:
Θέατρο “Μεταξουργείο” (Ακαδήμου 14, Αθήνα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου