Για
περισσότερες από εννιά δεκαετίες, το χωριό Σαλί, που κτίστηκε τον 13ο αιώνα
στην περίφημη Όαση Σίβα της Αιγύπτου, παραμένει σχεδόν άδειο. Τα σπίτια του,
που κάποτε ήταν γεμάτα με ανθρώπους, εγκαταλείφθηκαν το 1926 μετά από μια
σφοδρή θύελλα και οι περισσότεροι κάτοικοι μετακόμισαν σε πιο σύγχρονες οικίες.
Το αποκαλούμενο
"χωριό των φαντασμάτων" βρίσκεται στο κέντρο της όασης και σύμφωνα με
τον Άραβα ιστορικό Αλ Μακρίζι δημιουργήθηκε αρχικά ως ασφαλές καταφύγιο, που
παρείχε προστασία στους κατοίκους από τις επιθέσεις των Βεδουίνων. Το χωριό
ήταν, κατά τον Μεσαίωνα, μια οχυρωμένη και ανεξάρτητη πόλη με τρεις πύλες, ενώ
είχε περίπου 600 κατοίκους.
Του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου
Το Σαλί πάντα
ήταν πόλος έλξης για εξερευνητές, ιστορικούς και φωτογράφους ακόμα και μετά από
την ερήμωσή του. Στο χωριό υπάρχει και ένα παλιό τέμενος, με έναν μιναρέ σε
σχήμα καμινάδας.
Οι ελπίδες για αναγέννηση της ιστορικής
κοινότητας καρποφόρησαν όταν, πριν από λίγες μέρες, ο υπουργός Αρχαιοτήτων της
Αιγύπτου, Χαλέντ Ελ Ενάνι άνοιξε για το κοινό το αποκαταστημένο παλιό τζαμί και
ανακοίνωσε την έναρξη ενός προγράμματος συντήρησης και αποκατάστασης ολόκληρου
του χωριού. Αυτό το φιλόδοξο πρόγραμμα αναμένεται να ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια.
Το τέμενος του
χωριού ονομάζεται Τατναντί (καθαρό νερό), κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα και
οφείλει το όνομά του σε ένα παλιό πηγάδι που περιέχει. Οι εργασίες αποκατάστασης άρχισαν το 2017 και αφορούσαν
τον άμβωνα, τις στήλες, τον μιναρέ, τον χώρο προσευχής των γυναικών αλλά και τα
φανάρια που χρησιμοποιούνταν για τον φωτισμό του τεμένους.
Το πρόγραμμα
συντήρησης και αποκατάστασης χρηματοδοτείται από την Ευρωπαική Ένωση, με στόχο
να επαναφέρει την ομορφιά και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του αιγυπτιακού μεσαιωνικού
χωριού.
Η Όαση Σίβα
βρίσκεται στην άκρη της ερήμου Σαχάρας σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από τα σύνορα
της Αιγύπτου με την Λιβύη. Κατά τα προιστορικά χρόνια ανήκε στο Παλιό Βασίλειο
της Αιγύπτου και ήταν μέρος της "Γης των Ελαιόδεντρων", η οποία εκτεινόταν
μέχρι την περιοχή της σημερινής Αλεξάνδρειας.
Στην εποχή της
26ης αρχαίας αιγυπτιακής δυναστείας, η Όαση Σίβα κατακτήθηκε από την Αιγυπτιακή
Αυτοκρατορία. Τότε δημιουργήθηκε η νεκρόπολή της (Γκαμπάλ Αλ Μάουτα), η οποία
χρησιμοποιήθηκε και κατά την ρωμαική περίοδο. Η νεκρόπολη είχε δύο ναούς
αφιερωμένους στον θεό Άμμωνα (Αμούν).
Οι αρχαίοι
Έλληνες έκαναν την Όαση Σίβα ακόμα πιο διάσημη. Μετά από την ελληνική νίκη κατά
των Περσών, την κατάκτηση της Αιγύπτου και την ίδρυση της Αλεξάνδρειας, ο Μέγας
Αλέξανδρος επισκέφθηκε την όαση για να συμβουλευτεί το φημισμένο Μαντείο του
Άμμωνος. Εκεί, οι ιερείς του ναού τον ανακήρυξαν θεό, γιο του Άμμωνος Διός,
ενέργεια απαραίτητη για την νομιμοποίηση της εξουσίας του Έλληνα στρατηλάτη
στην Αίγυπτο.
Η Ελληνίδα
βασίλισσα της Αιγύτπου, Κλεοπάτρα, επίσης πήγε στην Όαση Σίβα για να
συμβουλευτεί το Μαντείο. Στην ρωμαική εποχή, η όαση έγινε τόπος εξορίας, καθώς
ο Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος έστελνε εκεί πολιτικούς κρατουμένους.
Με την
επικράτηση του Χριστιανισμού, ο ναός και το μαντείο μετατράπηκαν σε εκκλησία
της Παναγίας και οι Βυζαντινοί εγκατέστησαν εκεί την επισκοπή της Λιβυκής
επαρχίας. Το Ισλάμ εμφανίστηκε στην Όαση Σίβα στις αρχές του 8ου αιώνα και
επικράτησε στην περιοχή το 1150.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου