Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Σε ποια περιοχή της Ελλάδας σώζεται οικισμός του 4.800 π.Χ;


Στους πιο σημαντικούς νεολιθικούς οικισμούς όλης της Ελλάδας συγκαταλέγεται το Διμήνι στον νομό Μαγνησίας. Ο πανάρχαιος οικισμός χρονολογείται από το 4.800 π.Χ. και τη νεότερη νεολιθική εποχή, δηλαδή μετά την προ-κεραμική περίοδο και πριν την τελική νεολιθική. 

Αξίζει να σημειωθεί πως οι φάσεις της νεολιθικής εποχής (μεσολιθική, προ-κεραμική, νεότερη και τελική νεολιθική) δεν είναι ενιαίες σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Κατά τον καθηγητή αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα, η νεολιθική εποχή στο ελλαδικό χώρο αρχίζει το 6.800 π.Χ!

Του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου

Ο νεολιθικός οικισμός του Διμηνίου βρίσκεται πάνω σε χαμηλό λόφο στις βορειοδυτικές παρυφές της σημερινής κωμόπολης Διμήνι, σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από τον Βόλο.
Ανασκαφές στον οικισμό έγιναν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα από τους αρχαιολόγους Στάη και Τσούντα καθώς και από την Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν πολλά χρόνια αργότερα (1974 - 1977) από τον καθηγητή Χουρμουζιάδη.
Το 1886, οι Βρετανοί αρχαιολόγοι Lolling και Wolters ανέσκαψαν έναν μυκηναϊκό θολωτό τάφο που είναι γνωστό ως Λαμιόσπιτο. Ύστερα από την τυχαία αυτή ανακάλυψη, στην περιοχή έγιναν το 1887 οι πρώτες ανασκαφές.
Το 1901, ο Βαλέριος Στάης ανακάλυψε τον θολωτό τάφο στο λόφο του Νεολιθικού οικισμού, ενώ εργάστηκε στον οικισμό με τον Χρήστο Τσούντα μέχρι το 1905. Οι συστηματικές αυτές ανασκαφές ανέδειξαν τη σπουδαιότητα του αρχαίου συνοικισμού. Λείψανα του νεολιθικού Διμηνίου έφεραν στο φως τον συνοικισμό που διέθετε οχυρωμένη ακρόπολη, διαδοχικούς περιβόλους, οικίες και τάφους. Το Διμήνι μας προσφέρει την πιο ολοκληρωμένη εικόνα ενός νεολιθικού οικισμού που βρέθηκε μέχρι σήμερα!


Στα ευρήματα των ανασκαφών περιλαμβάνονται επίσης λίθινα και οστέινα εργαλεία, ειδώλια και κοσμήματα, καθώς επίσης και άφθονη κεραμική, γραπτή και εγχάρακτη, που αποτελεί το αποκορύφωμα της νεολιθικής κεραμικής τέχνης.

Το 1977, ο Γιώργος Χουρμουζιάδης συνέχισε τις ανασκαφές στο νεολιθικό οικισμό, ενώ οι ανασκαφές του μυκηναϊκού οικισμού στο Διμήνι συνεχίστηκαν το 1980 από την Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη. Το 2001 οι ανασκαφές αποκάλυψαν μια μυκηναϊκή πόλη και ένα ανακτορικό συγκρότημα που πιστεύεται, ότι θα μπορούσε να είναι μέρος της αρχαίας Ιωλκού. Μια εγχάρακτη πέτρα και ένα εγχάρακτο όστρακο επιβεβαιώνουν την γραφή Γραμμική Β.



ΠΕΡΙΒΟΛΟΙ

Τα αρχιτεκτονικά λείψανα που εκτείνονται πάνω στο λόφο του Διμηνίου μας δίνουν την εικόνα ενός οργανωμένου νεολιθικού οικισμού, ο οποίος παρουσιάζει ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο: τους έξι λιθόκτιστους περιβόλους, που κατασκευάστηκαν γύρω από τον οικισμό κατά ζεύγη. Οι περίβολοι έχουν αρκετό πλάτος (μεγαλύτερο του 1 μέτρου) και σώζονται σε ικανό ύψος (1-2 μέτρα). Πάνω στους περιβόλους "ακουμπούν" οι κατοικίες. Σε τέσσερα σημεία οι περίβολοι τέμνονται από μακρόστενους διαδρόμους που κατέληγαν στην κεντρική αυλή.

Ο πρώτος ανασκαφέας Χρήστος Τσούντας υποστήριξε ότι οι περίβολοι αποτελούσαν ένα σύστημα αμυντικών τειχών που προστάτευαν τον οικισμό και κυρίως «το μέγαρο» της κεντρικής αυλής, όπου βρισκόταν η κατοικία του άρχοντα του οικισμού.

Το 1974, ο Γιώργος Χουρμουζιάδης ξανάρχισε  τις έρευνες πάνω στο λόφο με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό της λειτουργία τους και πρότεινε να ερμηνευθούν οι περίβολοι ως καθαρά χωροταξικά στοιχεία του οικισμού, ανατρέποντας την προηγούμενη άποψη ότι επρόκειτο για οχυρωμένη νεολιθική Ακρόπολη.

Κατά την άποψή του ήταν ένας τέλεια οργανωμένος αγροτικός οικισμός όπου είχε αναπτυχθεί ένα υποδειγματικό κοινωνικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν σε μεικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. Αποτέλεσμα των αναγκών της αναπτυγμένης αυτής κοινωνίας ήταν η οργάνωση του χώρου σε τέσσερα οικιστικά σύνολα, κάθε ένα από τα οποία περιλάμβανε ένα μεγάλο κτίριο και έναν αριθμό από μικρότερους αποθηκευτικούς ή τροφοπαρασκευαστικούς χώρους, όπως και χώρους εργασίας.


ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΥΛΗ

Η κεντρική αυλή αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού και ορίζεται από δύο ομόκεντρους, σχεδόν κυκλικούς λίθινους περιβόλους που αποτελούν τους δύο πρώτους από τους έξι συνολικά περιβόλους του Διμηνίου.
Η πρόσβαση στην κεντρική αυλή εξασφαλιζόταν από τους τέσσερις διαδρόμους που είναι ακτινωτά διατεταγμένοι προς την κεντρική αυλή και παράλληλα χωρίζουν τον οικισμό σε τέσσερις περιοχές ("γειτονιές") που βρίσκονται γύρω από την κεντρική αυλή σε χαμηλότερο επίπεδο.
Περιμετρικά της κεντρικής αυλής οργανώνονται 14 μονόχωρα κτίρια που αποτελούσαν τις κατοικίες των νεολιθικών ανθρώπων. Εξαίρεση αποτελεί το "μέγαρο" που κτίστηκε στη βόρεια πλευρά της κεντρικής αυλής.
Η Κεντρική αυλή είναι ένα σημείο αναφοράς, με βάση το οποίο αναπτύσσεται η πολεοδομική οργάνωση του οικισμού, αλλά και ένας χώρος που η χρήση και η λειτουργία του καθορίζεται από την ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων των ατόμων του οικισμού.
Την περίοδο της Χαλκοκρατίας ενοποιείται ως προς τη χρήση και τη λειτουργία της και παίρνει τη σημερινή της μορφή, καθώς δύο από τους διαδρόμους πρόσβασης κλείνουν.


«ΜΕΓΑΡΟ» ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΥΛΗΣ

Στα βόρεια της Κεντρικής αυλής, πάνω στην κορυφή του λόφου αναπτύσσεται ένα μεγάλο "Μέγαρο", ένα κτίριο δηλαδή που δεν είναι μονόχωρο, αλλά αποτελείται από δύο μεγάλα δωμάτια και ένα χώρο μπροστά από τα δωμάτια, που δημιουργείται από δύο παραστάδες και αποτελούν προέκταση των μακριών πλευρών του κτιρίου.

Από μία είσοδο, που βρίσκεται στα νότια, εισέρχεται κανείς στο πρώτο μεγάλο δωμάτιο και από εκεί με μία δεύτερη είσοδο οδηγείται στο δεύτερο δωμάτιο, όπου διακρίνεται μία λίθινη πεταλοειδής κατασκευή που χρησίμευε ως «εστία» του «Μεγάρου». Ο βόρειος τοίχος του «Μεγάρου» είναι ο πρώτος περίβολος πάνω στον οποίο ακούμπησε το «Μέγαρο» της Κεντρικής αυλής.

Σύμφωνα με τον πρώτο ανασκαφέα του οικισμού, τον Χρ. Τσούντα, το «Μέγαρο» της Κεντρικής αυλής αποτελούσε την κατοικία του άρχοντα του νεολιθικού οικισμού και γι’ αυτό βρίσκονταν στην κορυφή του λόφου και προστατεύονταν από το σύστημα των έξι περιβόλων.

Ο επαναπροσδιορισμός της λειτουργίας του «Μεγάρου» και η χρονολόγησή του, αποτέλεσε έναν από τους στόχους της έρευνας του δεύτερου ανασκαφέα, Γ. Χουρμουζιάδη, που το χρονολόγησε αργότερα στην Πρώιμη Χαλκοκρατία (3η χιλιετία π.Χ.) και θεώρησε ότι αποτελούσε την κατοικία μίας μεγάλης γεωργοκτηνοτροφικής οικογένειας και όχι την κατοικία του άρχοντα.
Εξάλλου παραδείγματα παρόμοιων μεγάρων σε οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής έχουν ανασκαφεί στο Σέσκλο, στο Βελεστίνο και στην Αγία Σοφία Λάρισας. Έτσι η χρήση ενός μεγάλου Μεγάρου σε οικισμούς της Τελικής Νεολιθικής περιόδου φαίνεται ότι αποτελούσε μία συνήθη πρακτική των νεολιθικών κατοίκων.



Πηγές

Χρήστος Τσούντας, Αι Προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου

Εφορία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας

Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 8 σ. 100
Φωτογραφίες :http://efamagvolos.culture.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου