Το
νέο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, το οποίο κυκλοφόρησε
στις 14 Νοεμβρίου, με τίτλο «Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις»
από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, κάνει επίσημη πρεμιέρα αύριο Δευτέρα 18 Νεομβρίου,
στην Αθήνα στον Ιανό (Σταδίου 24, 8.30 μ.μ.).
Το δημοσιογραφικό του δαιμόνιο οδηγεί τον Νίκο Βατόπουλο, αυτή
τη φορά σε μονοπάτια εκτός Αθηνών και εξερευνά 24 αστικά κέντρα της χώρας.
Κατόπιν αυτοψίας προσφέρει στο κοινό
ισάριθμα πορτρέτα πόλεων με τρόπο υποκειμενικό και «ιμπρεσιονιστικό».
Μέσα από την δική του μοναδική οπτική
και τα καλογραμμένα κείμενα σε άριστα Ελληνικά, ο Νίκος Βατόπουλος προσδοκά ότι
το νέο του πόνημα να προκαλέσει ένα νέο βλέμμα στο παραμελημένο αστικό απόθεμα
των ελληνικών πόλεων και να συμβάλει σε ένα δημόσιο διάλογο για την αναγέννησή
τους.
Το συγγραφικό αυτό εγχείρημα
περιλαμβάνει κείμενα για τις πόλεις Άμφισσα, Άρτα, Βόλος, Δράμα, Ερμούπολη,
Ζάκυνθος, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κατερίνη, Κομοτηνή,
Κόρινθος, Λαμία, Λάρισα, Λιβαδειά, Μυτιλήνη, Πάτρα, Ρόδος, Τρίκαλα, Τρίπολη,
Φλώρινα.
Στην αυριανή εκδήλωση στην καρδιά της Αθήνας,
για το βιβλίο θα μιλήσουν η ποιήτρια και στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου και ο
εκδότης Νώντας Παπαγεωργίου. Ο συγγραφέας θα απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού.
Θα προβληθεί ψηφιακό υλικό.
Από τον πρόλογο του Νίκου Βατόπουλου: «Το
βιβλίο αυτό γεννήθηκε ως ανάγκη και ως επιθυμία. Από το 2016 άρχισα συστηματικά
να περιηγούμαι στο σώμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήταν η ηπειρωτική χώρα αυτή
που μου τραβούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, ιδίως οι πόλεις που δεν ήταν απολύτως
ή καθόλου τουριστικές. Βεβαίως, το βλέμμα μου αγκάλιαζε το σύνολο της χώρας από
την Κρήτη ως τη Μακεδονία και από τη Θράκη ως τα Επτάνησα, αλλά η ανάγκη μου
ήταν να περιεργαστώ το αστικό απόθεμα, που ένιωθα ότι ήταν παραμελημένο,
αγνοημένο, υποτιμημένο και σε απόσυρση.
Ξεκίνησα, αρχικά, ως περιηγητής στον
τόπο μου. Ήταν ένα συναίσθημα ζωογόνο και ευεργετικό. Ένιωθα πως μου είχε δοθεί
ένα κλειδί και ότι με αυτό θα μπορούσα να ανοίξω τα δωμάτια του νου μου. Ήταν
ζήτημα οπτικής και διάθεσης. Ερχόμουν πλήρης από την Αθήνα, εκπαιδευμένος στην
αστική ιχνηλασία, ώριμος να δεχθώ ποικίλες εκδοχές ενός τρόπου ζωής που μου
ήταν οικείος και ξένος, αρχέγονος και καινοφανής, αλλά που, σε κάθε περίπτωση,
ένιωθα την κυτταρική σχέση μου μαζί του. Η μεγάλη μου επιθυμία οριζόταν από
αυτό που έβλεπα όλα αυτά τα χρόνια, σε όλη την Ελλάδα. Έναν ανεκμετάλλευτο
πλούτο, θραύσματα αστικού πολιτισμού που έμοιαζαν με λάφυρα αφημένα, μια αχανής
και ακανόνιστη παρακαταθήκη που ζητούσε ένα νέο βλέμμα.
Όσο προχωρούσα στο σώμα της Ελλάδας, από
την Πελοπόννησο ως τη Θράκη, τόσο μεγάλωνε η επιθυμία αυτή. Έβλεπα την κακή
οικιστική εξέλιξη, που σε πολλές πόλεις άρχισε στη διάρκεια της δικτατορίας,
έβλεπα μια διάχυτη αδιαφορία και ασυδοσία, αλλά μαζί έβλεπα όχι μόνο τη
δυνατότητα αλλά κυρίως την ομορφιά. Όψεις μιας Ελλάδας, εξωραϊσμένης πλέον στην
κοινή αντίληψη, αλλά απολύτως υπαρκτής και ανοικτής σε ερμηνείες και
προσεγγίσεις. Από ένα απλό σπίτι σε μια συνοικία ως ένα εγκαταλελειμμένο
εργοστάσιο, από μία μισοσβησμένη αγιογραφία ως το περίγραμμα ενός αιωνόβιου
δέντρου, και από την ατμόσφαιρα ενός παλιού καφενείου ως την αυλή ενός
σχολείου, η Ελλάδα έστελνε διαρκώς σήματα. Υπήρχε μια συνέχεια και εγώ απλώς
ακολουθούσα μια πορεία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου