Η ταινία «Μαύρος Βράχος» αντλεί υλικό από την ελληνική πραγματικότητα και εστιάζει στις αθέατες εντάσεις μιας οικογένειας με παιδί με αναπηρία. Με κωμικοτραγικό τόνο, ξεγυμνώνει τους συνεξαρτητικούς δεσμούς και ανωριμότητες που εμποδίζουν την αυτονομία.
της Μαρία Αλιμπέρτη
Ο «Μαύρος Βράχος» του Χρήστου Δήμα είναι ένα ώριμο, κοινωνικά αιχμηρό έργο που ισορροπεί ανάμεσα στο γέλιο και το δάκρυ, αποκαλύπτοντας πόσο δύσκολο είναι να λύσεις τους κόμπους που μας κρατούν δεμένους. Για τις ερμηνείες, το κοινωνικό του βλέμμα και την τεχνική του συνέπεια, αξίζει να το δεις.
Περίληψη
Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται μια οικογένεια που έχει διαμορφώσει τη ζωή της γύρω από τη φροντίδα του παιδιού στο αμαξίδιο. Η μητέρα, εγκλωβισμένη ανάμεσα στην αγάπη και στις εμμονές της, οργανώνει την καθημερινότητα με άγχος και υπερπροστασία, ενώ ο γιος-«Άτλαντας» σηκώνει τα βάρη όλων, λειτουργώντας ως άτυπος προστάτης και «πατέρας» της οικογένειας. Η ξαφνική εξαφάνισή του γίνεται καταλύτης: οι ρωγμές ανοίγουν, οι ρόλοι αποδομούνται και το σύστημα συνεξάρτησης δοκιμάζεται. Σε μια από τις πιο δυνατές σκηνές, η μητέρα αναγκάζεται να δέσει το παιδί έξω από δημόσια υπηρεσία χωρίς ράμπα, μια εικόνα που συμπυκνώνει την καθημερινή βία της ακατάλληλης πόλης για τους πολίτες με αναπηρία.
Η σκηνοθεσία εστιάζει στην εξαφάνιση του γιου ως δραματουργικό άξονα: ένα γονεοποιημένο παιδί που, έχοντας αναλάβει προστατευτικό ρόλο, αποσύρεται, αναγκάζοντας όλους να αντιμετωπίσουν τον «μαύρο βράχο» των αρνήσεων. Η αφήγηση μπλέκει χιούμορ και απειλή, κρατώντας ρυθμό που θυμίζει τις καλύτερες κωμικοτραγικές ελληνικές παραδόσεις, χωρίς να χαρίζεται στις παθογένειες. Το μοτίβο του ψαροκόκαλου που «μένι στον λαιμό» από την παιδική ηλικία της μητέρας λειτουργεί ως αλληγορία του χρόνιου κόμπου ενοχών, φόβου και κοινωνικής πίεσης που δεν καταπίνεται ποτέ.
Η Μαρία Κοκκίδου παραδίδει μια υποδειγματική ερμηνεία ως αγχωτική ελληνίδα μάνα: τρυφερή, πεισματάρα, με «κολλήματα» που άλλοτε προστατεύουν και άλλοτε πνίγουν. Χτίζει έναν χαρακτήρα αντιφατικό και αληθινό, όπου η αγάπη συνυπάρχει με την εμμονή. Το σύνολο των ερμηνειών -Χρήστος Σαπουντζής, Γιάννης Στάνκογλου, Μαρία Κατσιαδάκη,Χρήστος Στυλιανού, Ελίνα Ρίζου- στηρίζει την πολλαπλή οπτική της ταινίας, αφήνοντας χώρο για σιωπές και βουβά βλέμματα που λένε περισσότερα από τις λέξεις.
Θεματικές και κοινωνικό σχόλιο
Η ταινία στηλιτεύει το έλλειμμα υποστήριξης προς τις οικογένειες με άτομα με αναπηρία: προσβασιμότητα, υπηρεσίες, πρακτικές δυσκολίες που γίνονται καθημερινή ταπείνωση. Παράλληλα αγγίζει τον ρατσισμό μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, αποδομώντας τους «ψευτοδιεκδικητές» δικαιωμάτων και στέλνοντας μήνυμα συνύπαρξης: ένας «ξένος» μπορεί να γίνει οικογένεια, όταν η φροντίδα και η αλληλεγγύη αντικαθιστούν την καχυποψία. Η ψυχολογική προσέγγιση του νοσηρού κοινωνικού συστήματος απέναντι στους ευάλωτους καθρεφτίζεται στη μικροκοινωνία της οικογένειας, φέρνοντας τον θεατή αντιμέτωπο με την ωμή πραγματικότητα και τις δικές μας συνενοχές.
Τεχνική και ύφος- Αξίζει να τη δεις
Η ταινία αξιοποιεί υποκειμενικό πλάνο ενός μυστηριώδους τύπου που καταγράφει υλικό για να δημοσιοποιήσει την εξαφάνιση, εισάγοντας υφολογικές αιχμές που σε κάποια σημεία ακουμπούν το ντοκιμαντέρ. Οι φωτισμοί είναι προσεγμένοι, υπηρετούν το κλίμα ασφυκτικής καθημερινότητας, ενώ τα σκηνικά φέρουν έντονο vintage ύφος, πιστή αποτύπωση ελληνικών σπιτιών περασμένων δεκαετιών. Αυτές οι αισθητικές επιλογές προσθέτουν αυθεντικότητα και διακριτή οπτική ταυτότητα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου