Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Προορισμός “Κόστα Ρίκα”: Λίγα μόλις βήματα το “έφτασα” από το “φεύγω”



Γράφει η Βίκυ Καλοφωτιά

Παντού γύρω κούτες, δεκάδες κούτες, άλλες ήδη γεμάτες και σφραγισμένες, άλλες μισογεμάτες και άλλες άδειες περιμένοντας καρτερικά να γεμίσουν με απομεινάρια μιας ζωής που βιάζεται να ξεκινήσει από την αρχή. Μακριά από εδώ, σε άλλον τόπο, εκεί όπου οι άνθρωποι είναι πραγματικά ευτυχισμένοι και το χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη
τους αβίαστα. Βαλίτσες σε κάθε γωνιά του σπιτιού, χιλιάδες πράγματα που αδημονούν να επαναπροσδιοριστούν και να αποκτήσουν νόημα. Μέσα από τη φυγή της. Τη “μεγάλη φυγή” της Ρόζυ με τελικό προορισμό την “Κόστα Ρίκα”, όπως είναι και ο τίτλος του βιβλίου του Αλέξανδρου Ντερπούλη, του ανθρώπου που δημιούργησε την ξεχωριστή αυτή χάρτινη ηρωίδα, η οποία τελικά δεν είναι καθόλου χάρτινη. 

Απεναντίας, είναι μια γυναίκα πραγματική. Τόσο πραγματική που την εντοπίζει κανείς σε κάθε του βήμα, όπου κι αν βρεθεί, σε κάθε γειτονιά όλων των χωρών του κόσμου κι ακόμη παραπέρα. Σε κάθε μέρος, όπου οι δοκιμασίες και τα λιγότερο τρυφερά χάδια της ζωής, την καλούν να κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν της και να πάρει αγκαζέ το μέλλον κάνοντας νέα όνειρα και σχεδιάζοντας μια νέα ζωή με στόχους που θα την οδηγήσουν στην πολυπόθητη ευτυχία. Τη Ρόζυ και κάθε γυναίκα.

Μακριά, πολύ μακριά, όσο πιο μακριά γίνεται από εκεί, όπου βρισκόταν μέχρι τώρα. Εκεί, όπου κάποια στιγμή, η καθεμιά από αυτές άγγιξε το δικό της σημείο 0. Και μετά πάτο. Η γνωστή στιγμή κατά την οποία το πάτωμα γίνεται προέκταση του εαυτού σου και το σκοτεινό σου καταφύγιο. Μέρα και νύχτα. Κεφάλι σκυμμένο, κλάμα και πολλά “γιατί” να αιωρούνται μπροστά σου αναζητώντας επίμονα απάντηση. Εδώ και τώρα και χωρίς άλλη αναβολή. 

Γιατί άφησες τον εαυτό σου να καταλήξει μόνος, φοβισμένος και δυστυχής; Γιατί δεν χειρίστηκες διαφορετικά τη ζωή σου μέχρι τώρα και πάντοτε επέλεγες το δρόμο που σε οδηγούσε σε διαφορετικά μονοπάτια από εκείνα που πραγματικά επιθυμούσε το μέσα σου; Γιατί πάντοτε κατηγορούσες εσένα για όλα όσα πήγαιναν στραβά; Γιατί κρυβόσουν από την αλήθεια και εθελοτυφλούσες μπροστά σε ανθρώπους που το ένιωθες ότι δεν νοιάζονταν για εσένα πραγματικά; 

 
Εκεί, λοιπόν, στο πάτωμα σκέφτηκες ότι έχει και ο πόνος, όρια και ότι αν δεν σηκωθείς ξανά να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου, πάει, το έχασες το παιχνίδι. Και το παιχνίδι έχει ακόμη πολλές, πάρα πολλές πίστες μέχρι να ολοκληρωθεί. Κι εσύ έχεις ακόμη τόσα να δεις, τόσα να ακούσεις, τόσα να ζήσεις, τόσα να φτιάξεις και να προσφέρεις, που κάθε δευτερόλεπτο που περνάει βρίσκοντάς σε ακόμη να κλαις στο πάτωμα, σε κρατάει μακριά από όλα όσα ονειρευόσουν τόσα χρόνια τώρα από μικρό κοριτσάκι. Όπως και η Ρόζυ. 

Η Ρόζυ μας. Ένα κομμάτι από όλες μας, που ψάχνει εναγωνίως τον τρόπο να κολλήσει ξανά τα θραύσματα της καρδιάς της για να συνεχίσει το ταξίδι της παρά τις λαβωματιές που απέκτησε στην μέχρι τώρα πορεία της. Μα, άλλωστε, οι λαβωματιές δεν είναι αυτές που μας κάνουν πιο γενναίες, πιο δυνατές, πιο συνειδητοποιημένες, πιο θαρραλέες και πιο εναρμονισμένες με τα “θέλω” μας; Οι λαβωματιές δεν είναι αυτές που, όταν φτάνουμε στο σημείο 0, μας λένε: “Φτάνει να πονάς τον εαυτό σου και να δέχεσαι να σε πονούν;”

Η Ρόζυ το αποφάσισε. Θα πακετάρει όλη τη ζωή της και θα φύγει με προορισμό την Κόστα Ρίκα. Βιβλία, σερβίτσια, ρούχα, παπούτσια, δίσκοι, όλα στριμωγμένα φύρδην μίγδην μέσα σε βαλίτσες και κουτιά. Ένα κουβάρι σε αταξία, όπως και όλη η σκονισμένη της ζωή. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει όμως πλέον καμιά σημασία. Αυτό που έχει
πραγματικά σημασία είναι να φύγει. ΝΑ ΦΥΓΕΙ! Μόνο να φύγει και ας γίνει ό,τι θέλει πίσω της. Μόνο ένα κλικ στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή της απομένει και μετά επιτέλους θα πετάξει οριστικά προς την ελευθερία και την ευτυχία. Μακριά από όλους όσους την πόνεσαν. Μακριά από την άχαρη ζωή της που της στέρησε όλα αυτά που της άξιζαν. Τώρα θα το πατήσει το πλήκτρο, τώρα τίποτα δεν πρόκειται να της αλλάξει γνώμη, τώρα, ΤΩΡΑ! Τώρα, γιατί αν δεν φύγει θα πεθάνει, θα πε-θά-νει! 

“Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα! Δεν αντέχω άλλο ανάμεσα σε αυτά τα πράγματα. Δεν αντέχω άλλο μέσα σε αυτήν τη ζωή! Δεν αντέχω άλλο τη ζωή μου! Τη ζωή μου… όλη μου τη ζωή. Τη δική μου ζωή… φοβάμαι”

Την ξεστόμισε επιτέλους την αλήθεια και ας πονάει. Μια δική της, κατάδική της αλήθεια βγήκε από τα χείλη της για πρώτη φορά. Και σαν να ξύπνησαν μονομιάς όλες οι άλλες αλήθειες που έκρυβε τόσα χρόνια μέσα της και συναγωνίζονταν ποια από όλες θα ακουστεί δυνατότερα. “Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς άλλους ανθρώπους γύρω της. Όσο κι αν υποστήριζε ότι αυτό αποζητούσε. Δεν άντεχε τη μοναξιά ούτε ένα λεπτό”. Και είχε και άμυνες. Πολλές άμυνες. Τόσες, που από την προσπάθειά της να προστατέψει τον εαυτό της από νέες απογοητεύσεις και νέα δάκρυα, έφτασε στο σημείο να τους απομακρύνει όλους από κοντά της. Φίλους, τους κατά καιρούς άνδρες της ζωής της, συγγενείς, γνωστούς, συναδέλφους. Όλοι στο ίδιο σακί, κανένας τους δεν μπορούσε να την καταλάβει, να τη νιώσει, να την αφουγκραστεί, να την αγαπήσει, όπως εκείνη ήθελε, όπως εκείνη όριζε την αγάπη

Γι’αυτό, λοιπόν κι εκείνη τώρα θα έφευγε. Όμως αυτό το πάτημα του “θαυματουργού” πλήκτρου που θα της εξασφάλιζε το εισιτήριο για την Κόστα Ρίκα, όλο και καθυστερεί. Η σύνδεση με το διαδίκτυο κόβεται ξαφνικά αφήνοντας στη μέση τη “μεγαλεπήβολη” αποστολή της. Μια αποστολή από την οποία κρέμεται  σαν από μια λεπτή και αδύναμη κλωστή, όλη η ζωή της. Όλα τα επόμενα βήματά της, η κάθε της σκέψη και ο κάθε χτύπος της καρδιάς της.

 
Οι αναμνήσεις από το παρελθόν και το μουντό της παρόν κάνουν “παρέλαση” μπροστά στα μάτια της. Σηματοδοτούν ίσως τον απολογισμό που πάντοτε ανέβαλλε, επειδή φοβόταν ότι αυτά που θα διαπίστωνε από τα μέχρι στιγμής πεπραγμένα της δεν θα της άρεσαν. Κάτι μέσα της, όμως της λέει να το τολμήσει. Σε αυτό το κρίσιμο στάδιο λίγο πριν τη δράση. Λίγο πριν την “μεγαλειώδη” της έξοδο από ό,τι αποτελούσε τον κόσμο της μέχρι αυτό το λεπτό. Αυτή τη φορά ό,τι κι αν γινόταν, θα ακολουθούσε και θα κατάφερνε αυτό που εκείνη ήθελε και όχι ό,τι της υπαγόρευαν οι άλλοι, που για έναν περίεργο και ανεξήγητο λόγο πίστευαν ότι γνώριζαν καλύτερα από την ίδια το τι είναι αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη. 

“Είχε έρθει πια η στιγμή να φύγει μακριά από τον εαυτό της για να τον ξαναβρεί καλύτερο, δυνατότερο και ελεύθερο”. Κι όμως. Τον εαυτό μας τον κουβαλάμε μέσα μας σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη κι αν πάμε και αν δεν συνάψουμε ειρήνη μαζί του δίνοντας του το χέρι μας, τα βήματά μας δεν θα μας οδηγήσουν πουθενά. Θα κάνουμε συνεχώς κύκλους φτάνοντας ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο. 

Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι ίσως η ευτυχία που αναζητάμε, να μη βρίσκεται τελικά τόσο μακριά, όσο πιστεύαμε. Ίσως απλά να χρειάζεται να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας για να δούμε ότι όλα όσα έχουμε πραγματικά ανάγκη, βρίσκονται ήδη δίπλα μας. Μέσα μας. Ίσως τελικά η “Κόστα Ρίκα” του καθενός μας να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής κι εμείς να εξακολουθούμε να αρνούμαστε επίμονα να της ανοίξουμε την πόρτα και να την καλωσορίσουμε.

Λίγα μόλις βήματα, το “έφτασα” από το “φεύγω”

Τόσα, όσα χρειάζεται για να κοιτάξεις ψηλά στον ουρανό και κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στο λαμπερό ήλιο, να φωνάξεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου: “Επιτέλους έφτασα!” και ό,τι κι αν γίνει, δεν θα σταματήσω ΠΟΤΕ να περπατώ!


  
*Το βιβλίο του Αλέξανδρου Ντερπούλη, “Κόστα Ρίκα”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μίνωας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου