Υπάρχουν κύκλοι που ανοίγουν και κύκλοι που κλείνουν. Οι
μεν, ανοίγουν μπροστά σου νέα μονοπάτια για να περπατήσεις με κατεύθυνση το
καινούριο και οι δε, σου βάζουν στην τσέπη τυλιγμένα σε χρυσό μαντήλι, όλα όσα
αποκόμισες διασχίζοντάς τους. Σου τα αφήνουν σαν μια πολύτιμη κληρονομιά, που
θα φυσήξει δυνατά, πολύ δυνατά, τόσο όσο χρειάζεται για να το πάρεις απόφαση να
αλλάξεις τα φθαρμένα σου πανιά και να ξεχυθείς στους απέραντους ωκεανούς της ζωής
αναζητώντας τον πραγματικό σου σκοπό. Χρειάζεται
όμως τόλμη για να μηδενίσεις το κοντέρ και να τα ξεκινήσεις όλα από την αρχή.
Και κάποιες φορές η στροφή χρειάζεται να
είναι 360ο . Έτσι όπως ήταν και αυτή που έκανε χωρίς
δεύτερη σκέψη ο Γιώργος Δεπάστας, ένας
άνθρωπος που αρχικά διέμεινε για 25 χρόνια στη Βιέννη, όπου σπούδασε την
επιστήμη του Ιπποκράτη και κατόπιν εργάστηκε ως ιατροδικαστής. “Παραιτούμαι,
φεύγω, γυρίζω στην Ελλάδα!”, είπε στον εαυτό του μια ημέρα και ο κύβος
ερρίφθη. Επέστρεψε και σταδιακά
μυήθηκε στα μυστικά της λογοτεχνικής και θεατρικής μετάφρασης έργων του Γκαίτε,
του Τσέχωφ, του Ίψεν, του Στρίντμπεργκ και ο κατάλογος συνεχώς εμπλουτίζεται.
Με
σημαντικές τιμητικές διακρίσεις
(2004, 2008, 2010) στο αντικείμενο που
τον κέρδισε μέχρι και σήμερα, δεν μετάνιωσε ποτέ για την απόφασή του να
τολμήσει μια τόσο ριζική αλλαγή, μου λέει όταν ξεκινάμε να μιλάμε. Και μιλήσαμε
για πολλά. Για την “Όπερα της πεντάρας”, που φέρει τη δική του υπογραφή στη
μετάφραση και ανεβαίνει αυτήν την περίοδο στο “Θέατρο Παλλάς”, για το σημερινό επίπεδο της γλώσσας, την Ελλάδα, το πολιτικό σκηνικό. Μα πάνω
απ’όλα για τις λέξεις, τις οποίες μεταφράζει για να φτάσουν ατόφιες στην καρδιά
του κάθε αναγνώστη και θεατή. Τις λέξεις, που ήταν εκείνες οι οποίες
όπλισαν με θάρρος τα βήματά του για να πάρει την απόφαση να τα αφήσει όλα πίσω
του και να βάλει πλώρη για το πιο συναρπαστικό ταξίδι της ζωής του! Το ταξίδι
στο μαγικό τους κόσμο! Εκεί, όπου όλα είναι πιθανά, και όπου κάθε όνειρο έρχεται
αργά ή γρήγορα η στιγμή που τα καταφέρνει και πραγματοποιείται…
Συνέντευξη
στη Βίκυ Καλοφωτιά
Πριν
από λίγες ημέρες, η αυλαία του Θεάτρου “Παλλάς”
άνοιξε την αγκαλιά της για να αποκαλύψει στο κοινό, τα μυστικά της παράστασης “Η Όπερα της πεντάρας”, της οποίας
υπογράφετε τη μετάφραση. Τι είναι αυτό που σας συνάρπασε και αυτό που σας
δυσκόλεψε ιδιαίτερα, συνομιλώντας με τις λέξεις και τη μελωδία που χάραξαν στο
χαρτί ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Κουρτ Βάιλ;
Καταρχάς,
η προσωπική μου γνώμη είναι ότι η απόδοση του ύφους του Μπρεχτ και η αναγνώριση
του ύφους του κειμένου είναι μια σημαντική πρόκληση για οποιονδήποτε
μεταφραστή, όπως επίσης φυσικά και η παρουσίασή του στο θέατρο. Πρόκειται για
μια διαδικασία εξαιρετικά σύνθετη, καθώς η
“Όπερα της πεντάρας” είναι ιδιαίτερα απαιτητική, γιατί αποτελεί ένα τελείως
ξεχωριστό είδος. Δεν μπορεί, δηλαδή να το χαρακτηρίσει κανείς ένα
καθαρά πολιτικό έργο, ούτε καθαρά καμπαρέ, δεν είναι μιούζικαλ, δεν είναι όπερα,
δεν είναι δράμα. Είναι κάτι από όλα, μία μείξη. Ο ίδιος ο Μπρεχτ μάλιστα το χαρακτήρισε ως “το καλύτερο δείγμα επικού
θεάτρου”, στο οποίο ο θεατής δεν βλέπει απλώς εικόνες, δεν ζει κάποια άλλη
πραγματικότητα, αλλά προβληματίζεται, και εμβαθύνει σε μία σκέψη, σε ένα
γενικότερο σκεπτικό. Φυσικά, υπάρχει μια καθοδήγηση, πολύ διακριτική, αλλά ο
στόχος του Μπρεχτ είναι να διαμορφώσει μόνος του ο θεατής μια άποψη για όλα
αυτά που βλέπει. Και, επίσης στόχος του Μπρεχτ πάντα, σε όλες του τις
παραστάσεις και ιδιαίτερα σε αυτήν, είναι συγχρόνως να ψυχαγωγήσει το θεατή. Αναδύεται
ακόμη στην επιφάνεια το ότι όλα στην όπερα –όπως άλλωστε και στην ίδια τη ζωή–
έχουν δύο όψεις. Κανένας ήρωας δεν είναι κακός ή καλός. Ο Μακχήθ, για
παράδειγμα αντικειμενικά είναι ένας γκάνγκστερ, δολοφόνος, κλέφτης, απατεώνας
και στο τέλος τον βλέπουμε να γίνεται αντικείμενο οίκτου, όταν πέφτει θύμα
προδοσίας των φίλων του, των γυναικών που αγαπούσε και της υποτιθέμενης συζύγου
του.
Σε
ό,τι αφορά τώρα στη μετάφραση των τραγουδιών, ήταν ιδιαιτέρως δύσκολα και αυτό
ήταν για εμένα το μεγάλο στοίχημα, το ότι
έπρεπε για μία φορά, επιτέλους, να αποδοθούν ακριβώς τα λόγια του Μπρεχτ όσο
πιο πιστά γίνεται, να διατηρηθεί ο σαρκασμός και το χιούμορ του και να υπάρχει
πάντα φυσικά και το διδακτικό ή πολιτικό υπονοούμενο. Και βέβαια, η μετάφραση έπρεπε να προσαρμοστεί πάνω στη
δεδομένη μουσική, που σημαίνει ότι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν λέξεις, οι οποίες να
έχουν ακριβώς τον τονισμό της γερμανικής γλώσσας, και να πέφτει ο τόνος ακριβώς
σε εκείνη τη συλλαβή που πρέπει –πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο γιατί υπάρχουν για
παράδειγμα, στίχοι πεντασύλλαβοι, οι οποίοι έχουν ένα περιεχόμενο, το οποίο η
ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να αποδώσει. Αυτό συνέβη κυρίως σε δύο περιπτώσεις.
Η μία στο τραγούδι “Kanonensong” (βλ.ελλ. “Το τραγούδι των κανονιών”), που λέει σε ένα στίχο, στο ρεφρέν “Οι
στρατιώτες ζουν πάνω στα κανόνια” (βλ.γερμ. “Die Soldaten wohnen auf den Kanonen”). Αυτό, από όλες τις πλευρές που το
δοκίμασα, δεν έβγαινε, οπότε το μετέφρασα ως εξής: “Εμπρός φαντάρε, το όπλο πάρε!”. Είναι στην ουσία
19 καθαρά τραγούδια, 21 μαζί με το τρίτο φινάλε.
Ποιοι
χαρακτηριστικοί στίχοι από αυτά τα τραγούδια, άγγιξαν ιδιαίτερα ευαίσθητες
χορδές στην ψυχή σας;
Πάρα
πολλά, όπως και αυτό το “τραγούδι των κανονιών”, που σας ανέφερα προηγουμένως, το
οποίο λέει στο ρεφρέν “Εμπρός φαντάρε,
το όπλο πάρε και πίσω μην κοιτάς! Ρίξ’το στον ώμο σου, και αν βρεις στο δρόμο
σου, καμία άγνωστη φάτσα, χλωμή ή μαύρη ράτσα, σημάδεψε και κάνε τους τα
μούτρα, κιμά”. Ή άλλο ένα, το περίφημο “τραγούδι της σεξουαλικής σκλαβιάς”,
που λέει “Πολλοί μεγάλοι άντρες παν’ χαμένοι, μέσα σε πόρνες μένουν κολλημένοι,
μπορεί να ζουν με αυστηρούς κανόνες, μα όταν ψοφάνε, ποιος τους θάβει;
Πόρνες!”. Και άλλοι πολλοί στίχοι μου
έρχονται στο μυαλό, καθώς τους επεξεργαζόμουν και τους μετέφραζα για πέντε ολόκληρους
μήνες, από τον Ιανουάριο –όταν δηλαδή μου τα ανέθεσε ο σκηνοθέτης της
παράστασης, Γιάννης Χουβαρδάς– μέχρι και τα τέλη Μαΐου.
Στη
σχετική συνέντευξη Τύπου αναφέρατε ότι “αυτό
το έργο ήταν πάντα μια πρόκληση για εμένα και όσες φορές μου είχαν γίνει
προτάσεις στο παρελθόν για να το μεταφράσω, αρνήθηκα, γιατί φοβόμουν”. Πώς
πήρατε αυτήν τη φορά, την απόφαση να πείτε το μεγάλο “ναι”;
Πρέπει
να ομολογήσω ότι βασικά εμπιστεύτηκα το Γιάννη Χουβαρδά. Αυτό το έργο θέλει μια
ιδιαίτερη μεταχείριση και μόνο εκείνος ή ίσως ο Νίκος Μαστοράκης θα μπορούσαν
να το καταφέρουν. Άλλο ένα σημαντικό κριτήριο ήταν το ότι ο Χουβαρδάς μου άφησε
πάρα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, διότι στις άλλες προτάσεις θα είχα διάστημα
τριών μηνών, κάτι που ήταν αδιανόητο. Όταν ολοκλήρωσα τη μετάφραση των
τραγουδιών, δουλέψαμε με τον Θοδωρή Οικονόμου –που είναι ο υπεύθυνος για την
ενορχηστρωτική επιμέλεια και ο διευθυντής ορχήστρας– για περίπου 15 ημέρες, στο
πιάνο. Νότα-νότα, στίχο-στίχο,
λέξη-λέξη, συλλαβή-συλλαβή για να πετύχουμε τους τονισμούς και τις
ομοιοκαταληξίες. Να ταιριάξει η όλη μετάφραση πάνω στη μουσική του Κουρτ
Βάιλ χωρίς να ξεφύγει καθόλου και χωρίς να χρειαστεί ούτε να προστεθούν, ούτε να αφαιρεθούν συλλαβές. Οφείλω να
παραδεχτώ ότι δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα, και μάλιστα 2-3 φορές είπα να
παραιτηθώ(!). Ευτυχώς, όμως θέλω να
πιστεύω ότι τα καταφέραμε! Σήμερα μάλιστα μου ανέφερε ένας καθηγητής Μουσικολογίας
ότι θεωρεί πως πρόκειται για την πιο άψογη εκτέλεση της “Όπερας” μουσικά, που
έχει ακουστεί ποτέ στην Ελλάδα και ότι έμεινε κατάπληκτος με την τεχνική και
την πιστότητα των πρωταγωνιστών, οι οποίοι κιόλας δεν είναι τραγουδιστές. Αυτό
είναι η απόλυτη ηθική δικαίωση για όλους τους συντελεστές.
Η
πρώτη ανάθεση επαγγελματικής μετάφρασης που σας είχε γίνει από εκδοτικό οίκο,
ήταν το έργο του Λιούις Κάρολ “Η Αλίκη
στη χώρα των θαυμάτων”. Ποια συναισθήματα κυριάρχησαν μέσα σας τότε, και
ποια αντίστοιχα σήμερα, κάθε φορά που αναλαμβάνετε τη μετάφραση έργων που
διατηρούν την αξία τους αναλλοίωτη στο χρόνο;
Θυμάμαι
σαν σήμερα αυτήν τη μετάφραση από τις Εκδόσεις Μίνωας. Μόλις είχα επιστρέψει
στην Ελλάδα –καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή ζούσα για 25 χρόνια στη Βιέννη– και
αποφάσισα να ασχοληθώ με τις μεταφράσεις. Η μετάφραση του συγκεκριμένου βιβλίου
ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί καταρχάς πρόκειται για ένα περίπλοκο έργο, το
οποίο ανέλαβα χωρίς να σκεφτώ πολλά πράγματα, κι εκεί τα “βρήκα μπαστούνια”(!).
Ήταν η πρώτη μου δουλειά, δεν είχα πείρα
και έτσι δικαιολογείται και το ότι πριν
από περίπου δύο χρόνια, που το ξανακοίταξα, το πρώτο που ένιωσα ήταν ότι αν
μπορούσα θα την πέταγα στα σκουπίδια και θα έκανα καινούρια! Κάθε
μετάφραση, αν ξαναδιαβαστεί μετά από ένα χρόνο, διαπιστώνω ότι είναι ήδη
ξεπερασμένη ή εντοπίζω σε αυτήν προβλήματα, όχι λάθη αλλά πράγματα που σήμερα
δεν μου αρέσουν, γιατί πιστεύω πως η γλώσσα και η κατανόηση της γλώσσας χρόνο
με το χρόνο μεταβάλλεται και οι έννοιες παίρνουν άλλη χροιά.
Άρα,
ειδικά στο θέατρο, είμαι της άποψης πως πρέπει να μελετούμε πάρα πολύ την
καθημερινή μας γλώσσα, για να μπορούμε να αποδώσουμε το κείμενο με αμεσότητα
και να προσπαθούμε να είναι όσο το δυνατό περισσότερο κατανοητό, έτσι ώστε ο
θεατής να μη χρειάζεται να σκεφτεί τι λέει ο κάθε ήρωας, γιατί μόλις αρχίσει να
το σκέφτεται αυτό, χάνει τις επόμενες ατάκες. Πρέπει να είναι ολοκάθαρο το
κείμενο, και να μην υπάρχουν λέξεις που μπερδεύουν και έτσι δικαιώνεται και ο
συγγραφέας και το έργο, βέβαια. Επίσης, ορισμένες
ηθελημένες “ατέλειες” του συγγραφέα, όπως για παράδειγμα κάποιες επαναλήψεις ή η
χρήση ορισμένων λέξεων, πιστεύω ότι πρέπει να μεταφράζονται πάντοτε πιστά και
δεν πρέπει ποτέ να τον διορθώνουμε ή να τον βελτιώνουμε. Σίγουρα είχε
κάποιο λόγο που τα έγραψε κατ’αυτόν τον τρόπο, οπότε οφείλουμε να τα διατηρήσουμε
όπως ακριβώς τα είχε στο μυαλό του τη στιγμή που τα έγραφε.
Επιστρέψατε,
λοιπόν στην Ελλάδα μετά 25 χρόνια διαμονής στη Βιέννη, όπου σπουδάσατε Ιατρική
και εργαστήκατε ως ιατροδικαστής. Τι έπαιξε καθοριστικό ρόλο για να τολμήσετε
αυτήν την 360ο αλλαγή; Αν μπορούσατε να γυρίσετε το χρόνο πίσω, θα
το τολμούσατε ξανά;
Πιστεύω
πως στη ζωή μας κλείνουμε ορισμένους κύκλους. Έτσι, λοιπόν και για εμένα μετά
από 25 χρόνια, ο κύκλος της Βιέννης έκλεισε. Πήγα στα 19 και επέστρεψα στα 44. Η
Ιατρική μου άρεσε, η Ιατροδικαστική ήταν ένα συναρπαστικό επάγγελμα, είδα και
έμαθα πάρα πολλά και άλλαξε ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά μου τελείως λόγω
της Ιατροδικαστικής, αλλά κάποια στιγμή
είπα ότι δεν θέλω να πάρω σύνταξη στη Βιέννη και να μείνω εκεί κάνοντας βόλτες με
έναν σκύλο στο πάρκο, και όσο προλαβαίνω θα αλλάξω ζωή και επάγγελμα για να πάω
να κάνω κάτι άλλο. Και επειδή ήξερα
γλώσσες, είπα “παραιτούμαι, φεύγω, γυρίζω στην Ελλάδα!”. Όταν είχα ήδη κάνει
όλα τα βήματα, είχα υποβάλει την παραίτηση, είχα κάνει τη μετακόμιση και
βρέθηκα στη Βιέννη, σε ένα άδειο σπίτι, για να φύγω ύστερα από μερικές ημέρες,
έπαθα κρίση πανικού! Λέω “τώρα τι έκανα;”. Θα το τολμούσα, όμως ξανά! Και τώρα,
αν ήμουν νεότερος, θα έφευγα πάλι για κάπου αλλού! Δεν θα ξαναγύριζα βέβαια
ποτέ στη Βιέννη…
Από
τότε ασχολείστε αποκλειστικά με τη λογοτεχνική και θεατρική μετάφραση. Μπορεί
κανείς να επιβιώσει στην Ελλάδα του 2016, εξασκώντας μόνο το συγκεκριμένο
αντικείμενο;
Ξεκίνησα
αρχικά με τη λογοτεχνική μετάφραση, πρώτα με τις Εκδόσεις Μίνωας, μετά με τις
Εκδόσεις Ολκός, και στη συνέχεια, η πρώτη μου σημαντική συνεργασία ήταν ο
Χουβαρδάς. Μου ανέθεσε να μεταφράσω τις “Τρεις αδελφές” του Τσέχωφ, για το
Θέατρο “Αμόρε” εκείνη την εποχή. Και ο Μαστοράκης, που έκανε τότε, επίσης την
πρώτη του σκηνοθεσία μου ανέθεσε το έργο “Τρίπτυχο”, ενός Ολλανδού. Μετά από αυτά, ξεκίνησε σταδιακά η πορεία
μου και το ένα έφερε το άλλο, φτάνοντας στο σημείο να έχει τύχει να αναλάβω και
δέκα έργα σε μία θεατρική σεζόν. Ωστόσο,
σήμερα δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει κανείς στην Ελλάδα, εξασκώντας μόνο
αυτό το αντικείμενο. Κι εγώ, όλα αυτά τα χρόνια που προηγήθηκαν, δεν μπορώ
να πω ότι ζούσα άσχημα ή ότι πείνασα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω για παράδειγμα
μεγάλα ταξίδια, όπως έκανα όταν ήμουν στη Βιέννη. Τον τελευταίο καιρό, από τότε
που ξεκίνησε η κρίση, υπάρχει και μια εκμετάλλευση της κρίσης από εργοδότες,
που δεν έχει κανείς και μεγάλα περιθώρια να αρνηθεί κάποιες δουλειές, οι οποίες ίσως δεν τον εκφράζουν απόλυτα. Εγώ αυτή τη στιγμή, έχω πάρει σύνταξη από την
Αυστρία, οπότε έχω κάποια πολυτέλεια να απορρίπτω προτάσεις που δεν με
εκφράζουν πραγματικά. Είχα βέβαια και θέμα τύχης στην αρχή. Όλα είναι και θέμα
τύχης.
“Τα
νέα ελληνικά σήμερα χάνουν όλο και περισσότερα προνόμια, όπως για παράδειγμα
τις αναφορικές προτάσεις –που έχουν πια εξαλειφθεί– τις μετοχές και τα
απαρέμφατα”,
έχετε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξη. Πώς αξιολογείτε το τρέχον γλωσσικό
επίπεδο της πλειοψηφίας των νέων κυρίως ανθρώπων, στα χρόνια που έχουν έκτοτε μεσολαβήσει;
Διαπιστώνω
μια τρομερή επιδείνωση στο γλωσσικό επίπεδο και στη χρήση της γλώσσας σε
καθημερινή βάση. Για παράδειγμα, είχα πάει πριν από κάμποσο καιρό σε μια
παράσταση του Βιζυηνού, στο Θέατρο της Κοκκίνου και κάθονταν πίσω μου νέα
παιδιά από σχολή θεάτρου κιόλας –που σημαίνει ότι είχαν και μια παιδεία– τα οποία
μιλούσαν μεταξύ τους λέγοντας ότι δεν καταλάβαιναν τι λέει το έργο, και τι
ελληνικά μιλάει ο ηθοποιός. Οπότε, δεν
είναι ντροπή, αν πλέον έχουμε φτάσει στο σημείο να μεταφράζουμε, ας πούμε, τον Παπαδιαμάντη;
Δυστυχώς με αυτόν τον τρόπο φτωχαίνει συνεχώς η γλώσσα μας, χρησιμοποιούμε πια
500 λέξεις στην καθομιλουμένη.
Ποιο
είναι το μέλημά σας, από τη στιγμή που αρχίζετε να μεταφράζετε την πρώτη λέξη
ενός έργου, μέχρι και την τελευταία;
Πρώτον,
να μείνω πιστός στο ύφος του συγγραφέα –όσο βέβαια κάτι τέτοιο είναι εφικτό–
χωρίς να βάζω μέσα τις δικές μου διαθέσεις καλαισθησίας ή συγγραφής. Προσπαθώ
να καταλάβω αυτό το ύφος, διαβάζοντάς το φωναχτά στον εαυτό μου για να δω πώς
ακούγεται, να δω αν κυλάει, και αν μου θυμίζει το ύφος του εκάστοτε συγγραφέα. Αυτός
ο τρόπος μετάφρασης μου παίρνει περίπου 15 έως 20 σελίδες και μετά αρχίζει το
γραπτό αυτό εγχείρημα και παίρνει μια μορφή, το συνηθίζω σταδιακά και μπαίνω βαθύτερα
στο νόημα και όσο προχωράει η μετάφραση προς το τέλος, γίνεται όλο και
ευκολότερη. Μετά, όταν ολοκληρωθεί η μετάφραση, ανατρέχω στις πρώτες
σελίδες που έχω μεταφράσει. Κάνω
τουλάχιστον τέσσερα χέρια σε κάθε μου μετάφραση καθώς το πρώτο χέρι είναι
καταστροφή, δηλαδή βλέπω πως ό,τι έχω κάνει στην αρχή, θέλει πέταμα(!) και το
ξαναφτιάχνω, αλλά πλέον με τη νέα αντίληψη του κειμένου.
Το
1996 μεταφράσατε το έργο του Γκαίτε, με τον τίτλο “Υπάρχουν όρια”. Άραγε, όπως έχει διαμορφωθεί πλέον το
πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικό σκηνικό στη χώρα μας, υπάρχουν όρια στο πόσα
μπορούμε ακόμη να ανεχτούμε ή έχουμε αναισθητοποιηθεί και δεχόμαστε
αδιαμαρτύρητα, τα όσα μας επιβάλλονται;
Προσωπικά
πιστεύω πως δεν υπάρχει ποτέ όριο, πάντα βρίσκει ο άνθρωπος μία διέξοδο, πάντα αντέχει
κάτι περισσότερο από ό,τι νομίζει, αλλά από την άλλη πλευρά βέβαια υπάρχει και
ο κίνδυνος της αναισθητοποίησης. Δηλαδή, το συνεχές ξεπέρασμα των ορίων, προκαλεί
ας πούμε και μία “χοντροπετσιά” και γινόμαστε απαθείς. Σε συλλογικό επίπεδο,
πιστεύω ότι έχουμε πολύ λίγες αντοχές και το τραγικό είναι πως λύση δεν
βρίσκεται. Αν ήμουν 30-40 χρόνια
νεότερος, θα έλεγα ότι η λύση είναι η αναρχία, διάλυση και “φτου κι απ’την αρχή”!
Δηλαδή, η “μόλυνση” που έχει επιφέρει στη ζωή μας, η απάτη και η κλεψιά και
η όλη κατάρρευση, είναι πάρα πολύ βαθιά, κι έχει απλωθεί παντού, οπότε πλέον ό,τι
ακουμπήσεις, “μολύνεσαι”…
“Ό,τι
είναι ο νους και η καρδιά για τον άνθρωπο, είναι και η Ελλάδα για την
οικουμένη”,
έχει ισχυριστεί ο Γκαίτε. Πιστεύετε ότι πρόκειται για λόγια που εξακολουθούν να
ισχύουν;
Ναι,
αν αναφερθούμε στο παρελθόν μας, γιατί τώρα
ορισμένες φορές, από αυτά που βλέπω και ακούω γύρω μου, ντρέπομαι για την κατάσταση,
στην οποία βρισκόμαστε(!). Την
πολιτιστική, την πνευματική και γενικότερα. Ωστόσο, αυτό που είπε ο Γκαίτε
πρέπει να ισχύει. Θυμάμαι, πριν από δύο χρόνια, όταν είχα πάει στην Κίνα, με
ρωτούσαν οι Κινέζοι από πού είμαι και όταν τους έλεγα ότι είμαι από την Ελλάδα
αμέσως μου απαντούσαν “Α, Ελλάδα! Μεγάλη χώρα!”. Αυτή η αντίδραση είναι
ενδεικτική του πόσο ψηλά τοποθετούν τον
πολιτισμό της Ελλάδας, γιατί τα παιδιά εκεί μαθαίνουν στο σχολείο ότι η Κίνα
έδωσε τον πολιτισμό στην Ανατολή και η Ελλάδα έδωσε τον πολιτισμό στη Δύση,
οπότε έτσι μας θεωρούν ισότιμους. Πάντα υπάρχει ευτυχώς αυτό το παρελθόν μας,
που μας σώζει κατά κάποιον τρόπο…
Ετοιμάζετε
κάτι άλλο αυτήν την περίοδο;
Ετοιμάζω
κάτι για το Εθνικό Θέατρο –που
όμως δεν μπορώ ακόμη να ανακοινώσω– και
ένα μικρό βιβλιαράκι, ένα κείμενο που θα
περιέχει κάτι σαν αποφθέγματα του Ρίλκε, το οποίο υπολογίζεται να εκδοθεί
προς το καλοκαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου