Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

“Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου” στο Θέατρο Χώρα: “Αγάντα, άνθρωπε! Αγάντα!”



Γράφει η Βίκυ Καλοφωτιά

Κυψέλη, ένα από τα βροχερά βράδια μιας Παρασκευής του Μάρτη. Φτάνω με μια μικρή καθυστέρηση έξω από την είσοδο του Θεάτρου “Χώρα” και βιάζομαι να κατευθυνθώ προς το μαγικό χώρο με τις βελούδινες καρέκλες και τη λατρεμένη μυρωδιά από ξύλο, όνειρα, πρόβες και άφθονες δόσεις από μεράκι, που επιτελούν στο έπακρο το σκοπό τους όταν επισφραγίζονται στο τέλος από θερμά χειροκροτήματα. Χειροκροτήματα που φανερώνουν ότι στην κάθε ατάκα των ηθοποιών και στο καθετί που παίρνει ζωή μέσα στο χώρο, διοχετεύεται απλόχερα ψυχή, από όλους τους συντελεστές. 

“Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου” σχηματίζουν τα γράμματα στην αφίσα της παράστασης, όπου απεικονίζεται η Νένα Μεντή, η γυναίκα που ενσαρκώνει μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία, η οποία ξεχώρισε για το έντονο ταμπεραμέντο της, τον τρόπο που συνδιαλεγόταν με τη ζωή, αλλά κυρίως για το σπάνιο στιχουργικό της τάλαντο, που έπιανε το σφυγμό ενός ολόκληρου λαού και γινόταν ένα μαζί του. Γιατί ήταν κι εκείνη μία από αυτόν. Ένας άνθρωπος που “δεν άντεχε τον πόνο και γι’αυτό τον έκανε τραγούδι”…

“Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά
κι απ’ τα πολλά στα λίγα, αχ πώς κατάντησα στη ζωή
κι από το πρώτο το σκαλί στο τελευταίο πήγα. Μα κανένας δε μου φταίει
για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου”.

 
Η σκηνή του θεάτρου αμυδρά φωτισμένη. Μια φθαρμένη καρέκλα πεσμένη καταγής, ένα κρεβάτι σιδερένιο, ξέστρωτο, σαν μόλις να σηκώθηκε από την υφασμάτινη αγκαλιά του αυτός που έγειρε για λίγο πάνω του να ξαποστάσει. Η ντουλάπα στη γωνία, μισάνοιχτη, ξεμυτίζει από μέσα η άκρη ενός μαντηλιού, το μπρούντζινο μπαούλο στο πάτωμα κλείνει στα “σπλάχνα” του τις αναμνήσεις μιας ζωής. Πιο πέρα, η δερμάτινη βαλίτσα με τα λουριά στο πλάι, φθαρμένα. Έτοιμη να ταξιδέψει. Πάντα έτοιμη να ταξιδέψει. Και στη μέση το γραφείο, εκεί όπου πάνω στα πακέτα των τσιγάρων σκάρωνε τους στίχους της. Τους στίχους μας. Πάνω σε πακέτα τσιγάρων, στο πίσω μέρος λογαριασμών, και σε χαρτοπετσέτες, κιτρινισμένες από τον καπνό. Από κάπου στο βάθος ακούγονται οι νότες που βγάζει από μέσα του, το παλιό ραδιόφωνο. Αντίκα από τα χρόνια πίσω εκεί. Στα παράλια. Τα λατρεμένα παράλια της Μικρασίας. Εκεί. Πίσω στο Αϊδίνι, στο πατρικό σπίτι με τη μεγάλη αυλή και το τεράστιο δέντρο στη μέση, όπου σκαρφάλωνε με μανία όταν ήταν μικρή κάνοντας τη μητέρα της, τη Μαριόγκα, να την εκλιπαρεί να κατέβει φωνάζοντας ότι “δεν είναι καμώματα κοριτσιών αυτά!”. Τότε, πριν το όνειρο μετατραπεί σε εφιάλτη και πριν η μικρή Ευτυχία γίνει η Παπαγιαννοπούλου του μετά

Εκεί πίσω στο Αϊδίνι, πριν ξεριζωθεί μαζί με τόσους άλλους συμπατριώτες της από την πατρίδα και γίνουν πρόσφυγες τραβώντας κουπί προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ποια ελπίδα, όμως, όταν, όπου έριχνε κανείς το βλέμμα του στο λιμάνι του Τσεσμέ, αναδύονταν φλόγες και σύννεφα καπνού, που έβαζαν φωτιά κατευθείαν στην καρδιά; Των ονείρων. Των ονείρων τους. Kάνοντάς τους να αναρωτιούνται “είμαστε καταραμένοι εμείς οι πρόσφυγες;”, όπως ακούγεται σε κάποιο σημείο της παράστασης να βγαίνει με θλίψη από τα χείλη της περιγράφοντας την περιπέτεια να σωθούν χαροπαλεύοντας με τα πελώρια κύματα της θάλασσας που θα τους οδηγούσε στη νέα πατρίδα. Η ψυχή του λαού, που αποτύπωσε όλη την ψυχή του λαού στους στίχους της, που πιάνουμε τον εαυτό μας να σιγοψιθυρίζουμε μέχρι σήμερα. 

“Αντιλαλούνε τα βουνά σαν κλαίω εγώ τα δειλινά,
περνούν οι ώρες θλιβερές σ’ ένα παλιό ρολόι
κι εγώ τους αναστεναγμούς τους παίζω κομπολόι”.
 
Στίχοι πολύτιμοι μέσα στην απλότητά τους, έμοιαζαν λες με ατόφιο χρυσάφι από μια πένα που χρησιμοποιούσε και την τελευταία σταγόνα από το μελάνι στο δοχείο δίπλα της, για να τους φέρει στη ζωή. Καθένας από αυτούς τρύπωνε με έναν μαγικό τρόπο σε όλες τις καρδιές, γιατί “ζυμωνόταν” με τα “υλικά” της φτώχειας, τις αμέτρητες πίκρες, τους καημούς, τις λύπες και τα βάσανα ενός λαού που πάλευε να ορθοποδήσει και έστω και την ύστατη στιγμή κατόρθωνε να πάρει τη σωτήρια ανάσα. “Πρέπει να αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να πιάσεις το λαϊκό τραγούδι! Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα κι ύστερα με τεχνική!”, έλεγε εκείνη την εποχή, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της. 

 
Δύο ήταν τα πάθη της. Η τράπουλα και τα τραγούδια. Έτσι δήλωνε, έτσι ένιωθε και έτσι έκανε. Έγραφε για να βγάλει λεφτά να παίξει πόκα. Έπαιζε, για να αντέχει τα χτυπήματα της ζωής και να εμπνέεται τους στίχους των τραγουδιών της “Αν δεν αγαπήσεις, δεν γράφεις. Αν δεν δακρύσεις δεν γράφεις”. Νόμος ήταν για εκείνη. Απαράβατος και αδιαπραγμάτευτος και δεν τον πάτησε μέχρι την τελευταία της πνοή, όταν το ημερολόγιο έδειξε 7 Ιανουαρίου 1972 κι εκείνη έφυγε από τη ζωή φτωχή, μην έχοντας διεκδικήσει ποτέ την είσπραξη δικαιωμάτων από τα τραγούδια που “γεννούσε” με πίκρα και σπαραγμό και τα έβλεπε να “μεγαλώνουν” και να γίνονται σπουδαία και τρανά με την ζέση,  με την οποία τα αγκάλιαζε ο κόσμος. Τραγούδια που απλώνονταν σαν βάλσαμο στην “φθαρμένη και άγονη επιφάνεια” της ψυχής του λαού, όπου μετά, στο ίδιο σημείο φύτρωναν και άνθιζαν μέσα από αυτούς τους θεόσταλτους στίχους, ψυχές λιονταριών που πάλευαν, χόρευαν και υμνούσαν τον αγώνα για επιβίωση. Τον αγώνα, να βρίσκεις τη δύναμη να δίνεις αγώνα! Τον αγώνα σου. Με όσα αποθέματα αντοχής έχει κανείς στο “αμπάρι” της ψυχής του. 

“Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα. Σεργιάνισα ένα πρωινό
κι ώσπου να ‘ρθει το δειλινό από την άλλη βγήκα”.

 
…στο τραπέζι μπροστά της ένα φλιτζάνι με αχνιστό ελληνικό καφέ, μια μποτίλια κρασί παραδίπλα, χαρτιά απλωμένα, παλιές και σκονισμένες φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων. Αναμνήσεις σκόρπιες, που παίρνουν σχήμα και μορφή καθώς η ώρα περνά. Ο καπνός από τα τσιγάρα σχηματίζει χάρτινα δαχτυλίδια πάνω από το κεφάλι της. Κι εκείνη αναπολεί, θυμάται, και άλλοτε θρηνεί, άλλοτε πανηγυρίζει. Την πατρίδα της, τη Μικρασία, την κόρη της Μαίρη, που έχασε σε μια νύχτα, τις συνεργασίες της με τον Τσιτσάνη, το Χιώτη, τον Καλδάρα, τη Μαρίκα Κοτοπούλη, με την οποία έπαιξε στο θέατρο, τη μάνα της τη Μαριόγκα, την εγγονή της Ρέα, τον άνδρα της ζωής της, το Γιώργο. Το Γιώργο της…

“Πήρα τη στράτα κι έρχομαι
μες στη βροχή και βρέχομαι
στα σκαλοπάτια σου εγώ σφυρίζω, άσε με μέσα για να ‘ρθω
και στρώσε μου να κοιμηθώ…”.

Όλα βρίσκονται μέσα εκεί, κρυμμένα πίσω από κάθε λέξη, κάθε γράμμα και κάθε συλλαβή που έδινε το φιλί της ζωής στα τραγούδια της. 

…και κάθε που βρέχει ή κάθε που ο άνεμος φυσά με μανία και λύσσα πάνω από τη ζωή μας, τους ανθρώπους που αγαπάμε, την πόλη, την πατρίδα μας, κι εμείς νιώθουμε να χάνουμε το κουράγιο και τη δύναμη να παλέψουμε, εκείνα θα είναι πάντοτε εκεί, πιο ζωντανά από ποτέ, να μας θυμίζουν ότι δεν είναι ποτέ αργά να σφίξεις τη γροθιά και να αγωνιστείς για όλα όσα σου ανήκουν δικαιωματικά και όλα όσα σου αξίζουν! Τότε, τώρα, πάντοτε..! Και όταν αισθανθείς τις δυνάμεις σου να σε εγκαταλείπουν, φώναξε δυνατά “Αγάντα, αγάντα!”, έτσι όπως φώναζε κι εκείνη στον εαυτό της πάντοτε. “Αγάντα, Ευτυχία, αγάντα!”. Και έφτασε μακριά, πολύ μακριά, στην υψηλότερη κορυφή της ζωής, που σαν κι αυτήν δεν υπάρχει άλλη στον κόσμο όλο! Στην καρδιά του κάθε ανθρώπου που δεν τα παρατά, ούτε όταν έχει φουρτούνα και το παιχνίδι μοιάζει χαμένο. Στην ψυχή του λαού, που έχει μάθει να αντέχει στα δύσκολα και να νικά! Όσο σκληροί κι αν είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Ακόμη κι αν έχει καταλάβει ότι η τράπουλα είναι σημαδεμένη. Κυρίως τότε…

“Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα.
Κάθε μας μεράκι γίνεται τραγούδι και το λέμε και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε..!”.


*Στοιχεία παράστασης:

Ερμηνεία: Νένα Μεντή
Κείμενο - σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά - κοστούμια: Αναστασία Αρσένη
Φωτισμοί: Ανδρέας Μπέλης
Επιλογή τραγουδιών: Ελεάνα Βραχάλη
Μουσική επένδυση: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος
Φωτογραφίες: Γιώργος Καβαλλιεράκης

Θέατρο Χώρα: Αμοργού 20, Κυψέλη, τηλ.: 210 8673945

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή και Σάββατο: 21.00, Κυριακή: 19.00.

Δείτε στο ακόλουθο βίντεο, τη Νένα Μεντή να ερμηνεύει απόσπασμα από την παράσταση, η οποία είναι αφιερωμένη στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου