Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Λαογραφικό Μουσείο Αμαρουσίου: Η περιπέτεια της Επιμέλειας μιας έκθεσης


 Μπορεί να λέγεται ότι τα λαογραφικά μουσεία της χώρας πάσχουν σε επίπεδο έκθεσης και επιστημονικού προσανατολισμού, αλλά σίγουρα εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί το Λαογραφικό Μουσείο Αμαρουσίου που διαθέτει μουσειολογική μελέτη, συλλογή 1.500 εκθεμάτων και ποικιλία ενοτήτων. Συνήθως όταν δρασκελίζουμε το κατώφλι ενός τοπικού λαογραφικού μουσείου αντικρίζουμε εκθέματα ατάκτως ειρημένα, χωρίς καμία μελέτη, λεζάντες και ταξινόμηση. Ωστόσο, το μουσείο που ανήκει στο δήμο Αμαρουσίου εδώ και μια δεκαετία «σπάει» αυτή την παράδοση, ακολουθεί την εκπαιδευτική μουσειακή πρακτική στον άξονα μελέτης του νεοελληνικού βίου.

της Μαρίας Αλιμπέρτη

Το νήμα της ιστορίας του «ξετυλίγει» η αρχαιολόγος-μουσειολόγος, Ασημίνα Γρηγορίου, μία εκ των επιμελητών της έκθεσης. Η σύλληψη της ιδέας ενός μουσείου με την ιστορία του προαστίου μας γυρίζει στα 90’, όταν παλιοί Μαρουσιώτες από γνωστές οικογένειες είχαν λάβει την πρωτοβουλία να συγκεντρώσουν σε ένα μικρό χώρο μια συλλογή με δικά τους προσωπικά αντικείμενα αλλά και δωρεές, κυρίως οικογενειακά κειμήλια. Μετά από περιπλανήσεις εντός της πόλης το μουσείο μετακόμισε το 2010 στο κτίριο της πρώην ΕΥΔΑΠ.

Παρουσιάζοντας την περιπέτεια του μουσείου, εξηγεί η κ. Γρηγορίου ότι με την συνεργάτιδά της, συντηρήτρια Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης, κ. Tίνα Χανιαλάκη «ξεκινήσαμε με την επικαιροποίηση της καταγραφής της συλλογής και την ολοκλήρωσή της, γιατί υπήρχαν πάρα πολλά αξιόλογα αντικείμενα τα οποία είχαν προσφερθεί κατά καιρούς αλλά δεν υπήρξε χρόνος για την καταγραφή και την τεκμηρίωσή τους. Εκπονήθηκε στη συνέχεια η μουσειολογική μελέτη, πραγματοποιήθηκε η μεταφορά των ατικειμκένων από το παλιό στο νέο κτήριο και το στήσιμο του μουσείου».


Ευτυχώς για αρκετά αντικείμενα υπήρχαν χειρόγραφα δελτία και φωτογραφίες, σύμφωνα με όσα περιγράφει η κ. Γρηγορίου, και κάποια είχαν μια σχετική τεκμηρίωση. Η συλλογή ενισχύθηκε και στην πορεία με προσφορές από δωρητές, οι οποίοι δεν υπάρχουν πιά στη ζωή, αλλά ευτυχώς για το μουσείο είχαν δώσει προφορικές συνεντεύξεις. «Επειδή η προσπάθεια έγινε γνωστή έσπευσαν και άλλοι Μαρουσιώτες και προσέφεραν αντικείμενα» αναφέρει η κ. Γρηγορίου για την προσπάθεια, η οποία άρχισε το Μάρτιο του 2010 και το μουσείο εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.

 Τα εκθέματα

Παρά τις τεχνικές δυσκολίες λόγω της φύσης του κτηρίου δημιουργήθηκε μια καλή έκθεση που «αγκάλιασε» αρκετά εκθέματα ανάμεσα στα 1500 αντικείμενα της συλλογής. «Χρειάστηκε επιμέλεια από την αρχή γιατί οι προθήκες και γενικά ο εκθεσιακός εξοπλισμός ήταν ακατάλληλος. Η συνεργάτης μου, άλλωστε, ως συντηρήτρια υφάσματος συντήρησε κάποια εκθέματα και ανέλαβε όλο το στήσιμο, ώστε τα αντικείμενα να τοποθετηθούν σωστά. Η πρότερη και πρόσφατη τότε εμπειρία και των δύο μας στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, στάθηκε πολύτιμη» σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης.


Κατόπιν της ταξινόμησης, τοποθετήθηκαν καλύτερες προθήκες και εκτέθηκαν αντικείμενα που βρίσκονταν σε πλήρη αφάνεια και επιπλέον προβλήθηκαν οι δωρητές, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στο μουσείο. «Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε ένα μουσείο για να πηγαίνει ο επισκέπτης και να μαθαίνει για το τόπο του» διευκρινίζει η κ. Γρηγορίου. Όμως, μέσα από την αφήγηση του μουσείου δεν αναδεικνύεται μόνο η τοπική ιστορία αλλά και ευρύτερα της Αττικής, αφού «Κάποιες ενδυμασίες που φοριούνταν στο Μαρούσι, είχαν ευρύτερη χρήση στην περιοχή».



Προβάδισμα δόθηκαν σε εκθέματα που μπορούν να συνθέσουν την ιστορία, «για παράδειγμα διαθέταμε πολλά αντικείμενα που είχαν να κάνουν με τα επαγγέλματα του τόπου. Αυτά ίσως προέρχονταν από τις νεότερες δωρεές και δεν είχε προλάβει κανείς να τα αρχειοθετήσει. Βρήκαμε πάρα πολύ ωραία αντικείμενα οπότε και δημιουργήθηκε μια ενότητα στην έκθεση αφιερωμένη στα επαγγέλματα των κατοίκων, οι οποίοι σχετίζονται με τις οικογένειες των Μαρουσιωτών, στοιχείο που μας βοήθησε να συνθέσουμε την εικόνα για το πώς ζούσαν οι άνθρωποι στην περιοχή».

Ενότητες της έκθεσης

Ο επισκέπτης σε τρία τέταρτα της ώρας με προσοχή μπορεί να απολαύσει σε ικανοποητικό επίπεδο την εμπειρία του μουσείου. Μέσα από προδιαγεγραμμένη πορεία στον χώρο του μουσείου έχει τη δυνατότητα να θαυμάσει τα εκθέματα, που χωρίζονται σε ενότητες και υποενότητες ανά όροφο:

 


Το ισόγειο είναι αφιερωμένο στους κατοίκους με φωτογραφίες και αντικείμενα προσωπικά, στα επαγγέλματα, στην ιστορία του Αμαρουσίου, στη Κεραμική, τέχνη συνυφασμένη με την παράδοση του Αμαρουσίου, στον Σπύρο Λούη, στον φιλανθρωπικό Σύλλογο Αγία Μαρίνα, καθώς και στην συμβολή των Μαρουσιωτών στον αγώνα της ανεξαρτησίας.


Στον πρώτο όροφο φιλοξενείται ένα τυπικό αστικό σπίτι του Αμαρουσίου στις αρχές του 20ού αιώνα  που έρχεται σε αντιδιαστολή με το μικρό οντά του, καθώς περιλαμβάνει αργαλειούς και χρηστικά αντικείμενα, οικιακά σκεύη κ.ά. «Το 2010 χρησιμοποιούνταν αρκετά οι αναπαραστάσεις ως εκθεσιακό μέσο, με σκοπό ο επισκέπτης να εισέρχεται σε ένα "σκηνικό" και να φαντάζεται πως θα ήταν ο ίδιος εκεί. Επειδή το κτήριο, βέβαια, είναι σύγχρονο δεν μπορείς να μεταφερθείς απόλυτα στην εποχή εκείνη αλλά σίγουρα έχεις την εντύπωση ότι είσαι μέσα στο σπίτι. Και στην ενότητα "Αμαλίες" (στον επόμενο όροφο) κυριαρχεί σκηνικό ανάλογο» εξηγεί η μουσειολόγος.

 

Στο τελευταίο όροφο φιλοξενούνται οι ενδυμασίες. Αυτό το επίπεδο του μουσείου «έχει ενδιαφέρον γιατί για παράδειγμα στην ενότητα "Γάμος", εκτίθενται οι ενδυμασίες από έναν γάμο στο τέλος τους 19ου αιώνα που είναι οι λεγόμενες παραδοσιακές και ένα γάμο του '30 που ακολουθεί την μόδα της εποχής. Επιτεύχθηκε έτσι, μια αντιδιαστολή των ενδυμάτων που φορούσαν στους γάμους και των αντικεινμένων που τους συνόδευαν. Ο πρώτος έχει την στοίβα με τα προικιά (γιούκο), ενώ ο άλλος έχει αντικείμενα όπως καπέλα με φτερά, εσώρουχα της εποχής, κ.ά..»

Στον ίδιο χώρο φιλοξενούνται οι ενδυμασίες τύπου «Αμαλίας» που φοριούνταν από τις αστές του Αμαρουσίου και έχει προβλεφθεί μια ακόμη ενότητα που αφορά στις ενδυμασίες των Μεσογείων και σε κάποιες εκτός Αττικής (Δωδεκάνησα, Θεσσαλία και αλλού).


Σημεία βελτίωσης

Τα εκθέματα συνοδεύονται με λεζάντες και κάθε όροφος έχει πινακίδα ενότητας με επεξηγήσεις. Σε ό,τι αφορά τις λεζάντες η κ. Γρηγορίου παραδέχεται ότι «επειδή μπήκαν τελευταία στιγμή έχουν ελαττώματα. Εάν με ρωτούσε κάποιος τι θα διόρθωνα, το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να ξαναφτιάξω τις λεζάντες από την αρχή. Να είναι καλύτερα τεκμηριωμένες, να έχουν καλύτερη αντιστοίχιση με το αντικείμενο και να αναφέρουν τον κτήτορα του αντικειμένου».


Ενδεχομένως, σε μια απόπειρα βελτίωσης της εκδοχής του μουσείου να χρειαζόταν ο εμπλουτισμός της έκθεσης με τεχνολογικά μέσα ανάλογα με διαθέσιμο το υλικό. «Ανάχωμα» αποτελεί το γεγονός ότι αρκετοί από τους πρωτεργάτες του Μουσείου έχουν πια εκλείψει. Ευτυχώς τότε είχαμε προβλέψει και είχαμε διασώσει αρκετές μαρτυρίες και τεκμήρια αναλόγως και με τον χρόνο που διαθέταμε. Μία τέτοια σημαντική στιγμή της επιμέλειας της έκθεσης, ήταν όταν ο εκλιπών πλέον εγγονός του Σπύρου Λούη, είχε φέρει το κύπελο "Μπρεάλ", το ειδικό έπαθλο που απονεμήθηκε στον Σπύρο Λούη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, το οποίο φωτογραφήθηκε επαγγελματικά και 
ως εποπτικό υλικό εμπλούτισε την έκθεση». Ωστόσο, υπάρχει αρκετό επιπλέον ηχητικό υλικό, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ακουστικό μέσο με κάποια επεξεργασία.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στο μουσείο υπάρχει πρόβλεψη για τα άτομα με κινητικές αναπηρίες. Το κτίριο έχει ράμπα και αναβατόριο, ενώ υπάρχει και ασανσέρ.

 


Ατεκμηρίωτα λαογραφικά μουσεία

Για το φαινόμενο των λαογραφικών μουσείων που πάσχουν από τεκμηρίωση, η κ. Γρηγορίου σημειώνει «τα μεγάλα λαογραφικά μουσεία, όπως είναι φυσικό, έχουν πολύ σημαντικές συλλογές και άρτια καταρτισμένα αρχεία αλλά είναι γνωστό ότι σε όλη την Ελλάδα υπάρχει από ένα μικρό λαογραφικό μουσείο με κάποια συλλογή, η οποία εκτίθεται με τα δυνατά κατά περίπτωση γνωστικά και οικονομικά μέσα, πολύ συχνά με αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Το σημαντικό, όμως, είναι να μην χάνεται η πληροφορία του αντικειμένου την στιγμή της δωρεάς. Ειδικά στις μικρές κοινωνίες, όπου οι δωρεές προέρχονται κυρίως από γηγενείς, αν δεν γίνει αμέσως η κατάλληλη τεκμηρίωση, το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται συλλογές από αντικείμενα δίχως ιστορία»







ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΝΤΡΟΥΖΑΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου