Ακόμα και σήμερα το Ιερό των Μεγάλων Θεών στη νήσο Σαμοθράκη εξακολουθεί να συναρπάζει τους λάτρεις της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, με τα μυστήρια των τελετών που γίνονταν εκεί και σχετίζονταν με τις χθόνιες θεότητες των Κάβειρων. Πολλές διάσημες προσωπικότητες της αρχαίας Ελλάδας συμμετείχαν στα μυστήρια αυτά, όπως ο ιστορικός Ηρόδοτος, ο ηγεμόνας της Σπάρτης, Λύσανδρος και αρκετοί επιφανείς Αθηναίοι πολίτες, ενώ αναφορές στο ιερό γίνονται από τον Πλάτωνα και τον Αριστοφάνη. Εξάλλου, κατά την περίοδο της βασιλείας του Φιλίππου Β´ της Μακεδονίας και της μετέπειτα ηγεμονίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Σαμοθράκη αποτέλεσε ιερό χώρο των Μακεδόνων. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το Ιερό των Μεγάλων Θεών, όπου βρέθηκε και η περίφημη Νίκη της Σαμοθράκης, προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των εκθεμάτων του Αρχαιολογικού Μουσείου της αιγαιοπελαγίτικης νήσου.
Του Ανδρέα Π. Αναγνωστόπουλου
Αρχαιολογικός χώρος
Το συγκρότημα ναών, έκτασης περίπου 50 στρεμμάτων, βρίσκεται στα δυτικά της αρχαίας πόλης της Σαμοθράκης και στη βόρεια παραλία του νησιού, κοντά στη σημερινή Παλαιόπολη. Εκτείνεται σε τρία στενά υψώματα, στη δυτική πλαγιά του όρους Άγιος Γεώργιος, και χωρίζεται από 2 βαθιά ρέματα, ενώ οι περισσότερες μόνιμες κατασκευές χρονολογούνται στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ.
Η είσοδος στο χώρο γίνεται από το Προπύλαιο του Πτολεμαίου Β´, το οποίο είναι γνωστό ως Πτολεμαίον και εκτείνεται κατά μήκος του ανατολικού ρυακιού, ενώ χρησιμεύει ως γέφυρα. Προς τα δυτικά, στο πρώτο επίπεδο εδάφους, υπάρχει ένας κυκλικός χώρος που περιέχει έναν βωμό στο κέντρο του, στον οποίο πολύ πιθανό τελούνταν θυσίες.
Πηγαίνοντας προς το κύριο επίπεδο, ανάμεσα στα δυο ρυάκια, συναντάται ο κυρίως χώρος του ιερού. Ένας μεγάλος θόλος, με την ονομασία Αρσινόειον (ο θόλος ή η ροτόντα της Αρσινόης) αποτελεί τον μεγαλύτερο καλυμμένο χώρο -20 μέτρα διάμετρος- ο οποίος έχει διασωθεί από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, και πιθανώς χρησιμοποιούνταν για να φιλοξενήσει τους θεωρείς, οι οποίοι ήταν οι αντιπρόσωποι των ελληνικών πόλεων-κρατών. Η διακόσμηση του χώρου με ροζέτες και κεφαλές ταύρων πιθανώς να σημαίνει πως θυσίες διαδραματίζονταν και στον χώρο αυτό.
Στο άνοιγμα του μονοπατιού που οδηγεί στο ιερό, συναντάται και το κτήριο της ζωφόρου των χορευτριών, το οποίο εναλλακτικά καλείται και Τέμενος, καθώς αντιστοιχεί σε ένα μεγάλου μεγέθους περιτείχισμα μιας πολύ παλαιότερης τοποθεσίας θυσιών. Ο αρχιτέκτονας Σκόπας πιθανώς ήταν ο σχεδιαστής του οικοδομήματος.
Το πιο σημαντικό κτήριο του ιερού είναι το Εποπτείο ή Ιερόν, που βρίσκεται νοτίως του Τεμένους. Στο κτήριο υπάρχει η επιγραφή με ένδειξη Ιερόν. Μοιάζει με ναϊκό οικοδόμημα, ωστόσο δεν υπάρχει περιστήλιο παρά μόνο ένα απλό προστήλιο. Η αρχιτεκτονική διακόσμηση της προμετωπίδας είναι περίτεχνη, ενώ το εσωτερικό του κτηρίου έχει έκταση 11 μέτρων.
Στο νότιο άκρο του κτηρίου υπάρχει μια αψίδα στην οποία βρισκόταν ο πλέον ιερός χώρος. Η αψίδα πιθανώς αντιπροσώπευε τον χώρο ως είδος σπηλαίου, όπου γινόταν τα τελετουργικά προς τις χθόνιες θεότητες. Ο κυρίως βωμός και το κτήριο όπου προσφέρονταν τα αναθήματα, βρίσκονται στα δυτικά του Ιερού.
Το Ανάκτορο, εντός του οποίου εισέρχονταν αρχικά οι μυόμενοι στα Καβείρια, βρίσκεται βορείως της ροτόντας της Αρσινόης, αν και διασώζεται μόνο το κτήριο όπως ήταν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Στο τρίτο ύψωμα, δυτικά του κυρίως ιερού, βρίσκονται τα κτήρια όπου τοποθετούνταν τα αναθήματα όπως το Μιλήτειο κτίσμα, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή η δαπάνη για την ανέγερση του έγινε από ένα κάτοικο της Μιλήτου, καθώς και το Νεώριον ή ναυτικό μνημείο. Είναι επίσης η τοποθεσία μιας αίθουσας δεξιώσεων, καθώς και 3 ελληνιστικών κτισμάτων. Η θέση του χώρου προσφέρει πανοραμική άποψη στο δεύτερο επίπεδο όπου βρίσκεται το κυρίως ιερό, ενώ πάνω από το θέατρο υπάρχει μια μακριά στοά, η οποία αποτελεί το σκηνικό υπόβαθρο του όλου ιερού.
Στην περιοχή αυτή συναντώνται και οι πιο πρόσφατες ενδείξεις κατοίκησης, με ένα βυζαντινό φρούριο να βρίσκεται κοντά. Το εν λόγω φρούριο φαίνεται πως κατασκευάστηκε με υλικά από τα κτίσματα του αρχαίου ιερού.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως σύμφωνα με έναν μύθο, ο ναός ιδρύθηκε από την Αμαζόνα Μύρινα, καθώς ενώ ταξίδευε, το πλοίο της έπεσε σε θαλασσοταραχή και η ίδια βρήκε καταφύγιο στη Σαμοθράκη.
Θεότητες και τελετές
Η ταυτότητα και η φύση των θεοτήτων που λατρεύονταν παραμένει αινιγματική, κατά κύριο λόγο επειδή θεωρούνταν πως τα ονόματα τους δεν θα έπρεπε να προφέρονται ή να καταγράφονται. Οι γραπτές πηγές της αρχαιότητας αναφέρουν τις θεότητες αυτές συνολικά ως Κάβειροι, ενώ ο πιο συνήθης χαρακτηρισμός τους είναι οι Μεγάλοι Θεοί. Οι τελετές των Καβειρίων Μυστηρίων χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ.
Ο χώρος του ιερού ήταν ανοικτός σε όλους όσους ήθελαν να συμμετέχουν στη λατρεία των Μεγάλων Θεών, αν και η πρόσβαση στα κτήρια όπου τελούνταν τα μυστήρια θεωρείται πως επιτρεπόταν μόνο στους μυημένους. Οι μυστηριακές τελετές τελούνταν από τις ιέρειες, εκ των οποίων η αρχιέρεια αποκαλούνταν με τον τίτλο Σίβυλλα ή Κυβέλη.
Οι κοινές τελετές ήταν παρόμοιες με αυτές σε άλλα ελληνικά ιερά, όπως προσευχές και ικεσίες που συνοδεύονταν από θυσίες ζώων (πρόβατα και χοίρους) τα οποία μετέπειτα καίγονταν στις σχάρες (εσχάραι). Επίσης γίνονταν σπονδές προς τιμή των χθόνιων θεοτήτων εντός κυκλικών ή ορθογώνιων λάκκων με την ονομασία βόθροι. Χρησιμοποιούνταν επίσης ένας μεγάλος αριθμός από λίθινους βωμούς, με τον μεγαλύτερο από αυτούς να περικλείεται από ένα τεράστιο τείχισμα στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.
Ως μια από τις κύριες ετήσιες εορτές στην αρχαία Ελλάδα, το ιερό δεχόταν αντιπροσωπείες από όλες τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις-κράτη και οι εορτασμοί πιθανώς λάμβαναν χώρα στα μέσα Ιουλίου. Οι εορτασμοί αποτελούνταν από την παρουσίαση ενός ιερού έργου, στο οποίο απεικονιζόταν το τελετουργικό του ιερού γάμου. Η παράσταση αυτή πιθανώς διαδραματιζόταν στην αίθουσα των Χορευτριών, η οποία κτίστηκε τον 4ο αιώνα π.Χ..
Πρώτο στάδιο μύησης
Το χαρακτηριστικό που ξεχώριζε τα μυστήρια της Σαμοθράκης από τα υπόλοιπα, ήταν πως η πρόσβαση σε αυτά ήταν ελεύθερη, σε αντίθεση, παραδείγματος χάρη, με τα Ελευσίνια μυστήρια. Δεν υπήρχαν προαπαιτούμενα σχετικά με την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση ή την εθνικότητα ώστε να ξεκινήσει η μύηση κάποιου, ούτε οι μυήσεις τελούνταν μόνο σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία.
Το πρώτο στάδιο της μύησης ήταν η γνωριμία του συμμετέχοντος στα Καβείρια με τα ιερά σύμβολα και την ιστορία τους. Η μύηση συνέβαινε στο Ανάκτορο, το οποίο ήταν μια μεγάλη αίθουσα με μαρμάρινο δάπεδο. Ο μυούμενος πλενόταν τελετουργικά σε μια λεκάνη η οποία βρισκόταν στη νοτιοανατολική πλευρά του οικοδομήματος και κατόπιν έμπαινε σε ένα κυκλικό λάκκο από όπου προσέφερε σπονδή στους θεούς.
Στο τέλος της τελετής, ο μυούμενος καθόταν σε μια στρόγγυλη ξύλινη βάση η οποία βρισκόταν απέναντι από την κύρια πύλη, και κατόπιν γινόταν οι τελετουργικοί χοροί των χορευτριών γύρω του. Κατόπιν οδηγούνταν στον βόρειο θάλαμο, τον κεντρικό χώρο του ιερού, όπου του γινόταν η πλήρης αποκάλυψη του μυστηρίου.
Δεύτερο στάδιο μύησης
Ο δεύτερος βαθμός της μύησης ονομαζόταν Εποπτεία και μπορούσε να αποκτηθεί αμέσως μετά την αρχική μύηση. Παρόλα αυτά, μόνο λίγοι μυημένοι επέλεγαν να ακολουθήσουν την πορεία αυτή, πιθανώς λόγω του μεγαλύτερου βαθμού δυσκολίας των συνθηκών της τελετής. Πιθανώς αυτές αφορούσαν ηθικά θέματα, καθώς ζητούνταν από τον υποψήφιο να εξομολογηθεί όσα αμαρτήματα είχε διαπράξει.
Η εποπτεία διαδραματιζόταν τη νύκτα μπροστά από το ιερό, και στον χώρο έχουν βρεθεί αρκετοί δαυλοί και φανοί. Μετά από την εξομολόγηση και την άφεση των αμαρτιών από τους ιερείς, ο υποψήφιος οδηγούνταν μέσα στο ιερό όπου γινόταν τελετουργική πλύση του και τελούνταν θυσία επί μιας ιερής εστίας στο κέντρο του ιερού των ιερών.
Ο υποψήφιος τότε οδηγούνταν σε μια αψίδα με ξύλινη οροφή στο πίσω μέρος του κτηρίου, με τον χώρο να έχει την εμφάνιση σπηλαίου. Ο ιεροφάντης, που τελούσε τη μύηση, ανέβαινε στο βήμα και απήγγειλε τη λειτουργία κρατώντας τα σύμβολα των μυστηρίων.
Τα εκθέματα του μουσείου προέρχονται κυρίως από τις ανασκαφές της Αμερικανικής αποστολής (Ίδρυμα Αρχαιολογικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Νέας Υόρκης), η οποία άρχισε τις ανασκαφές το 1938 και κατασκεύασε το Μουσείο, αλλά και από δωρεές ιδιωτών είτε ανώνυμων είτε επώνυμων, όπως ο σημαντικός λόγιος της Σαμοθράκης, Νικόλαος Φαρδύς.
Στο μουσείο βρίσκονται ευρήματα που δεν μεταφέρθηκαν στα μουσεία του εξωτερικού από τον Γάλλο πρόξενο στην Αδριανούπολη, Σαρλ Φρανσουά Νοέλ Σαμπουαζώ το 1863, όταν ο τελευταίος βρήκε τη Φτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης και τη μετέφερε στο Παρίσι (η Σαμοθράκη τελούσε τότε υπό οθωμανική κατοχή).
Υπάρχουν τέσσερις αίθουσες στο μουσείο και σε αυτές οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν τα εξής εκθέματα:
Αίθουσα 1: Σε αυτήν βρίσκονται αποκαταστημένα τμήματα από τα κτίρια του Ιερού των Μεγάλων Θεών (από τον θριγκό της Αυλής του Βωμού, από το Θόλο της Αρσινόης Β΄, από την Αίθουσα των Αναθημάτων, και από το Ανάκτορο).
Αίθουσα 2: Στη δεύτερη αίθουσα υπάρχουν γλυπτά, αρχιτεκτονικά μέλη καθώς και νομίσματα προερχόμενα απ΄το Ιερό (τμήμα ζωφόρου με χορεύτριες, προτομή που απεικονίζει πιθανώς τον Τειρεσία, περίτεχνα κιονόκρανα, τμήμα από ηλιακό ρολόι και άλλα).
Αίθουσα 3: Στην αίθουσα αυτή υπάρχει το Άγαλμα της Νίκης, προερχόμενο από ένα από τα ακρωτήρια του ναού της ελληνιστικής εποχής (ένα από τα τρία αγάλματα φτερωτής Νίκης που βρέθηκαν στο συγκρότημα του Ιερού), κεραμικά αντικείμενα, τα παλαιότερα από τα οποία προέρχονται από τη 2η χιλιετία π.Χ. (αγγεία, λαβές αμφορέων, κρατήρες), μεταλλικά αντικείμενα (αναθήματα προσκυνητών), ευρήματα των ρωμαϊκών και των βυζαντινών χρόνων και επιγραφές.
Αίθουσα 4: Η τέταρτη αίθουσα περιέχει αντικείμενα που βρέθηκαν στις νεκροπόλεις (μελανόμορφα, ερυθρόμορφα αττικά αγγεία με χρήση τεφροδόχου από καύσεις νεκρών, σαρκοφάγοι, κτερίσματα, ειδώλια, κοσμήματα και νομίσματα), καθώς επίσης και γύψινο αντίγραφο του αγάλματος της φτερωτής Νίκης, καθώς η αυθεντική βρίσκεται στο Λούβρο.
Στην ιδια αίθουσα υπάρχει επίσης ο παναθηναϊκός αμφορέας του Κλεοφράδη, μελανόμορφο αγγείο που κατασκευάστηκε περίπου το 525 π.Χ. από τον Ευφίλητο. Το αγγείο αυτό είναι ένας από τους αρχαιότερους παναθηναϊκούς αμφορείς. Η μπροστινή όψη εικονίζει την Πολιάδα Αθηνά, ενώ η πίσω όψη εικονίζει στιγμιότυπο από αγώνα δρόμου, με τρεις αθλητές να τρέχουν προς τα δεξιά.
Πηγές
Karl Lehmann, Samothrace : A Guide to the Excavations and the Museum, J. J. Augustin, 1966, 119 p. / Thessaloniki, Institute of Fine Arts of New York, 1998, 4th edition.
A. J. Graham, The Colonization of Samothrace, Hesperia 71, no 3 (Jul.-Sep. 2002).
Nora Mitkova Dimitrova, Theoroi and initiates in Samothrace, Ann Arbor (Michigan), U.M.I., 2002.
Karl Lehmann, Samothrace : excavations conducted by the Institute of Fine Arts of New York University, New York, Pantheon Books, Princeton University Press, 1958-1982.
evros.topodigos.gr
odysseus.culture.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου