Κινηματογραφικό ποιήμα που μοιάζει με όνειρο χωρίς ξύπνημα...
Εσωτερικός μονόλογος που δεν ειπώθηκε ποτέ. Σαν να κοιτάς τον κόσμο μέσα από ένα θολό τζάμι την αυγή, όταν όλα είναι ακόμη πιθανά και τίποτα δεν έχει ειπωθεί με βεβαιότητα.
Εδώ, η εικόνα προηγείται της σκέψης. Η σιωπή βαραίνει περισσότερο από τον διάλογο. Οι ήρωες δεν ζουν, αλλά αιωρούνται...
της Μαρίας Αλιμπέρτη
Κινηματογραφικά tableaux ή ζωντανοί πίνακες;
Η ταινία «Η Ομορφιά της Ύπαρξης»(About Endlessness) με μια υπέροχη πανοραμική εικόνα, μια εικαστική αναφορά στον Μαρκ Σαγκάλ, που προϊδεάζει για το ποιητικό και ονειρικό ύφος που ακολουθεί. Ο Roy Andersson έχει δηλώσει ότι αγαπά τον Marc Chagall επειδή τα έργα του αποπνέουν ανθρωπιά, ποίηση και μια αίσθηση ελευθερίας που τον συγκινεί βαθιά.Ο Andersson φαίνεται να αντλεί έμπνευση από αυτή την ποιητική ελευθερία, δημιουργώντας κινηματογραφικά tableaux που μοιάζουν με ζωντανούς πίνακες — στατικούς, αλλά γεμάτους νόημα.
Η αισθητική συγγένεια μεταξύ των δύο δημιουργών είναι εμφανής: και οι δύο αποφεύγουν τον ρεαλισμό για να φτάσουν σε κάτι πιο ουσιαστικό, πιο υπαρξιακό. Όπως ο Chagall ζωγραφίζει την ψυχή της μνήμης και της αγάπης, έτσι και ο Andersson κινηματογραφεί την αμηχανία, τη μοναξιά και την ελπίδα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η γοητεία του αφηρημένου- Ο συμβολισμός του Pierrot
Πρόκειται για ένα φιλμ σε σουρεαλιστικό τόνο, χωρίς εμφανή συνοχή, σαν ελεύθερος συνειρμός εικόνων και σκηνών. Οι ήρωες εμφανίζονται σαν να φορούν μάσκες, αποστασιοποιημένοι από την πραγματικότητα, σαν φαντάσματα που περιπλανώνται σε έναν κόσμο χωρίς σταθερές.Ο Roy Andersson χρησιμοποιεί βαμμένους ήρωες ως εικαστική και θεματική αναφορά στον Pierrot, τον παλιάτσο της commedia dell’arte, για να ενισχύσει την αίσθηση υπαρξιακής αποστασιοποίησης και μελαγχολίας.
Η σκηνοθετική ματιά του Ρόι Άντερσον παλεύει ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη, δημιουργώντας μια μουντή ατμόσφαιρα με ήπια χρώματα και αργό ρυθμό. Η αφήγηση είναι αποσπασματική, θυμίζοντας θεατρικό έργο με ασύνδετα επεισόδια με μαύρο χιούμορ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλληγορία της σταύρωσης, με μια πομπή σαδιστών σταυρωτών, καθώς και η σκηνή με τον ιερέα που τρεκλίζει, αποδομώντας τη θρησκευτική βεβαιότητα. Το μεγάλο κλου είναι η σκηνή με τον Χίτλερ, που λειτουργεί ως σύμβολο της απόλυτης βίας και του υπαρξιακού τρόμου.
Ο Roy Andersson χρησιμοποιεί βιβλικές αλληγορίες για να σχολιάσει τηνανθρώπινη ύπαρξη, την ηθική ευθύνη και την πνευματική αποξένωση της σύγχρονης κοινωνίας, αξιοποιώντας τη δύναμη των θρησκευτικών συμβόλων ως παγκόσμιας γλώσσας.Στην παράδοση της βιβλικής αλληγορίας, κάθε εικόνα ή πράξη φέρει διπλό νόημα: το κυριολεκτικό και το πνευματικό.
Ο Andersson αξιοποιεί αυτή τη δομή για να δημιουργήσει σκηνές που μοιάζουν με σύγχρονες παραβολές — στατικές, σχεδόν θεατρικές, στις οποίες οι χαρακτήρες δεν δρουν αλλά υπομένουν. Η σταύρωση, για παράδειγμα, δεν είναι απλώς θρησκευτικό σύμβολο, αλλά μετατρέπεται σε εικόνα της κοινωνικής ταπείνωσης, της βίας και της υπαρξιακής εγκατάλειψης.Η επιλογή του να ενσωματώνει τέτοιες αλληγορίες συνδέεται με την επιθυμία του να μιλήσει για καθολικά ανθρώπινα θέματα — τον πόνο, την ελπίδα, την αδικία, την ανάγκη για συγχώρεση — με τρόπο που ξεπερνά τις πολιτισμικές και γλωσσικές διαφορές. Όπως και οι παραβολές της Βίβλου, οι σκηνές του Andersson δεν προσφέρουν λύσεις, αλλά θέτουν ερωτήματα.
Η ταινία στέλνει μηνύματα για τη μοναχικότητα, την τιμή, τον πόλεμο, την αγωνία του θανάτου και την έλλειψη νοήματος στη ζωή. Θυμίζει τα λόγια του Ίρβιν Γιάλομ: «Η ζωή είναι μια σπίθα ανάμεσα σε δύο όμοια κενά: το σκοτάδι πριν από τη γέννηση και το σκοτάδι μετά τον θάνατο». Σαν ο σκηνοθέτης να πραγματεύεται τα σκοτάδια που φέρουμε στην ψυχή μας πριν ακόμη γεννηθούμε. Το υπαρξιακό άγχος εδώ δεν είναι κινητήριος δύναμη, αλλά μαγνήτης που βυθίζει τους ήρωες στον πάτο.
Οι ερμηνείες των Μπενγκτ Μπέργκιους, Άνια Μπρομς και Μάρτιν Σέρνερ είναι εσωστρεφείς και συμβολικές, με τους ηθοποιούς να λειτουργούν περισσότερο ως φορείς ιδεών παρά ως ψυχολογικά ολοκληρωμένοι χαρακτήρες.
Αξίζεις νας δεις της ταινίας γιατί:
Πέρα απός τα νοήματα, η τεχνική πλευρά της ταινίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: συχνά η δράση εκτυλίσσεται στο δεύτερο πλάνο, μέσα από ανοιχτές πόρτες ή ημιδιαφανείς κουρτίνες, ενώ ο φωτισμός είναι αχνός, σαν όλα να διαδραματίζονται την αυγή. Ιδιαίτερα προσεγμένη είναι και η μουσική, που ενισχύει την αίσθηση του υπαρξιακού κενού.
Ο θεατής θα απολαύσει την ποιητική αισθητική της ταινίας, αλλά χρειάζεται καθαρό μυαλό και διάθεση για στοχασμό, ώστε να κατανοήσει τα βαθύτερα νοήματα που αναδύονται μέσα από τις εικόνες και τις σιωπές.




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου