Συνέντευξη
στη Βίκυ Καλοφωτιά
Διασχίζοντας τον μικρό και περιποιημένο κήπο με τις
τριανταφυλλιές, έφτασα μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας στην απόχρωση του
λευκού. Μια γειτονιά στα Ιλίσια με γραφικά σοκάκια και δέντρα να απλώνουν τη
σκιά τους προσφέροντας στιγμές ανάπαυλας στους περαστικούς. Αφού πάτησα το
κουδούνι, η πόρτα άνοιξε και πήρα το ασανσέρ για να ανέβω στον τέταρτο όροφο.
Φτάνοντας, τη βρήκα να με περιμένει στο κατώφλι του διαμερίσματός της. Η Ξένια Καλογεροπούλου. Η γυναίκα που
έβλεπα όταν ήμουν κοριτσάκι, να πρωταγωνιστεί σε παλιές ταινίες του ελληνικού
κινηματογράφου, όπως “Ο άνθρωπος που
έσπαγε πλάκα”, με το Λάμπρο Κωνσταντάρα και το Γιάννη Γκιωνάκη, “Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του”, με το
Βασίλη Αυλωνίτη και το Νίκο Σταυρίδη και “Η
κυρά μας η μαμμή”, με τη Γεωργία Βασιλειάδου και το Δημήτρη Παπαμιχαήλ, που
υπήρξε και η πρώτη της ταινία στο σινεμά. Έτσι μου τονίζει, όταν παίρνουμε τις
θέσεις μας στον καναπέ του σαλονιού της, για να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας με
άρωμα της δεκαετίας του ’60 και πινελιές από το σήμερα.
Της θυμίζω την εποχή, κατά την οποία η μικρή Ξένια παίζει
με τα άλλα παιδιά στους δρόμους του Ψυχικού, όπου ζει με τον πατέρα της και τη
μητέρα της, τη ζωγράφο Ίρα Οικονομίδου και μεγαλώνει κάνοντας όνειρα για τη ζωή
που απλωνόταν απλόχερα μπροστά της. Υπήρχαν
στην ψυχή της από τότε, οι σπόροι της αγάπης για το θέατρο, που αργότερα
εξελίχθηκε σε σχέση ζωής;
«Στο
Ψυχικό έζησα μέχρι τα 12. Η σχέση μου με το θέατρο ξεκίνησε πολύ πιο μετά, την
εποχή που πήγαινα στο Γυμνάσιο», αρχίζει να μου εξιστορεί
κι εγώ της αφιερώνω όλη μου την προσοχή για να μην μου ξεφύγει το παραμικρό από
την αφήγησή της, της οποίας το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται σαν πολύτιμο και
κατακόκκινο κουβάρι.
«Από εκείνα τα χρόνια μπήκε μέσα μου το “μικρόβιο”,
όπως λέμε, και άρχισα να γράφω κάποια έργα και να ανεβάζουμε παραστάσεις, στις
οποίες πολλές φορές έπαιζα και η ίδια. Μέχρι τότε είχα παρακολουθήσει θέατρο
μόνο μια φορά, όταν ήμουν περίπου 10 ετών, και συγκεκριμένα το έργο “Πολύ κακό
για το τίποτα”, στο Εθνικό Θέατρο, που ήταν βέβαια μια παράσταση για μεγάλους».
Κάνοντας τις προηγούμενες ημέρες την έρευνα για εκείνη
και τη ζωή της, το μάτι μου είχε πέσει σε μια παλαιότερη συνέντευξή της, όπου
είχε δηλώσει πως διάβαζε παραμύθια μόνη της πολύ πριν πάει στο σχολείο, ωστόσο
ήξερε εξαρχής ότι ήταν ψέματα. Και σε αυτό το σημείο μου γεννήθηκε η απορία. Πώς λοιπόν αργότερα άνοιξε με τόση στοργή
την πόρτα του κόσμου των παραμυθιών γράφοντας έργα για παιδικό θέατρο, ενώ είχε
από νωρίς καταρριφθεί μέσα της ο μύθος ότι “ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα”;
«
Όλα τα παιδιά ξέρουν μέσα τους ότι τα παραμύθια είναι ψέματα, αλλά τα
αντιμετωπίζουν σαν να είναι και αλήθεια. Κι εγώ σαν παιδί διάβαζα πολλά
παραμύθια, ακόμη και πριν πάω στο
σχολείο και μάλιστα και παραμύθια στα γαλλικά, τα οποία είχα μάθει να μιλώ από
τότε. Είχα πραγματικά αμέτρητα βιβλία, που μου τα χάριζε ο νονός μου, ο κύριος
Κάουφμαν, ο οποίος είχε το γνωστό βιβλιοπωλείο. Γύρω στην ηλικία των 10, το
αγαπημένο μου βιβλίο ήταν η “Μαντάμ Μποβαρύ” και είχα διαβάσει τους
περισσότερους Γάλλους συγγραφείς του 19ου αιώνα. Το “ζήσαν αυτοί
καλά κι εμείς καλύτερα” δεν ήταν κάτι που με απασχολούσε πολύ, ούτε εκείνη την
περίοδο, ούτε και μετέπειτα. Ποτέ δεν μου άρεσε το ευτυχές τέλος σε μια
παράσταση, αλλά αντιθέτως μου άρεσαν τα πράγματα που με έκαναν να φαντάζομαι
ιστορίες. Έτσι και τα παιδιά που παρακολουθούν τις παραστάσεις που ανεβάζουμε
στο Θέατρο Πόρτα, δείχνουν να μαγεύονται από το στοιχείο της περιπέτειας και
του μυστηρίου και όχι από το ευτυχές τέλος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και
το περσινό έργο “Το μυστήριο της Πολιτείας Χάμελιν”, που το έγραψε και το
σκηνοθέτησε ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Οι ηθοποιοί είχαν ετοιμάσει τρεις διαφορετικές
εκδοχές για το φινάλε, που θα διαμορφωνόταν ανάλογα με την ψήφο των παιδιών, τα
οποία δεν ψήφισαν το “ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα” ούτε μία φορά».
Την ακούω να μιλάει και μέσα μου δημιουργείται μια έντονη
επιθυμία να τη ρωτήσω τόσα πράγματα για εκείνη και την πλούσια σε βιώματα ζωή
της, που δεν ξέρω ποια από τις ερωτήσεις να αφήσω απ’έξω για να μην την
κουράσω. Της το αναφέρω, και με ένα βλέμμα της μου δίνει να καταλάβω ότι έχει τη
διάθεση να μου πει πολλά και άλλα τόσα να μοιραστεί με τους αναγνώστες. Έτσι,
λοιπόν πιάνω τη σκυτάλη των λέξεων και συνεχίζω ακάθεκτη.
Πραγματοποιώντας
ένα νοερό ταξίδι στο χρόνο, υπάρχει κάτι που θα έσβηνε από το βιβλίο της
περιπλάνησής της στα μονοπάτια της τέχνης που λάτρεψε, η Ξένια της παράστασης “Γιατρός με το ζόρι” –που ήταν και η
πρώτη της εμφάνιση στο θεατρικό σανίδι– και η Ξένια του σήμερα;
«Σίγουρα
υπάρχουν παραστάσεις και ταινίες που θα ήθελα να μην τις είχα κάνει. Ιδίως στο
σινεμά, πάρα πολλές ταινίες τις έκανα από ανάγκη. Ήταν η περίοδος που είχαμε
συνεχώς χρέη με τον πρώτο μου σύζυγο, το Γιάννη Φέρτη, κι έτσι αναγκαζόμασταν
να καταφύγουμε και σε αυτή τη λύση. Παρόλα αυτά, συμβαίνει κι αυτό αρκετές φορές
στην πορεία ενός ηθοποιού, το να κάνεις δηλαδή κάποια πράγματα που δεν τα
αγαπάς τόσο, που δεν τα πιστεύεις τόσο ή που δεν βγαίνουν τόσο καλά, αλλά
κάνεις και άλλα που τα πιστεύεις πολύ και που συνήθως βγαίνουν σε καλό».
Καθώς αναφέρεται σε αυτό το δύσκολο στάδιο στη διαδρομή
των ηθοποιών, πίνει μια γουλιά από το ποτήρι με το νερό που βρίσκεται στο
τραπεζάκι μπροστά της και παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή, βλέπω την όψη του
προσώπου της να γλυκαίνει και να σχηματίζεται στα χείλη της ένα μεγάλο
χαμόγελο. Σπεύδει να μου εξηγήσει από πού πηγάζει.
«Σήμερα
το απόγευμα το πρόγραμμά μου ήταν πιο χαλαρό, αφού ακόμη δεν έχουν ξεκινήσει οι
πρόβες στο θέατρο, κι έτσι πέτυχα πάλι στην τηλεόραση την πρώτη μου
κινηματογραφική ταινία, την “Κυρά μας τη μαμμή”. Ενώ συνήθως δεν βλέπω τις
παλιές μου ταινίες, σήμερα δεν μπόρεσα να αντισταθώ και αυτήν την είδα μέχρι το
τέλος. Μετά από πολύ καιρό απόλαυσα μια ταινία, ξύπνησαν μέσα μου τόσες
αναμνήσεις από τα γυρίσματά της. Ήταν ανέμελη και ευχάριστη η διαδικασία των
γυρισμάτων αυτής της ταινίας, γιατί ο θίασος ήταν καταπληκτικός, οι ηθοποιοί
όλοι τους ξεχωριστοί, και ο Αλέκος Σακελλάριος ήξερε πολύ καλά τι ήθελε και πώς
να το μεταδίδει. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτή η ταινία έγινε περισσότερο σαν
διασκέδαση», μου λέει και κάπου στην άκρη των ματιών της
μου φαίνεται ότι διακρίνω ένα δάκρυ νοσταλγίας, που όμως δεν προλαβαίνει να
τρέξει, γιατί υπερισχύει η χαρά και ο ενθουσιασμός που φέρνει μαζί της η πολύτιμη
αυτή ανάμνηση.
Ανήκει στους ηθοποιούς που είχαν την τύχη να βιώσουν τη
χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και συνεργάστηκε με όλους εκείνους που
είχαν ως κινητήριο δύναμη το μεράκι και την αγάπη τους για την τέχνη τους. Ποια από αυτές τις συνεργασίες έχει
χαραχτεί μέσα της με ανεξίτηλο μελάνι; Ήταν γνωστές οι έννοιες “ανταγωνισμός”
και “φθόνος” μεταξύ τους;
«Δεν
έζησα τότε ούτε ανταγωνισμό, ούτε φθόνο. Ήταν άγνωστες έννοιες αυτές για όλους
μας. Όσο για τις συνεργασίες, τίποτε δεν είναι ανεξίτηλο. Αυτό που θυμάται
κανείς περισσότερο, είναι στιγμές. Μέσα σε αυτές τις στιγμές ήταν και κάθε φορά
που συνεργαζόμουν με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Μου άρεσε πολύ να συνεργάζομαι μαζί
του, του είχα αδυναμία. Δεν ήταν
πολύ σίγουρος για τα πράγματα που έκανε, και φοβόταν, είχε όμως φινέτσα,
ευγένεια, υπέρμετρη ευαισθησία και ξεχωριστή φαντασία, και όλα αυτά τα
χαρακτηριστικά του μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθή».
Κατά
πόσο είναι εφικτό να διανύσει ένας καλλιτέχνης, μια επιτυχημένη διαδρομή,
απέχοντας από τη νοοτροπία του “σιναφιού”; τη ρωτώ στη συνέχεια.
«Ποτέ
δεν ενδιαφερόμουν τόσο πολύ για τα πράγματα που είχαν έναν εμπορικό σκοπό. Έψαχνα
πολύ προσεκτικά, αφιέρωνα αμέτρητες ώρες στο να επιλέγω αυτά που γέμιζαν την
ψυχή μου, δεν επαναπαυόμουν. Ήμουν περισσότερο “ψώνιο” δηλαδή, με την καλή
έννοια και αυτό με τα χρόνια έγινε πιο έντονο. Είναι άλλωστε κάτι, που το
φανερώνουν και οι επιλογές που έκανα τα τελευταία χρόνια με τις συνεργασίες μου
στο Θέατρο Πόρτα, το οποίο ίδρυσα από το 1984. Το είδος των ανθρώπων που
συνεργάζομαι πλέον, είναι ένα είδος ανθρώπων που ανήκει σε μια πιο μικρή παρέα
μέσα στο θέατρο, έχει όμως κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερο ενδιαφέρον και
μεγαλύτερο βάθος. Είναι μια δύσκολη επιλογή από μέρους τους, γιατί σίγουρα
σημαίνει ότι βγάζουν λιγότερα χρήματα και γίνονται λιγότερο γνωστοί στο πλατύ
κοινό, πρόκειται όμως για ηθοποιούς που διαλέγουν πράγματα που έχουν εσωτερική
ανάγκη να τα κάνουν και όχι εξωτερική».
Η συζήτηση φτάνει στο σήμερα και με αφορμή την ταινία “Το μεροκάματο της ευτυχίας”, στην οποία
είχε πρωταγωνιστήσει το 1960 μαζί με το Μίμη Φωτόπουλο και την Τασσώ Καββαδία,
παίρνω το θάρρος να ζητήσω τη γνώμη της για το πώς ένας άνθρωπος στη χώρα μας μπορεί να αντλήσει δύναμη να συνεχίσει
τον αγώνα του, όταν το μεροκάματο απέχει μακράν από τον ορισμό της ευτυχίας.
«Το
μεροκάματο αυτή τη στιγμή που ζούμε, είναι κάτι πολύ δύσκολο. Πλέον έχουμε
μάθει όλοι να πορευόμαστε με πολύ λιγότερα χρήματα, να σκεφτόμαστε ακόμη και το
ένα ευρώ. Δεν είναι ιδανικό, αλλά το συνηθίζει κανείς με τον καιρό. Εγώ αυτή
την κατάσταση τη διαχειρίζομαι με στενούς συνεργάτες και φίλους και όχι μόνη μου,
και αυτό είναι το βασικό. Να μοιραζόμαστε τις ανησυχίες μας με άλλους
ανθρώπους, με τους οποίους μας συνδέει μια στενή σχέση. Αναφορικά με την
παραπάνω ταινία, θυμάμαι ότι ήταν μια ταινία για την οποία δεν πήρα φράγκο,
χωρίς βέβαια να είναι δική μου απόφαση. Έτσι έγινε στο τέλος και εγώ το
δέχτηκα. Ωστόσο, κρατώ τα θετικά από αυτή την εμπειρία. Ήταν μια ταινία που
δημιουργήθηκε με αστείρευτο μεράκι από μια παρέα αριστερών ιδεολόγων, μεταξύ
των οποίων ήταν και ο Σταύρος Τορνές, ο λεγόμενος ζεν πρεμιέ της ταινίας, που
έγινε αργότερα ένας πολύ ιδιότυπος σκηνοθέτης και επρόκειτο για μια πολύ
αξιόλογη περίπτωση ανθρώπου. Σε αυτή την ταινία έμαθα επίσης και πολλά άλλα πράγματα,
όπως το να γράφω με γραφομηχανή, κάτι το οποίο δεν γνώριζα μέχρι τότε».
Λίγο πριν ξεκινήσουμε να μιλάμε, όση ώρα μου έψηνε
ελληνικό καφέ σερβιρισμένο με γλυκό του κουταλιού, μου είχε αναφέρει πόσο
ευλογημένη αισθάνεται για τη συμμετοχή της, το 2013, στην ταινία “Πριν τα Μεσάνυχτα” (“Before Midnight”), παρέα με τον Ίθαν Χοκ και τη Ζιλί
Ντελπί. Της ζητώ να μου αποκαλύψει λεπτομέρειες από αυτή τη
συνεργασία, η οποία όπως μου εμπιστεύτηκε, ήταν “η ωραιότερη συνεργασία που είχα μέχρι στιγμής στο σινεμά”.
«Στην
ταινία είχα μόνο ένα μονόλογο, αλλά ήταν ένας τόσο ωραίος και ουσιαστικός
μονόλογος που τον θυμάμαι τόσο έντονα και πιστεύω ότι δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.
Τον κάναμε πρόβα πολύ καιρό και τα γυρίσματά του κράτησαν τρεις ημέρες. Την
πρώτη φορά που τον ερμήνευσα, με χειροκρότησε όλος ο θίασος και το συνεργείο,
και αυτό μου άρεσε πάρα πολύ, ήταν μια μαγική στιγμή για εμένα. Ποτέ πριν δεν
είχα δουλέψει στον κινηματογράφο με τέτοια φροντίδα, με τέτοιο μεράκι, με
τέτοιους συνεργάτες. Ήταν η πρώτη φορά και ευτυχώς που την πρόλαβα».
Εκτός όμως από την αγάπη της για το θέατρο, και το
αντικείμενο που την κέρδισε από τότε που ήταν μαθήτρια Γυμνασίου, έχει και μια
άλλη μεγάλη αγάπη, τα παιδιά. Με έναν μαγικό τρόπο κατάφερε να “παντρέψει” αυτές
τις δύο αγάπες μέσα από τη συγγραφή
θεατρικών έργων με αποδέκτη παιδιά όλων των ηλικιών, ακόμη και βρέφη.
Ανάμεσα σε αυτά τα έργα βρίσκεται και το “Σκλαβί”, που είναι το αγαπημένο της και το οποίο απέσπασε το 2001 το βραβείο δραματουργίας Κάρολος Κουν.
«Εδώ
και αρκετά χρόνια, γράφω και ανεβάζω έργα για παιδιά προσχολικής ηλικίας και
λίγο μεγαλύτερα. Το να απευθύνομαι στην παιδική ψυχή, είναι κάτι που αγαπώ
ιδιαίτερα. Παράλληλα, διοργανώνω και μαθήματα σε θεατρικό εργαστήρι, όπου
έρχονται παιδιά, όπως επίσης και δάσκαλοι θεατρολόγοι, οι οποίοι μαθαίνουν πώς
να παίζουν με τα παιδιά. Τα παιδιά μαγεύονται από την όλη διαδικασία αλλά και
από τις παραστάσεις, μέσω των οποίων διασκεδάζουν, βιώνουν συναισθήματα,
δημιουργούν εικόνες και ονειρεύονται. Ακόμη και οι παραστάσεις που ανεβάζουμε
για βρέφη, καταφέρνουν να τους κεντρίσουν το ενδιαφέρον, παρόλο που τις
περισσότερες φορές δεν βασίζονται στο λόγο ή μπορεί να έχουν το πολύ μέχρι δύο
λέξεις. Μια τέτοια παράσταση ήταν και η παράσταση “Έλα, Έλα”, όπου εκτός από το
να τη γράψω, έπαιζα κιόλας. Αναφερόταν στη σχέση ενός ανθρώπου με το φεγγάρι, ο
οποίος βλέπει το φεγγάρι και θέλει να το πιάσει, θέλει να το κάνει δικό του.
Αυτό νομίζω ότι μπορεί να το νιώσει κάθε παιδάκι. Άλλη μια τέτοια παράσταση
ήταν και το “Άκου”, που ανεβάσαμε πέρυσι στο Θέατρο Πόρτα και είχε σχέση με το
πώς ένα μωρό ακούει μια μουσική, μαγεύεται από αυτήν και θέλοντας να την
ξανακούσει, αρχίζει και χτυπάει διάφορα πράγματα για να κάνει θορύβους μέχρι
που καταφέρνει να συνθέσει ξανά αυτή τη μουσική που το μάγεψε».
Η ώρα έχει προχωρήσει αρκετά, ούτε που κατάλαβα πώς
πέρασε το απόγευμα και παραχώρησε τη θέση του στο βράδυ. Κοιτάζω τριγύρω στο
σαλόνι. Παντού πίνακες, βιβλία, λούτρινα ζωάκια και φωτογραφίες του άνδρα, του
οποίου η αγκαλιά αποτέλεσε το λιμάνι της για 37 χρόνια. Όσα ήταν τα χρόνια που
βίωσαν μαζί την αγάπη και την απόλυτη συντροφικότητα. Ο άνδρας της ζωής της, ο μεταφραστής και κριτικός θεάτρου και
κινηματογράφου, Κωστής Σκαλιόρας. Ο Κωστής της. Λίγα χρόνια μετά την “εγκατάστασή
του στη γειτονιά των αστεριών”, βρήκε τον τρόπο να του πει όλα όσα αισθάνεται
για εκείνον. Μια εξομολόγηση αγάπης με τη μορφή ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες, με τον τίτλο “Γράμμα στον Κωστή” από τις Εκδόσεις
Πατάκη.
«Είναι
ένα βιβλίο που οφείλω αποκλειστικά στον άνδρα μου, διότι αν δεν ήταν εκείνος
δεν θα είχα γράψει ποτέ βιβλίο. Το έγραψα αυθόρμητα, όταν τον έχασα, και είναι
μια εξομολόγηση αγάπης. Απευθύνομαι σε εκείνον και του αφηγούμαι όλα όσα ζήσαμε
μαζί, όλες μας τις στιγμές, όλη μου τη ζωή. Όλα εκείνα που μοιραστήκαμε τα 37
χρόνια που ήμασταν μαζί. Ήμασταν πολύ
αγαπημένοι, νιώθω ότι η γνωριμία μου μαζί του ήταν μια ευλογία».
Μιλάει για εκείνον και νιώθω ότι έχω μπροστά μου μια
γυναίκα που αγάπησε πολύ και το δήλωνε, το δηλώνει και θα το δηλώνει διαχρονικά
με κάθε της πράξη. Με κάθε της λέξη. Με κάθε χτύπο της καρδιάς της. Και μια
φωνή μέσα μου μου ψιθυρίζει ότι κάπου εκεί κοντά μας, βρίσκεται νοερά και
εκείνος και χαμογελάει πλατιά νιώθοντας την αγάπη της Ξένιας του να γίνεται
ακόμη πιο έντονη όσο περνάνε τα χρόνια…
Σε λίγες ημέρες θα αρχίσει πάλι τις πρόβες της ενόψει της
νέας θεατρικής σεζόν, δίνοντας όπως
πάντοτε το καλύτερο κομμάτι της ψυχής της σε αυτό που έχει γεννηθεί για να του
αφιερώνει τον εαυτό της και όλο της το Είναι. Από τότε που ως φοιτήτρια
υποκριτικής βρέθηκε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης στο Λονδίνο μέχρι
και σήμερα. Σε ποια θεατρικά λιμάνια
σκοπεύει να ρίξει άγκυρα το προσεχές διάστημα;
«Σίγουρα
πρόκειται για έναν πολύ δημιουργικό χειμώνα, με πολλές παραστάσεις για μεγάλους
και παιδιά, τις οποίες έχουμε ετοιμάσει με πολλή αγάπη και μεράκι στο Θέατρο
Πόρτα. Η αυλαία ανοίγει και φέτος με μια παιδική παράσταση, το “Πιάνω παπούτσι
πάνω στο πιάνο” και παράλληλα θα ανεβάσουμε και μια παράσταση για μωρά μέχρι
τριών ετών, το “Μεγάλο μικρό, μικρό μεγάλο”. Πρόσφατα έκανε επίσης πρεμιέρα η
παράσταση “Σκοτεινές γλώσσες”, με εξαιρετικούς και σπάνιους ηθοποιούς, όπως την
Άννα Μάσχα, την Άννα Καλαϊτζίδου, το Γιώργο Χρυσοστόμου και το Χρήστο Λούλη. Η
δική μου συμμετοχή σε παράσταση θα γίνει το Γενάρη, στην παράσταση “Ιδιοτροπίες
της Μαριάννας” του Αλφρέ ντε Μυσσέ. Έχουν προγραμματιστεί όμως και διάφορες
άλλες καλλιτεχνικές και δημιουργικές δραστηριότητες, όπως η παρουσίαση
συναυλιών με διαφορετικά είδη μουσικής κάθε Τρίτη, και μια φορά το μήνα αφήγηση
παραμυθιών από εμένα σε παιδιά όλων των ηλικιών. Είναι μια δύσκολη περίοδος για
το θέατρο και χρειάζονται πολλές θυσίες και κόπος, η προσπάθεια όμως και τα
όνειρα πρέπει να συνεχίζονται όποιες κι αν είναι οι εξωτερικές συνθήκες. Αν δεν
κάνουμε όνειρα, δεν έχουμε παρόν. Και το παρόν είναι ο πηλός, με τον οποίο δίνουμε
ζωή σε όλα όσα έχει ο καθένας μας ονειρευτεί, αυτά που έχει επιθυμήσει με όλη τη
δύναμη της ψυχής του».
Παίρνω το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Καθώς
κατηφορίζω το φωτισμένο πλέον από τα φώτα της νύχτας, δρόμο, νιώθω την “τσέπη”
της καρδιάς μου πιο γεμάτη από ποτέ. Κι αυτό, γιατί εκεί μέσα βρίσκονται όλα
εκείνα, που μέσα από τα λόγια της, μου χάρισε απλόχερα η γυναίκα που έχει μάθει
να αγωνίζεται, να ξεπερνά τις δυσκολίες που εμφανίζονται κατά μήκος της
διαδρομής και ό,τι κι αν συμβαίνει, να μην ξεχνά να δηλώνει την αγάπη της. Στέλνοντας
πλέον γράμματα, στο δικό της ξεχωριστό αστέρι εκεί ψηλά στον ουρανό…
*Πηγή φωτογραφιών: Προσωπικό αρχείο Ξένιας Καλογεροπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου