Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Ζάχος Βασιλείου: “Υπάρχει ακόμη η ανθρωπιά και δεν μπορεί να μας την στερήσει κανείς. Ούτε η κρίση, ούτε τα μνημόνια…”



Πάντοτε γνώριζα ότι τα βιβλία έχουν την ικανότητα να σου μιλούν, αν θελήσεις να ανοίξεις πραγματικά τα αυτιά της ψυχής σου και να τα ακούσεις. Και σου λένε πολλά. Μέχρι να σε εμπιστευτούν όσο χρειάζεται, έτσι ώστε να σου ψιθυρίσουν με τον καιρό, ένα προς ένα όλα τα επτασφράγιστα και πολύτιμα μυστικά τους. “Σ’ευχαριστώ που με πήρες από το ψυχρό ράφι και με κρατάς στα δυο ζεστά σου χέρια. Θα χαρώ ιδιαίτερα αν κατορθώσω, εγώ, ένα μικρό βιβλίο, να σε πάρω από το χέρι και να πετάξουμε έστω και για λίγο μακριά, αφήνοντας πίσω όλα αυτά, μάγισσες, δράκους και σκιές, που μέσα σε δύσκολους καιρούς μας στερούν πολλά. Και πιο πολύ ένα χαμόγελο…”. Αυτές ήταν οι πρώτες κουβέντες που μου απηύθυνε μέσα από τις λέξεις που είναι χαραγμένες στο οπισθόφυλλό του, το βιβλίο με τον τίτλο “Επέτειος Γάμου και άλλες θεατρικές ιστορίες”, του Ζάχου Βασιλείου. Ένα βιβλίο διαφορετικό από τα άλλα. Διαφορετικό, γιατί κλείνει μέσα του όλα όσα χρειάζεται ένας άνθρωπος για να κλείσει το μάτι στη ζωή αγκυροβολώντας στο λιμάνι των ονείρων του. 

Θάλασσα, που συμβολίζει την ελευθερία και την τρέλα που έχει ανάγκη η ψυχή για να δρα και να θριαμβεύει. Πείσμα, που ανάβει στην καρδιά την σπίθα για να μετατρέπει το κάθε λογής κάρβουνο σε χρυσό. Δύναμη, τόλμη, τσαγανό και θάρρος που είναι ικανά να εκτοξεύσουν την κάθε σου επιθυμία στην κορυφή της επιτυχίας. Αισιοδοξία, που δίνει ώθηση στα πανιά της ύπαρξης να κυματίζουν περήφανα και αποφασιστικά. Και μπορεί τώρα η ζωή να δίνει αρκετές φορές την εντύπωση ότι δεν θα αργήσει να έρθει το τέλος του κόσμου, κι όμως τα φαινόμενα απατούν. Γιατί “αύριο όλα θα είναι καλύτερα”, όπως μου λέει ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου, ο οποίος όταν αφήνει πίσω του το χώρο του νοσοκομείου ως λειτουργός της ιατρικής επιστήμης, βρίσκει διέξοδο στη μαγεία που ασκεί στην ψυχή, ο κόσμος των λέξεων. Και σίγουρα θα πάνε όλα καλά, τόσο για εμάς, όσο και για τη χώρα μας, τα όνειρά μας, τη ζωή μας ολόκληρη! Επειδή μέσα μας υπάρχει ανεξάντλητο απόθεμα ενός πολύτιμου αγαθού, όπως προσθέτει κι εκείνος λίγο πριν ολοκληρωθεί η κουβέντα μας. Η καλοσύνη. “Η καλοσύνη, η οποία δεν πέθανε, ούτε και θα πεθάνει στον τόπο μας. Ίσως γιατί αυτός ο τόπος τράβηξε πολλά ή ίσως γιατί ο Έλληνας ξέρει πολύ καλά τι θα πει φτώχεια, ξεριζωμός, προσφυγιά. Δεν φοβάται τη βροχή κι ας βρέχεται”.

Και κάπου στον ορίζοντα αχνοφαίνεται η λάμψη από τις ακτίνες ενός νεογέννητου ήλιου…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

“Σ’ευχαριστώ που με πήρες από το ψυχρό ράφι και με κρατάς στα δυο ζεστά σου χέρια. Ένα βιβλίο πάντα ζητά παρέα και συντροφιά”, διαβάζει κανείς στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας, με τον τίτλο “Επέτειος Γάμου και άλλες θεατρικές ιστορίες”. Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό, που θα μαγνητίσει τους αναγνώστες έτσι ώστε να “υιοθετήσουν” το χάρτινο παιδί σας;

Λέγεται πως το διάβασμα ενός βιβλίου μπορεί να βελτιώσει την δημιουργικότητα του αναγνώστη, να του μειώσει το άγχος και την ένταση, να συμβάλλει στην ψυχική του ηρεμία. Αλήθεια! Τι περισσότερο θα μπορούσε να ζητήσει ένας συγγραφέας; Κατά πόσο όμως ένα βιβλίο θα μαγνητίσει, θα αγαπηθεί, θα “υιοθετηθεί” από το αναγνωστικό κοινό, είναι θέμα πολλών παραγόντων. Οι θεατρικές ιστορίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου, έχουν την ιδιαιτερότητα μιας διπλής ιδιότητας. Από την μια είναι απλές, καθημερινές ιστορίες και από την άλλη, με την μορφή  θεατρικών μονολόγων και διαλόγων, ζωντανεύουν και μεταφέρουν τον αναγνώστη μπροστά σε μια θεατρική σκηνή. Αυτή η ζωντάνια, η επαφή με τον αναγνώστη, η συνύπαρξη στοιχείων δράματος και κωμωδίας, το απροσδόκητο κάποιες φορές, τα μηνύματα και οι προβληματισμοί που πηγάζουν μέσα από τα κείμενα και πάνω απ’ όλα οι ίδιοι οι ήρωες, οι πρωταγωνιστές που ταυτίζονται πολλές φορές με εμάς τους ίδιους, όλα αυτά τα στοιχεία πιστεύω είναι η “προίκα” του χάρτινου παιδιού μου, τα εφόδιά του για ένα όμορφο και μεγάλο ταξίδι.

Τα χειρουργικά γάντια και όλα τα σχετικά σύνεργα μπαίνουν ξανά στη θέση τους, η χαρακτηριστική πράσινη μάσκα με το λάστιχο δίνει τη σκυτάλη στην ελεύθερη αναπνοή και το φως της αίθουσας σβήνει. Ποια εσωτερική ανάγκη ενός χειρουργού, είναι αυτή που ξυπνά μέσα του τη “σπίθα” να πάρει την πένα και να αρχίσει να γράφει;

Η Ιατρική και η Λογοτεχνία έχουν μια ιδιαίτερη και στενή σχέση μεταξύ τους. Ο θεός Απόλλωνας ήταν ο θεός της Ιατρικής και της Ποίησης. Είναι πολλοί οι γιατροί που έχουν διαπρέψει στη Λογοτεχνία, Έλληνες και ξένοι. Ο Άντον Τσέχωφ περιέγραψε ως εξής την διπλή ζωή του: “Η Ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου και η Λογοτεχνία η ερωμένη μου”. Σήμερα σε πολλές Ιατρικές Σχολές στις ΗΠΑ, η Λογοτεχνία συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών. Στο χειρουργείο, στην γενική εφημερία, στην καθημερινή επαφή με τον ασθενή δοκιμάζονται οι αντοχές του χειρουργού, που ενδεχομένως να φθάσει κοντά στα όρια του συνδρόμου της επαγγελματικής εξουθένωσης (burnout). Σε προσωπικό επίπεδο πιστεύω πως ο κάθε χειρουργός βρίσκει τρόπους “διαφυγής”, κάποια διαλείμματα ψυχικής ηρεμίας. Πιστεύω πως αν έμενα σε κάποιο αιγαιοπελαγίτικο νησί ενδεχομένως θα έπαιρνα μια βαρκούλα και θα πήγαινα για ψάρεμα. Αν ήμουν σε κάποιο ηπειρώτικο βουνό πιθανόν να γινόμουν ορειβάτης. Αν αγαπούσα τα οδοντωτά χαρτάκια, τα γραμματόσημα, μπορεί να γινόμουν φιλοτελιστής. Αν ήξερα να παίζω κιθάρα μάλλον θα έπαιζα για την παρέα σε κάποιο ταβερνάκι. Εγώ επέλεξα το γράψιμο σαν μέσο “διαφυγής”. Μπορεί κι εκείνο να επέλεξε εμένα. Τι έφταιξε; Θέμα DNA, κάποια… παιδική αρρώστια;  Η γενέτειρά μου η Χαλκίδα, τα “τρελά” νερά; Ποιος ξέρει; 

 
Είναι αυτή η σπίθα της έμπνευσης, λοιπόν, που ανάβει ξαφνικά, απροειδοποίητα θα έλεγα, μέσα μου. Το χέρι τότε πιάνει την πένα και γράφει κάποιες λέξεις σ’ ένα κομμάτι χαρτί, τα δάχτυλα πληκτρολογούν μπροστά στην οθόνη των υγρών κρυστάλλων του υπολογιστή. Τότε είναι που η μυρωδιά από τον αιθέρα και του Betadine δίνει τη θέση της σε άλλες μυρωδιές. Μυρωδιές άνοιξης, θάλασσας. Τότε είναι που το μυαλό και η φαντασία για μερικές στιγμές πλάθουν ένα δικό τους κόσμο γεμάτο εικόνες που περνούν μπροστά από τα μάτια μου. Τότε είναι που γελάω, κλαίω, σκέφτομαι, προβληματίζομαι, απορώ, εκνευρίζομαι, φωνάζω, σιωπώ. Μυθόπλαστοι χαρακτήρες ζωντανεύουν μπροστά μου. Τους ακούω να μιλούν, να συζητούν. Για μένα δεν είναι “ψεύτικοι”. Υπάρχουν. Είναι αληθινοί

“…όλα να’χουν χαθεί κι οι άνθρωποι να έχουν δραπετεύσει από τους τόπους, κι αυτό το πλοίο να τραβάει χωρίς μηχανικούς, χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο…”, χάραξε στο χαρτί ο Έλληνας λογοτέχνης, Γιάννης Σκαρίμπας, στο ποίημά του “Το εισιτήριο” προς τιμήν της γενέτειράς σας, της Χαλκίδας. Λόγια που θυμίζουν έντονα τα όσα βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το εισιτήριο για την έξοδό μας από αυτόν τον “πολυεπίπεδο λαβύρινθο”;

Η ερώτηση αυτή μου θύμισε ένα καλοκαίρι, πριν από μερικά χρόνια, που είχα επισκεφτεί την όμορφη γενέτειρά μου, τη Χαλκίδα. Εκεί, ψηλά στο κάστρο του Καράμπαμπα, δίπλα στον τάφο του Γιάννη Σκαρίμπα, συναισθηματικά φορτισμένος, πήρα ένα μολύβι και έγραψα μερικούς στίχους. Ας μου επιτραπεί να τους διαβάσω σε όλους τους αναγνώστες

“Πόσα χρόνια πέρασαν! Αλήθεια, πόσα;
Το κάστρο πίσω ορθώνεται παλιό και τρομερό.
Θυμάμαι παιδιά αγριοκάτσικα στα τείχη του, 
πληγές και ματωμένα γόνατα εκείνο τον καιρό.

Η γέφυρα νωχελικά ανοιγοκλείνει ακόμα
πάνω-κάτω τρελά και μεθυσμένα χορεύουν τα νερά.
Θυμάμαι στις ροδοδάφνες ντροπαλό το πρώτο μας φιλί,
το δώρο στη γιορτή σου κοχύλι στα μαλλιά.

Δίπλα μου κοιμάται ο ποιητής, ο Γιάννης ο Σκαρίμπας…
Αν ζούσε! Θα’ βαζε φωνές, θα είχε πολλά να γράψει
για τα στραβά κι ανάποδα, τα άδικα, τα μαύρα,
για όλα αυτά τα βάσανα που πνίγουν τον κοσμάκη’’.


Αν ζούσε σήμερα  ο κυρ Γιάννης, είμαι βέβαιος πως θα έβαζε τις φωνές. Μπορεί και να ‘ριχνε μερικούς κάτω από την παλιά γέφυρα και να τους έπαιρνε το ρεύμα. Ας επιστρέψουμε όμως στην ερώτηση. Το να βρεις το εισιτήριο που θα σε βγάλει από τον πολυεπίπεδο λαβύρινθο είναι σίγουρα μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Αμφιβάλλω αν και ο ίδιος ο Δαίδαλος θα μπορούσε να βρει εύκολα την έξοδο. Στις μέρες μας βιώνουμε μια οικονομική, ηθική, πολιτισμική κρίση. Κρίση λειτουργίας των θεσμών, της ίδιας της κοινωνίας. Βιώνουμε έναν οικονομικό πόλεμο και τις συνέπειες μιας αλυσιδωτής αντίδρασης των όσων συμβαίνουν στη χώρα μας, αλλά και σε Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Στα μεγάλα προβλήματα του τόπου μας έχει προστεθεί και το μείζον προσφυγικό ζήτημα. Είμαι από εκείνους και μάλλον είμαστε οι λιγότεροι, που βλέπω το αύριο με κάποιες πινελιές αισιοδοξίας. Η ίδια η ιστορία μας διδάσκει. Μπορεί κανείς να αντλήσει πολλά παραδείγματα. Έπειτα από τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, έπειτα από όσα τραγικά συνέβησαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, οι παππούδες και οι πατεράδες μας κατάφεραν πολλά. Δεν το έβαλαν κάτω. Επέζησαν, βγήκαν πιο δυνατοί, πιο αποφασισμένοι να κερδίσουν τον αγώνα της ζωής


Πιστεύω πως ο καθένας μας πρέπει να κοιτάξει κατάματα την σημερινή πραγματικότητα. Θα πρέπει να κοιταχθεί και ο ίδιος στον καθρέφτη, να κάνει, ας μου επιτραπεί η λέξη, μια “αυτοενδοσκόπηση”. Δεν χρειάζεται μεμψιμοιρία αλλά αισιοδοξία και υπομονή. “Θαρσείν χρή ταχ΄ αύριον έσετ΄ άμεινον”. Χρειάζεται θάρρος, αύριο όλα θα είναι καλύτερα. Θα πρέπει όμως να αναζητήσουμε με ικανή δόση αυτογνωσίας σε τι φταίξαμε κι εμείς οι ίδιοι και να προσπαθήσουμε να το διορθώσουμε. Θα χρειαστεί να τοποθετήσουμε τον πήχη των αναγκών και απαιτήσεών μας στο ύψος που ρεαλιστικά αρμόζει. Θα χρειαστεί να αποβάλλουμε τον μανδύα του εγωισμού, του ατομοκεντρισμού και της αλαζονείας που ενδεχομένως φορούσαμε κατά το παρελθόν. Θα χρειαστεί μια σκληρή προσπάθεια αποκατάστασης της ηθικής, προσπάθεια καταπολέμησης της διαφθοράς, της διαμόρφωσης μιας νοοτροπίας απαλλαγμένης από παλιά ταμπού, μιας σύγχρονης κουλτούρας βασισμένης στην πολιτισμική μας κληρονομιά. Σ’ αυτή την προσπάθεια πρέπει να έχουμε την βοήθεια της ίδιας της οικογένειάς μας, της οποίας η συνοχή του ιστού της έχει πιθανόν αποδυναμώσει. Την βοήθεια των συνεργατών μας, των φίλων μας. Αναζητώντας την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, την βελτίωση των κοινωνικών σχέσεων θα ανακαλύψουμε το “κρυμμένο” πρόσωπο της ευτυχίας, και είναι αυτό που θα μας βοηθήσει να ξετυλίξουμε τον μίτο της Αριάδνης που θα μας βγάλει τελικά από τον λαβύρινθο

Στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου σας, στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που σας κέρδισε από τα νεανικά σας χρόνια, αναφέρατε ότι μία από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στις σελίδες του, η “Επέτειος Γάμου”, μιλά στην ψυχή σας με έναν τρόπο ξεχωριστό. Πού οφείλεται αυτή η ιδιαίτερη συμπάθεια;

Κατ’ αρχάς οφείλω να ομολογήσω ότι και τα έξι θεατρικά έργα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου, είναι αγαπημένα μου πνευματικά παιδιά. Δεν θα ήμουν καλός πατέρας αν έκανα διακρίσεις. Όμως, και έχετε απόλυτο δίκιο, υπάρχει μια ξεχωριστή σχέση με την “Επέτειο Γάμου”. Το έργο αυτό πριν από τέσσερα περίπου χρόνια θα ανέβαινε στη σκηνή του θεάτρου Μελίνα Μερκούρη στην Καλαμαριά, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μίγγα και με ηθοποιούς από το Νέο Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης. Ένα μήνα περίπου πριν από την επίσημη πρεμιέρα, οι παραστάσεις ματαιώθηκαν. Φαντάζεστε πόση στενοχώρια και απογοήτευση με είχαν κυριεύσει. Η “Επέτειος Γάμου” υπήρξε ένα ακόμα θύμα της οικονομικής κρίσης… Λυπήθηκα περισσότερο για τον ηθοποιό, συνάδελφο και φίλο Αλέκο Κωνσταντινίδη που αγάπησε το ρόλο του Σπύρου, έκανε τόσες πρόβες και θα τον έπαιζε –ήμουν σίγουρος– εξαιρετικά. 

Το έργο μου αυτό έφτασε λίγο αργότερα στα χέρια δυο άλλων σκηνοθετών. Ας μου επιτραπεί να μην αναφερθώ στα ονόματά τους. Όμως και πάλι δεν ανέβηκε σε θεατρική σκηνή. Άργησα να καταλάβω πόσο δύσκολο είναι να ανεβάσει κανείς μια παράσταση. Τι σημαίνει θέατρο. Τι αγώνας χρειάζεται για να ανέβει μια παράσταση. Σε όλα αυτά οφείλεται η ιδιαίτερη συμπάθειά μου για την “Επέτειο Γάμου”. Επίσης, ας μου επιτραπεί να αποκαλύψω και κάτι ακόμα. Πρόσφατα έχω συμπληρώσει και εγώ με τη γυναίκα μου, όπως ο Σπύρος και η Σούλα στο έργο, τριάντα χρόνια γάμου. Συνεχίζουμε να είμαστε αγαπημένοι. Η Ιωάννα μου δεν είναι Σούλα. Εγώ; Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…

Ο ήρωας την εν λόγω θεατρικής ιστορίας, ο Σπύρος, μετά από πολλά χρόνια μονόπλευρης προσπάθειας να κρατηθεί ζωντανός ο γάμος του με τη Σούλα, ανοίγει την πόρτα και την εγκαταλείπει οριστικά και αμετάκλητα. Σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα υπάρχουν προειδοποιητικά “καμπανάκια” από την πλευρά του συντρόφου μας πριν από μια τέτοια απόφαση. Γιατί, όμως τις περισσότερες φορές τα αγνοούμε μέχρι που η αγάπη έχει πλέον κάνει “φτερά”;

Θα συμφωνήσω με αυτήν την παρατήρηση, πως υπάρχουν προειδοποιητικά καμπανάκια σε μια σχέση, σε ένα γάμο, που ο χρόνος την έχει χαράξει, την έχει φθείρει. Δεν τα ακούμε γιατί δεν θέλουμε να τ’ ακούσουμε. Η κατάσταση που επικρατεί, αν και την αναγνωρίζουμε πολλές φορές, μας βολεύει να παραμένει στην καθημερινή της ρουτίνα ακόμη και αν διαισθανόμαστε την κακή πορεία της συμβίωσής μας. Βολευόμαστε στην αποσιώπηση και την αποφυγή της συζήτησης του προβλήματος και της όποιας λύσης του, φοβισμένοι πως αν τολμήσει κανείς μας να θέσει ανοιχτά το ζήτημα της κρίσης και αναλάβει πρωτοβουλίες, τότε θα υπάρξει μεγάλος κίνδυνος οριστικής ρήξης. Η σχέση σε πολλά ζευγάρια είναι πλέον τυπική, βασισμένη σε μια εικόνα καθωσπρεπισμού, μιας πλαστής εικόνας που περνά προς τα έξω. Ο γάμος σήμερα περνά και αυτός μια κρίση. Έχει τα δικά του προβλήματα. Διαχρονικά, επίκαιρα, καθημερινά

 
Σε πολλούς γάμους διαπιστώνεται αύξηση του συγκρουσιακού χαρακτήρα της σχέσης, δυσκολία στην επικοινωνία μεταξύ των συμβίων, με αποτέλεσμα την ολοένα συναισθηματική απομάκρυνση, την απογοήτευση, την έλλειψη εμπιστοσύνης. Τα τελευταία χρόνια η ακρίβεια, η ανεργία, η υποαπασχόληση, οι μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις των παππούδων, τους αιμοδότες της ελληνικής οικογένειας, το γενικότερο κλίμα ανασφάλειας και απαισιοδοξίας που επικρατεί, έχουν επηρεάσει δυστυχώς τις σχέσεις των συντρόφων. Μη ξεχνάμε πως υπάρχει και μια άλλη σειρά προβλημάτων, όπως μια ασθένεια, ένα πένθος κλπ. που μπορεί να επιφέρουν στο ζευγάρι ένα δυσάρεστο κλίμα κακής διάθεσης και σύγκρουσης. Αν δεν υπάρχει η κατάλληλη επικοινωνία μεταξύ των συντρόφων, αν δεν καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια να αντιμετωπισθούν από κοινού τα προβλήματα αυτά, τότε η κατάσταση οδηγεί σε αποξένωση, ασυνεννοησία, απομόνωση. Το γυαλί αργά ή γρήγορα θα ραγίσει. Τα διαζύγια, συναισθηματικά και νομικά, έχουν τα τελευταία χρόνια μια αυξητική πορεία. Το ίδιο και οι εξωσυζυγικές σχέσεις.  Θύματά τους είναι τα παιδιά, κυρίως όσα είναι στην ευαίσθητη εφηβική ηλικία. Πρέπει, λοιπόν να ακούμε αυτά τα προειδοποιητικά καμπανάκια. Να μην τα αγνοούμε. Να πλησιάσουμε τον σύντροφό μας και να συζητήσουμε μαζί του. Μη διαγράψουμε μονοκοντυλιά τόσα χρόνια συμβίωσης με πείσμα και εγωισμό. Πιστεύω πως αξίζει μια τέτοια προσπάθεια. 

Άλλη μια ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά εξιστόρησή σας, είναι εκείνη με τον τίτλο “Ζητείται Αποκλειστική”. Εκεί, παρακολουθούμε έναν νέο άνδρα να θυσιάζει την προσωπική του ζωή προκειμένου να είναι στο πλευρό της άρρωστης και ηλικιωμένης μητέρας του. Ένα θέμα που συγκινεί και αγγίζει ευαίσθητες χορδές μέσα μας. Ωστόσο, επιστρατεύοντας το χιούμορ, του προσδώσατε μια εύθυμη νότα κατορθώνοντας έτσι να επέλθει ισορροπία. Πώς γνωρίζατε την ιδανική “δοσολογία” θλίψης και χιούμορ και καταστήσατε έτσι εφικτό κάτι τόσο –για πολλούς– ανέφικτο;

Το θεατρικό μου έργο “Ζητείται αποκλειστική” είναι ιδιαίτερα φορτισμένο συναισθηματικά. Η ιστορία του γιού που θυσιάζει την προσωπική του ζωή για να είναι στο πλευρό της άρρωστης και ηλικιωμένης μητέρας του, δημιουργεί –αποπνέει θα έλεγα– ένα σωρό από δυσάρεστα συναισθήματα. Στο έργο αυτό είχα την ευκαιρία για μερικές πινελιές προσωπικών μου βιωμάτων δίπλα στην μητέρα μου το τελευταίο διάστημα της ζωής της. Γι’ αυτόν τον λόγο το έργο μου είναι αφιερωμένο στη μνήμη της. Σαν γιατρός και σαν άνθρωπος έχω ζήσει, έχω δει και έχω ακούσει για πολλούς ανθρώπους, κόρες και γιους, αφοσιωμένους δίπλα στον πατέρα ή τη μάνα, που η αρρώστια και τα γηρατειά καθήλωσαν στο κρεβάτι. Ταυτόχρονα έχω ζήσει και την  αδιαφορία, την εγκατάλειψη. Η μητέρα μου ήταν Πολίτισσα και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Θεσσαλονίκη το 1920. Ήταν ευχάριστος άνθρωπος, πολύ κοινωνική. Τραγουδούσε, έπαιζε πιάνο και ήταν μια εξαιρετική μαγείρισσα. Είχε την αίσθηση του χιούμορ. Δεν ξέρω τι θα μου έλεγε αν διάβαζε το έργο μου. Σίγουρα θα ήταν αυστηρός κριτής. Προσπάθησα και ειλικρινά ήταν αρκετά δύσκολο, με κάποιες δόσεις χιούμορ να ελαφρύνω το “βαρύ” κλίμα του έργου. Δεν βοήθησε κάποια…πολίτικη συνταγή της μητέρας μου για αυτό το “πάντρεμα” δράματος και κωμωδίας, ούτε γνωρίζω κατά πόσο πέτυχα την ιδανική “δοσολογία” θλίψης και χιούμορ. Ο αναγνώστης θα το κρίνει…

Η πένα σας έχει δώσει “σάρκα και οστά” και στο μονόλογο “Γιατί παππού;”, όπου ένας παππούς προσπαθεί να κρύψει από τον εγγονό του, τη σκουρόχρωμη εκδοχή της πραγματικότητας. Μήπως τελικά χρειάζεται να κοιτάμε τα παιδιά στα μάτια, λέγοντάς τους την αλήθεια, αφού –όπως  συνήθως αποδεικνύεται– τα παιδιά τη γνωρίζουν και τη διαισθάνονται πολύ καλύτερα από ό,τι οι ενήλικες;

Η ιδέα του μονόλογου “Γιατί παππού;” βασίστηκε στα θλιβερά γεγονότα που συνέβησαν τον Δεκέμβριο του 2008 στην Αθήνα και στον ρόλο του μεγάλου Ιταλού κωμικού Ρομπέρτο Μπενίνι στη ταινία “Η ζωή είναι ωραία”. Στην ταινία, παραγωγής 1997, που κέρδισε τρία Όσκαρ, ο κεντρικός ήρωας στην προσπάθειά του να ξεγελάσει τον μικρό του γιο από τα όσα δυσάρεστα γεγονότα συνέβαιναν στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης επινοεί ένα παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας. Το Νοέμβριο του 2009 ο μονόλογος  αυτός ανέβηκε με επιτυχία στο θέατρο “Πολιτεία Θεάτρου” στη Θεσσαλονίκη με τον τίτλο: “Γιατί γιαγιά;”, σε διασκευή, σκηνοθεσία και ερμηνεία της Μαρίας Μπαλτατζή.  


Στο έργο ο παππούς δυσκολεύεται να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα του εγγονού του αλλά πάντα βρίσκει μια εξωπραγματική απάντηση για τα θλιβερά γεγονότα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008. Αυτή η  ερώτηση θέτει ένα μεγάλο προβληματισμό και μπορεί να ανοίξει μια ολόκληρη συζήτηση. Σήμερα, τα παιδιά μεγαλώνουν πολύ διαφορετικά απ’ ότι εμείς. Βλέπεις γύρω σου παιδιά να κρατούν στα χέρια τους κινητά τηλέφωνα, τάμπλετ, φορητούς υπολογιστές. Σήμερα τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε μια περίοδο κρίσης που έχει επηρεάσει την διαβίωση της οικογένειας. Πολλές φορές οι γονείς απευθύνονται σε παιδοψυχολόγο για να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν κάποιο δυσεπίλυτο πρόβλημα που ενδεχομένως θα μπορούσε να βλάψει την ευαισθησία και την προσωπικότητα του παιδιού τους. Θα ήθελα να μεταφέρω ένα περιστατικό που μου αφηγήθηκε μια φίλη μου νηπιαγωγός πριν από λίγες ημέρες. Στο μάθημα για τους 12 αρχαίους θεούς του Ολύμπου εξηγούσε στα νήπια την ιδιότητα του κάθε θεού. Για την Ήρα τους είπε πως ήταν η θεά του γάμου. Ένα παιδί χωρισμένων γονιών, σηκώνει το χέρι και τη ρωτά: “Κυρία, υπάρχει σήμερα θεός για τον γάμο;”. Η νηπιαγωγός του απαντά πως δεν υπάρχει, και τότε ο μικρός με απογοητευμένο ύφος φωνάζει: “Φτου, την γκαντεμιά μου!”.

Έχουμε, λοιπόν να κάνουμε με έξυπνα παιδιά, παιδιά που δεν μπορείς να τα ξεγελάσεις εύκολα με ψέματα, παιδιά που γνωρίζουν πολλά περισσότερα πράγματα απ’ όσα εμείς πιστεύουμε πως γνωρίζουν. Πέρασαν ανεπιστρεπτί εκείνα τα χρόνια που λέγαμε στα παιδιά πως τα έφερε ο πελαργός, και ο παππούς που πέθανε, έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι. Πιστεύω πως πρέπει να συζητάμε με τα παιδιά. Να τους αφιερώνουμε περισσότερο από τον χρόνο μας. Και η αλήθεια; Δεν μπορεί να τα βάλει κανείς όλα μαζί σ’ ένα καλάθι. Κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερη, έχει την δική της βαρύτητα και τους δικούς της βαθμούς δυσκολίας. Τι θα πει ο πατέρας στο παιδί όταν απολυθεί από τη δουλειά του; Τι θα του πει η μητέρα όταν τους εγκαταλείψει ο πατέρας και φύγει από το σπίτι; Τι θα του πουν οι γονείς όταν δει τον άστεγο ξυλιασμένο να κοιμάται σ’ ένα παγκάκι; Τι θα του πουν όταν δει στη τηλεόραση πρόσφυγες και ξυπόλητα παιδιά στα λασπόνερα της Ειδομένης; Τι θα του πουν όταν δει κουκουλοφόρους να πετούν μολότοφ, να καταστρέφουν, και αστυνομικούς να συμπλέκονται με  συνταξιούχους σε μια πορεία διαμαρτυρίας; Τι θα του έλεγαν αν έβλεπε στην τηλεόραση εκείνο τον εύζωνα μπροστά στη Βουλή να δακρύζει; Τι θα του πουν αν ο παππούς δεν βάζει πια το χέρι στη τσέπη για να βγάλει μια σοκολάτα; Τι θα του πουν αν το Πάσχα δεν πάνε στο “Τζάμπο” για λαμπάδα; 

  
Ναι! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά. Όσο δύσκολο και να είναι. Πρέπει να βρούμε τα κατάλληλα λόγια, τον κατάλληλο τρόπο που θα τους πούμε την αλήθεια, την κατάλληλη στιγμή. Αν το παιδί καταλάβει πως του λέμε ψέματα, θα χάσει την εμπιστοσύνη του. Θα γεμίσει αμφιβολίες για όσα του λέμε, για όσα έχει  ακούσει από εμάς. Η σχέση και η επικοινωνία μας θα κλονιστούν ανεπανόρθωτα.

Άλλο ένα στοιχείο που σας απασχολεί στη γραπτή σας δημιουργία, είναι η ανθρώπινη επικοινωνία μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αλήθεια, κατά πόσο ένα πληκτρολόγιο και μια οθόνη είναι σε θέση να λειτουργήσουν ως “μήτρα” που μπορεί να “κυοφορήσει” φιλίες, σχέσεις, κοινωνικές συναναστροφές και έρωτες που αντέχουν στο χρόνο;

Την περίμενα αυτή τη ερώτηση, καλή μου Βίκυ. Ίσως γιατί και η δική μας φιλία προήλθε έπειτα από  τη γνωριμία μας μέσω του facebook! Στο έργο μου “Όταν η λαίδη Μάκβεθ συνάντησε τον Μανόλη” η Μαρία και ο Μανόλης γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν μέσα από τη σελίδα του facebook! Τον περασμένο Αύγουστο κι ενώ βρισκόμουν στο Σέλι Ημαθίας, ψηλά στο Βέρμιο, συνάντησα έπειτα από πολλά χρόνια ένα συμμαθητή μου από το γυμνάσιο κατόπιν επικοινωνίας μας στο facebook μέσω κοινού φίλου. Χωρίς να παραβλέψω τους κινδύνους που μπορεί να κρύβονται σε μια τύπου “social media” φιλία –για παράδειγμα θα αναφέρω περιπτώσεις εξωσυζυγικών σχέσεων, διαζυγίων, εκμετάλλευσης προσωπικών δεδομένων, εκβιασμών και παιδοφιλίας– πιστεύω πως μια διαδικτυακή σχέση  βασισμένη σε αμοιβαία ειλικρίνεια και εκτίμηση, μπορεί να εξελιχθεί σε πραγματική συναναστροφή και φιλία που θα αντέξει στο χρόνο

Μέσα από τις διαδικτυακές σελίδες, το Photothessaloniki και το Φωτογραφικό Ταξίδι, στα οποία είμαι μέλος της διαχειριστικής ομάδας, έχουν δημιουργηθεί σχέσεις φιλίας  και επικοινωνίας ανθρώπων με αγάπη για την φωτογραφία, αγάπη για τη φύση και άλλα κοινά ενδιαφέροντα. Ας μην ξεχνάμε πως η διαδικτυακή επικοινωνία σήμερα δίνει πλέον την δυνατότητα πληροφόρησης, ενημέρωσης, διαφήμισης και προώθησης προϊόντων. Η πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου μου και η επιτυχής μέχρι τώρα πορεία του οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ανάρτηση και προβολή του μέσα από το διαδίκτυο

Στο πρόσφατο παρελθόν η ερμηνεία του ηθοποιού Σπύρου Μπιμπίλα, στο θεατρικό μονόλογο “Το Παγκάκι”, που φέρει την υπογραφή σας και περιλαμβάνεται επίσης στο βιβλίο σας, απέσπασε τιμητική διάκριση. Έργο, το οποίο βασίστηκε στην αληθινή ιστορία ενός άστεγου, που ζούσε σε ένα παγκάκι κοντά στο Λευκό Πύργο μέχρι που έφυγε από τη ζωή. “Υπάρχει ανθρωπιά ακόμα, σου λέω! Δεν πέθανε η καλοσύνη, δεν πέτρωσε η καρδιά. Και ενώ φαινόταν ότι θα “βρέξει”, τελικά ο ουρανός γέμισε αστέρια!”, τον ακούμε να λέει σε κάποιο σημείο. Νιώθετε ότι όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο σήμερα ή αποτελεί μάλλον έναν ευσεβή πόθο ή ακόμη και μια ουτοπία;

Ο Αντώνης, ο ήρωας στο μονόλογο “Το Παγκάκι” μέσα στο παραλήρημα λόγου του λέει κάποια στιγμή: “Πόσοι είναι οι πραγματικοί άνθρωποι; Πόσοι έχουν μείνει; Πέντε, δέκα, εκατό; Κάτι είναι κι αυτό. Κάτι… Και ποιοι είναι; Πώς τους καταλαβαίνεις θα με ρωτήσεις. Φορούν κανένα καπέλο, έχουν ελιά στη μύτη, κρατούν τίποτα στο χέρι; Όχι! Όχι είναι πολύ απλό φίλε μου! Από το χαμόγελο, τη ματιά τους. Από το καλημέρα , το πώς θα στο πούνε… Θα το καταλάβεις αμέσως!”.

 
Στις μέρες μας η ανθρωπιά υπάρχει. Δεν μπορεί να μας την στερήσει κανείς. Δεν την επηρέασε ούτε η κρίση, ούτε τα μνημόνια. Η καλοσύνη δεν πέθανε ούτε θα πεθάνει στον τόπο μας. Ίσως γιατί αυτός ο τόπος τράβηξε πολλά, ίσως γιατί ο Έλληνας ξέρει πολύ καλά τι θα πει φτώχεια, ξεριζωμός, προσφυγιά. Δεν φοβάται τη βροχή κι ας βρέχεται. Γνωρίζει καλά πως θα βγει πάλι ο ήλιος που θα λάμψει τα αρχαία μάρμαρα και τα ξωκλήσια και θα ζεστάνει τις καρδιές. Το παράδειγμα του ηλικιωμένου ζευγαριού στην Ειδομένη που φιλοξένησαν στο φτωχικό τους μια οικογένεια προσφύγων από τη Συρία, επιβεβαιώνει ότι ο Έλληνας πάντα θα στέκεται δίπλα στο συνάνθρωπό του και θα του απλώνει το χέρι

Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες, εντοπίζει κανείς μια πρωτότυπη και συνάμα εύστοχη παράφραση των γραμμάτων που σχηματίζουν τη συντομογραφία του Εθνικού Συστήματος Υγείας. ΕΣΥ: Ελληνικό Σύστημα Υπομονής. Θεωρείτε, ότι πρέπει να έχει όρια η υπομονή των πολιτών, όταν διαπιστώνουν επανειλημμένως ότι για πολλά χρόνια γίνονταν και γίνονται έρμαια υποτιθέμενων “ηγετών”, που τάχα μεριμνούν προς…όφελος του λαού που τους εξέλεξε;

Δύσκολη ερώτηση. Θεωρώ ότι η υπομονή των πολιτών, η υπομονή όλων μας έχει φθάσει πια στα όριά της. Είναι πολύ δύσκολο να επιδείξει κανείς σήμερα “ιώβειο υπομονή”. Η πολιτική των τελευταίων κυβερνήσεων και τα αποτελέσματά της έχουν εξαντλήσει τα όποια αποθέματα υπομονής, προσδοκιών και καλοπιστίας. Ο κόσμος έχει βαρεθεί να ακούει και να παρακολουθεί στην τηλεόραση ατέρμονες συζητήσεις πολιτικών αναλυτών και υποψήφιων “σωτήρων”. Έχει βαρεθεί να ακούει για την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, για το πρωτογενές πλεόνασμα, για τις επενδύσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις τις λίστες Λαγκάρντ, την πολυπόθητη ανάπτυξη, την καταπολέμηση της διαφθοράς. Έχουμε κατακλυστεί από αριθμούς. Ο καθένας μας έχει γίνει ένας λογιστής. Ένα μηχανάκι που κάνει συνέχεια αριθμητικές πράξεις. Δυστυχώς προσθέσεις και πολλαπλασιασμούς

 
Ο κόσμος δεν πιστεύει πλέον σε τίποτα. Και το χειρότερο. Έχει καταλάβει πως οι πιστωτές αποφασίζουν γι’ αυτόν. Νοιώθει πως ντόπιοι και ξένοι τον έχουν κοροϊδέψει, πως του έχουν πει ψέματα. Έχει χάσει την εμπιστοσύνη του σ’ αυτό το απαξιωμένο πολιτικό σύστημα. Δεν νομίζω, λοιπόν, πως η υπομονή μπορεί να έχει όρια. Την υπομονή δεν μπορείς να την βάλεις σε ένα καλούπι, να την εγκλωβίσεις. Μπορείς να την καλμάρεις, να την τιθασεύσεις αρκεί να της εξηγήσεις μερικά πράγματα, να της πεις την αλήθεια, να της δώσεις να καταλάβει πως προσπαθείς για το καλύτερο, να την διαβεβαιώσεις με ειλικρίνεια πως όλα αυτά τα δύσκολα μια μέρα θα περάσουν. Αλλιώς θα εκραγεί. Σαν τον αέρα μέσα στο μπαλόνι που φουσκώνει και κάποτε θα σπάσει

Έχετε ήδη σκεφθεί πώς θα συνεχίσετε τη γραπτή διαδρομή με τις χαρακτηριστικές θεατρικές σας πινελιές παράλληλα με την ιδιότητά σας ως λειτουργός της ιατρικής επιστήμης;

Όχι, δεν έχω σκεφτεί ακόμη ποια θα είναι η διαδρομή αυτή. Ιατρική και συγγραφή, θέλω να πιστεύω, θα έχουν μια παράλληλη πορεία για όσα χρόνια ακόμα θα είμαι γερός, υγιής και θα μπορώ να προσφέρω αυτά που έχω μέσα στην καρδιά και την ψυχή μου. Δεν μπορώ να κάνω μακρόπνοα σχέδια. Όσο εργάζομαι ακόμα σαν λειτουργός της Ιατρικής, πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη, θα προσπαθήσω να είμαι δίπλα στον άρρωστο. Ελπίζω στο μέλλον η ζωή να μου χαρίσει στιγμές διάθεσης, εσωτερικής παρόρμησης, ανάγκης για έκφραση. Να παραμείνει για πολλά χρόνια ακόμη  αυτή η σπίθα μέσα μου. Αυτό το “κέφι” που έρχεται απροειδοποίητα, με τινάζει σαν ηλεκτρική εκκένωση και με αναγκάζει να πιάσω ένα μολύβι κι ένα χαρτί και να αρχίσω να γράφω. Αυτό το “κέφι” που με τσιμπά σαν κεντρί μέλισσας και με καθίζει  μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και αρχίζω να πληκτρολογώ. Θα αναφέρω πάλι τα λόγια του Άντον Τσέχωφ : “Η Ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου και η Λογοτεχνία η ερωμένη μου”. Ειλικρινά δεν ξέρω για πόσο καιρό θα μπορέσουν να… συνυπάρξουν αρμονικά δίπλα μου και σύζυγος και ερωμένη. Θα ήθελα να ήταν για πάντα…



*Το βιβλίο του Ζάχου Βασιλείου “Επέτειος Γάμου και άλλες θεατρικές ιστορίες” κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις “Ανάτυπο”.  

*Πηγή φωτογραφιών 1,2,5,6,8,9,10: Προσωπικό αρχείο Ζάχου Βασιλείου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου