Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Ελένη Γαληνού: “Τα πάντα στη ζωή μας είναι πίστη!”



Πάνω στο γραφείο βρίσκεται μια στοίβα από παλιά βιβλία με εξώφυλλα στις αποχρώσεις του μπεζ, του κόκκινου, του καφέ και του γκρι. Λίγα εκατοστά πιο πέρα, λευκά χαρτιά, ένα λεξικό, ένα ζευγάρι γυαλιά. Και σε θέση δεσπόζουσα, στο κέντρο της δρύινης επιφάνειας εκπέμπει αχνά το τεχνητό της φως η “μήτρα” που κυοφορεί τις λέξεις ή αλλιώς ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Λέξεις, οι οποίες αποτυπώνονται με μαύρο μελάνι στην οθόνη και από εκεί κατευθείαν στην καρδιά των αναγνωστών. Το βλέμμα μου περιπλανιέται τριγύρω. Από κάθε γωνιά μοιάζει να μου κλείνουν το μάτι χάρτινοι ήρωες που έχουν πάρει μέχρι στιγμής ζωή από την ξεχωριστή πένα της. Μυρωδιά από ρόφημα τριαντάφυλλο ανακατεμένο με κανέλα έρχεται από την ανοιχτή πόρτα κι εγώ πιάνω τον εαυτό μου να ρίχνει κλεφτές ματιές σε αναμνηστικές φωτογραφίες στον τοίχο, τετράδια με ζωγραφιές στα ράφια και το κουκλίστικο σερβίτσιο για τσάι που βρίσκεται στο τραπεζάκι δίπλα μου. 

“Αυτή τη φορά θα σε υποδεχτώ στο γραφείο μου, εκεί όπου κάθομαι και γράφω με τις ώρες, εκεί όπου ονειρεύομαι και είναι το καταφύγιό μου”, μου είχε πει στο τηλέφωνο πριν από λίγες ημέρες, όταν μιλήσαμε για να κανονίσουμε την ακριβή ημερομηνία και ώρα της συνέντευξης με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της μυθιστορήματος “Ακόμη θυμάμαι”. Η Ελένη Γαληνού, η συγγραφέας με καταγωγή από τη Λέσβο, που θυμάται ακόμη τα παιδικά καλοκαίρια στη θάλασσα του νησιού, τα πρώτα νεανικά σκιρτήματα, τις ανέμελες βόλτες στην πλατεία Σαπφούς, στην προκυμαία της Μυτιλήνης, αλλά και στα δρομάκια της αγαπημένης της Ερεσού, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα το πατρικό της. Είναι εκείνη, που μέσα από την ιστορία του κοριτσιού με τα ξανθά μαλλιά και το χάρισμα να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο, μας ωθεί να κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο “φυσώντας” τη σκόνη που εδώ και χρόνια κάλυπτε σαν σκοτεινός μανδύας, την πίστη μας στην αγάπη, στο όνειρο, στο να ανακαλύπτουμε τη δύναμη που φωλιάζει μέσα μας. Αρκεί να το θέλουμε. 

Σε έναν παραδοσιακό δίσκο με μπρούντζινα σκαλίσματα φέρνει τοποθετημένα με μεράκι τα φλιτζάνια μας με το αχνιστό ρόφημα τριαντάφυλλο, ασημένια κουταλάκια και πολύχρωμα πιατάκια για τα κάθε λογής γλυκίσματα που συνοδεύουν το αφέψημά μας. “Είναι κάτι που το λάτρευα από μικρή, να παίζω με τα κουζινικά και να φτιάχνω γλυκά και λιχουδιές για τις κούκλες μου και αργότερα για τους ανθρώπους που αγαπώ”, ακούγεται να καταθέτει η φωνή της. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η μεταξύ μας κουβέντα…

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

Το πρώτο που τη ρωτάω, είναι το τι είναι αυτό που πυροδότησε μέσα της την επιθυμία να ενσταλάξει ζωή στους χαρακτήρες του τρίτου κατά σειρά βιβλίου της, με τον τίτλο “Ακόμη θυμάμαι”;

«Ήθελα καταρχάς να γράψω μια ιστορία αγάπης, που θα έκανε τους αναγνώστες κλείνοντας τα μάτια και πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, σε άλλη εποχή, να φιλοσοφήσουν, να σκεφτούν, να ονειρευτούν, να αφυπνίσουν μέσα τους το ρομαντισμό, την ευαισθησία, τη δύναμη που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος και την οποία χρειάζεται να ανακαλύψει για να πάει τη ζωή του ένα βήμα παραπέρα. Όλα αυτά δηλαδή, τα οποία σήμερα “πετρώνουμε” τρέχοντας όλη την ημέρα σε δουλειές, υποχρεώσεις και αντιμετωπίζοντας κάθε είδους βάσανα. Αν καταφέρω, λοιπόν να τον κάνει να νιώσει όλα αυτά τα συναισθήματα και να πει ότι “ναι, τελικά υπάρχουν κι αυτά τα πράγματα στη ζωή”, τότε πιστεύω ότι θα έχω εκπληρώσει το σκοπό που είχα στο μυαλό μου, όταν έγραφα αυτό το μυθιστόρημα. 


»Παράλληλα, ήθελα να μιλήσω και να αναπτύξω έναν προβληματισμό για ξεχωριστές δυνάμεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι κάποιες φορές, όπως είναι για παράδειγμα η ενόραση, το χάρισμα του να παίρνεις τον πόνο ή οι διάφορες ενεργειακές θεραπείες, που ιδίως τη δεδομένη χρονική στιγμή, έχουν μπει αρκετά στη ζωή μας. Έτσι, σκέφτηκα, ότι αν το έγραφα στο σήμερα, θα έπρεπε να τοποθετήσω αυτό το κομμάτι της θεραπείας σε μια άλλη λογική βασισμένη ίσως σε κάποια μεταφυσική θεωρία, οπότε πηγαίνοντάς το πίσω στο χρόνο –όταν δεν υπήρχαν όλα αυτά– θα μπορούσα να το εντάξω στο κομμάτι του θρύλου αφήνοντας τον καθένα να το δει όπως θέλει. Να σταθεί και να το επεξεργαστεί ή απλά να το προσπεράσει βλέποντάς το σαν παραμύθι, όπως το αποκαλεί άλλωστε και η ίδια η καλόγρια που αφηγείται την ιστορία».

Όση ώρα μου μιλάει, έχω στα χέρια μου το βιβλίο, το οποίο στάθηκε πιστός μου φίλος όλο το προηγούμενο διάστημα. Ακόμη θυμάμαι πόσες ώρες χανόμουν στις σελίδες του και όση κι αν ήταν η κούραση στο τέλος της ημέρας, εξανεμιζόταν μονομιάς. Σε μια από αυτές, οι λέξεις που κοσμούν το περιεχόμενό της, μου ψιθύρισαν πως “…όσο κι αν οι καιροί αλλάζουν, κάποια πράγματα έχουν τον τρόπο να παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου…”. Ένα από αυτά είναι και το στοιχείο της πίστης, που απλώνεται σαν φωτεινό πέπλο πάνω από εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα που παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από τη δράση των ξεχωριστών αυτών γυναικών, οι οποίες διαμορφώνουν την πλοκή της ιστορίας.

«Τα πάντα στη ζωή μας είναι πίστη! Η πίστη όχι μόνο προς το Θεό, αλλά και σε ένα σκοπό, σε μια ιδέα, σε ένα όραμα. Η πίστη είναι αυτή που ενεργοποιεί τα πάντα. Η πίστη και η αγάπη. Η αγάπη που σε δένει με τους ανθρώπους γύρω σου, η αγάπη που έρχεται και μετά τον έρωτα, η αγάπη που έχει η Χάρις –η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου– ακόμη και για το σκυλί της. Και αυτό το ίδιο της το χάρισμα, το να απορροφά δηλαδή τον πόνο με ένα και μόνο άγγιγμά της, κι αυτό στην πίστη στηρίζεται. Με την πίστη έλκεται και με την πίστη απωθείται. Και όταν κάποια στιγμή εκείνη χάνει το χάρισμά της, το χάνει επειδή έπαψε να πιστεύει σε αυτό. Για να επανέλθει το χάρισμα, αρκεί μόνο να επανέλθει η πίστη. Αλλά και χωρίς αυτό, εκείνη συνεχίζει και αγωνίζεται με όπλο της την αγάπη. Και η αγάπη έχει πολύ μεγάλη δύναμη. Είναι η μεγαλύτερη κινητήρια δύναμη στο Σύμπαν»

Σαν άνθρωπος, που στη μάχη μεταξύ αγάπης και λογικής πάντοτε τάσσομαι υπέρ της πρώτης, δεν χρειάζομαι παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο της ώρας για να επιβεβαιώσω του λόγου το αληθές με ένα νεύμα μου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που μοιράζεται μαζί μου αυτά τα λόγια. Κι αμέσως μετά, τη σκυτάλη παίρνει η επόμενή μου ερώτηση. Το “μοναστήρι στον βράχο”, όπου ζουν οι πέντε μοναχές της ιστορίας, θεωρείται κακορίζικο και στοιχειωμένο. Το ξανθό κορίτσι με το χάρισμα αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Προλήψεις, δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις. Μέχρι ποιο βαθμό τους επιτρέπουμε σήμερα να υφαίνουν με το σκουρόχρωμο “νήμα” τους, τον ιστό της ζωής μας;

«Η μόρφωση αποβάλλει την προκατάληψη και σε κάνει να βλέπεις τα πάντα με πιο στοχαστικό μάτι. Υπάρχουν όμως ακόμη πολλοί άνθρωποι που έχουν αρκετό φόβο για το άγνωστο και όλα εκείνα τα πράγματα που τα θεωρούν “σκοτεινά”. Από τη μια μεριά θέλουν να τα προσεγγίσουν και από την άλλη θέλουν να κρατήσουν μια απόσταση. Είναι δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να τα αντιμετωπίσει και να τα διαχειριστεί, όπως εκείνος κρίνει σωστό για τον εαυτό του. Ακόμη και οι ίδιες οι μοναχές της ιστορίας –η Δομινίκη, η Μαρία, η Χρυσοστόμη, η Ορθοδοξία και η Αικατερίνη– οι οποίες καθοδηγούνται να μορφώνονται, σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία δεν μορφώνονταν εύκολα οι γυναίκες, ακόμη κι αν δεν πιστεύουν σε κάτι, έχουν όμως τη θέληση να το σεβαστούν και να το κατανοήσουν ψάχνοντας μέσα τους με τη βοήθεια της μόρφωσης. Έτσι σταματούν να φοβούνται καταστάσεις που δεν μπορούν να ερμηνεύσουν με τη λογική, όπως για παράδειγμα το χάρισμα του νεαρού κοριτσιού. Η ίδια η ηγουμένη μάλιστα λέει σε κάποιο σημείο του βιβλίου ότι: “Ακόμη κι αν δεν μπορώ να εξηγήσω αυτό που συμβαίνει, μπορώ όμως να το προστατεύσω, γιατί δεν βλέπω κάτι κακό μέσα σε όλο αυτό”

  
Δυο γυναίκες, η μοναχή Δομινίκη και η Πέρσα, μια απλοϊκή γυναίκα που μένει στο χωριό έχοντας κι εκείνη το δικό της χάρισμα, εμφανίζονται σε αρκετά σημεία του μυθιστορήματος και συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Τι ενσαρκώνουν οι δυο αυτές φιγούρες;

«Η μία εκπροσωπεί τη θρησκεία με την παραδοσιακή της μορφή και η άλλη τη θρησκεία με τη σύγχρονη μορφή και τις προεκτάσεις της. Είναι τα δύο αντίθετα αλλά συγχρόνως και τα δύο αλληλοσυμπληρούμενα, γιατί οι θρησκείες δεν είναι διαφορετικές, εμείς οι άνθρωποι τις αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά. Ο Θεός είναι ένας. Εμείς του αλλάζουμε όνομα και υπόσταση και τον τοποθετούμε εκεί, όπου μπορούμε να τον κατανοήσουμε. Ο Θεός, όμως είναι τα πάντα. Όσο πιο πολύ προσπαθείς να τον εξηγήσεις, τόσο περισσότερο τον περιορίζεις», μου απαντά σπέρνοντας το σπόρο για να σκεφτεί αργότερα ο καθένας μας ποια είναι τα όρια που βάζουμε κατά καιρούς στην απεραντοσύνη της πίστης.

Σημαντικό ρόλο στην πορεία όλων μας διαδραματίζει και ο έρωτας, η δύναμη της αληθινής αγάπης που ενεργοποιεί το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μας και μας ωθεί στο να επαναπροσδιορίζουμε το τι είναι αυτό που πραγματικά θέλουμε από τη ζωή. Έναν τέτοιο έρωτα βιώνει και η Χάρις. Ωστόσο, κάποια στιγμή αναγκάζεται να επιλέξει μεταξύ του έρωτα που μεταμορφώνει, και της δύναμης που πηγάζει από το χάρισμά της. Αξίζει να θυσιάζουμε αυτό που είμαστε, θαμπωμένοι από το εκτυφλωτικό φως της αληθινής αγάπης;

«Όταν εισέλθει στην καρδιά σου ο έρωτας, ξεχνάς τα πάντα. Είναι κάτι απόλυτα συγκλονιστικό, το οποίο μπορείς να καταλάβεις μόνο όταν το ζήσεις. Τότε μόνο είσαι σε θέση να διαπιστώσεις σε τι περιπέτειες μπορεί να σε βάλει, πόσες φορές μπορεί να σε κάνει να αναθεωρήσεις, πόσο χαμηλά μπορεί να σε φτάσει ή πόσο πολύ μπορεί να σε εξυψώσει. Άνθρωπος που δεν ερωτεύτηκε, δεν έζησε! Επομένως, και βέβαια αξίζει! Η Χάρις το πίστευε το χάρισμά της και το υπηρέτησε μέχρι που μπήκε στη ζωή της αυτή ακριβώς η ανώτερη δύναμη, ο έρωτας και η αγάπη. Οι μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις στο Σύμπαν. Ο καθένας έχει στη ζωή το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης. Ωστόσο, ποτέ δεν το απαρνιέται το χάρισμά της αυτό, απλά από ένα σημείο κι έπειτα το υπηρετεί με άλλη μορφή. Εξακολουθεί να βοηθάει τους ανθρώπους έστω και με τα δυο απλά της χέρια πλέον, αψηφά τους κινδύνους και τις κακουχίες και τρέχει να συνδράμει και στο μέτωπο του πολέμου. Πάντα να προσφέρει, να ανακουφίσει, να συμπαρασταθεί, όπως και όπου μπορεί».

Το απόγευμα έχει πια παραχωρήσει τη θέση του στο βράδυ, την ώρα που ο ουρανός ετοιμάζεται να υποδεχτεί το φεγγάρι, το οποίο καθώς περνούν τα λεπτά, γεμίζει με τη χαρακτηριστική χρυσαφένια του μπογιά. Εκείνη τη στιγμη περνάει από το μυαλό μου άλλο ένα σημείο του βιβλίου, όπου διάβασα πως η μεγαλύτερη μάχη του ανθρώπου είναι το να φτάσει να εκπληρώσει το έργο του, για ό,τι είναι ταγμένος ο καθένας μας”. Πόση δύναμη χρειάζεται να διαθέτει κανείς για να συνεχίζει ακάθεκτος την αποστολή του, όταν τα πάντα και όλοι γύρω του δοκιμάζουν συνεχώς την πίστη του σε αυτήν;

«Πιστεύω ότι τη μοίρα σου πρέπει να την ανακαλύψεις, να την αντέξεις και να την εκπληρώσεις. Όλοι οι άνθρωποι έχουν να εκπληρώσουν έναν υψηλό σκοπό για τον οποίο ίσως τελικά και να αξίζει τον κόπο να παλέψει κανείς λίγο παραπάνω προκειμένου να τον φτάσει μέχρι το τέλος. Ο ίδιος σου ο εαυτός γνωρίζει πολύ καλά αυτό που θέλει πραγματικά να κάνει, αρκεί να αφουγκράζεσαι τις ανάγκες του. Αν όμως κάπου στην πορεία, το μέσα σου σου λέει να εκπληρώσεις κάτι άλλο, κάνεις στροφή και κάνεις κάτι άλλο. Μερικές φορές βλέπουμε έναν σκοπό και χρειάζεται να παραμείνουμε πιστοί σε αυτόν, ενώ άλλες πάλι φορές πρέπει ίσως να αλλάξουμε δρόμο. Ο σκοπός στη ζωή μας δεν είναι πάντα ένας. Δεν είναι η μοίρα εκείνη που θα έρθει και θα σε κινήσει σαν πιόνι, λέγοντάς σου ότι τώρα πρέπει να κάνεις αυτό ή το άλλο. Πρέπει εσύ να αντέξεις να το κάνεις με τη βοήθεια της ελεύθερης βούλησης. Σε περίπτωση που τα γύρω-γύρω αρχίζουν να “ροκανίζουν” αυτό που πας να φτιάξεις, πρέπει να δυναμώσεις την πίστη σου. Μερικές φορές μάλιστα είναι ακριβώς οι δοκιμασίες, αυτές που κινούν τα νήματα και που έρχονται ακριβώς για να δυναμώσει η πίστη σου»


Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται το 1940, στην καρδιά του πολέμου. Είναι η εποχή που ο άνθρωπος έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τη δύναμη της αγάπης. Ισχύει το ίδιο και σήμερα, λαμβάνοντας υπ’όψιν την παγωμένη ανάσα που στρέφει πάνω μας η πολύπλευρη κρίση;

«Δυστυχώς ούτε την αγάπη, ούτε την ανθρωπιά μας υπηρετούμε πλέον σωστά παρόλο που βλέπουμε ότι όλοι μας θέλουμε να έχουμε δίπλα μας δείγματα ανθρωπιάς, όσο συχνότερα γίνεται», τονίζει και η φωνή της χαμηλώνει, καθώς χρωματίζεται από συγκίνηση και όλα όσα φέρνουν μαζί τους οι αναμνήσεις από τις πρόσφατες επισκέψεις της στο νησί της, τη Λέσβο, εκεί όπου όπως μου εκμυστηρεύεται, “ξεβράζονται καθημερινά θαλασσοδαρμένοι άνθρωποι στη στεριά με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής να καθρεφτίζεται στα μάτια τους”. Παρά τις κακουχίες. Παρά την ταλαιπωρία. “Κι όλοι οι ντόπιοι τρέχουν να τους βοηθήσουν, δεν μπορείς να φανταστείς τι έκαναν οι άνθρωποι από το νησί για να τους βοηθήσουν όλον αυτόν τον καιρό. Δεν χάνεται η ανθρωπιά μας, αλλά να, έπρεπε να συμβεί κάτι τόσο συγκλονιστικό σαν αυτό, για να ξυπνήσει ξανά!”.

Άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να βλέπουν μέσα στην ψυχή του διπλανού τους και να του εκφράζουν την αλήθεια που βλέπουν και αισθάνονται, αντιμετωπίζονται σήμερα αρκετά συχνά, με σκεπτικισμό και καχυποψία. “...με φώναζαν μάγισσα, επειδή μπορούσα να βλέπω στις ψυχές τους, επειδή τους έλεγα αυτά που ένιωθαν. Δεν τους άρεσαν. Τους τρόμαζε η ίδια τους η αλήθεια”, αφηγείται μια από τις μοναχές. Έχουμε στις μέρες μας τα “κότσια” να κοιτάξουμε κατάματα την αλήθεια;

«Είναι γεγονός ότι δεν μας αρέσει πολύ να ακούμε την αλήθεια. Ούτε από τους ανθρώπους δίπλα μας, αλλά ούτε και από εκείνους που ενδεχομένως είναι προικισμένοι με κάποιο χάρισμα για να μπορούν να το πράττουν. Όλα όμως είναι σχετικά, αν τα παρατηρείς χωρίς να βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Για παράδειγμα, αν επισκεφθείς το Άγιο Όρος και συναντήσεις έναν καλόψυχο παππούλη, όπως ήταν ο γέροντας Παΐσιος, ας πούμε, που έχει ενόραση και σου αποκαλύπτει προφητείες, ξαφνικά τον αγιοποιείς. Επομένως εξαρτάται και πώς θα το δούμε κι εμείς όλο αυτό. “Είχε μεγάλη δύναμη να βλέπει μακριά και μέσα σου”, έτσι μου έχουν πει φίλοι μου που είχαν την τύχη να τον συναντήσουν.  


»Τέτοιοι άνθρωποι μπορούν να εκφράσουν αυτά που πολλές φορές μαρτυρούν τα μάτια μας, αλλά δεν έχουμε τη δύναμη να τα εκφράσουμε με λόγια, όπως την ενοχή ή το φόβο μας. Αυτά βέβαια δεν χρειάζεται να είσαι φωτισμένος για να τα δεις, απλά λίγο να έχεις τη διάθεση να τα προσέξεις και να τα αφουγκραστείς μέσα σου. Λίγο να ανοίξεις την καρδιά σου και να νιώσεις τι εκπέμπει ο άλλος. Και πάντοτε νιώθεις, αν αυτά που εκείνος σου λέει, είναι αληθινά. Το λένε κι αυτό τα μάτια του. Γι’αυτό υποστήριζαν παλιά πως “άνθρωπο που δεν κοιτάει στα μάτια, να μην τον εμπιστεύεσαι”. Ακόμη θυμάμαι τα λόγια της μητέρας μου πάνω σε αυτό: “ Άνθρωπος που κοιτάει τα πλάγια να μην τον εμπιστεύεσαι”…».

Η τελευταία γουλιά από το ρόφημα τριαντάφυλλο έχει εδώ και πολλή ώρα κυκλοφορήσει στις φλέβες μου και μαζί με την επίδραση που έχουν στην καρδιά μου όλα όσα ειπώθηκαν μέσα σε αυτές τις ώρες, δημιουργείται μέσα μου η αίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά. Για όλους μας. Όλα θα αλλάξουν και κάθε μας βήμα θα μας οδηγήσει στο να εκπληρώσει ο καθένας τη μοίρα του. Απλά λίγο να έχει κανείς τη διάθεση να αφουγκραστεί. Το μέσα του. Τον διπλανό του. Τη μοίρα του. Την καρδιά του. Και τότε όλα θα πάρουν το δρόμο τους.

…και κάποιες φορές, αφορμή για να ξυπνήσουν μέσα σου όλα αυτά, μπορεί να σταθεί έστω ένα και μόνο βιβλίο, που θα βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στο μονοπάτι σου καλώντας σε να αποκρυπτογραφήσεις τα πολύτιμα μηνύματα που μεταφέρει. Γραμμένο από μια γυναίκα, που μέσα από το μελάνι της πένας της μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας και που όσο υψηλό κι αν είναι τις περισσότερες φορές αυτό το τίμημα, δεν την φοβίζει, γιατί έχει μάθει από μικρή να μην κοιτάει ποτέ τα πλάγια…”



*Το βιβλίο της Ελένης Γαληνού, “Ακόμη θυμάμαι”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μίνωας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου