Γράφει
η Βίκυ Καλοφωτιά
Θέατρο Άνεσις, λίγα λεπτά πριν τις 9 το βράδυ και μετά
εικόνες, ήχοι και συναισθήματα που στροβιλίζονται σε έναν παράξενο, μεθυστικό
χορό που σε αναγκάζει να βγεις από το σώμα σου και να δεις τον εαυτό σου από
απόσταση αναπνοής.
Δεν
έχεις άλλη επιλογή παρά μέσα από τη φωνή της πρωταγωνίστριας να “κοιτάξεις”
μέσα σου και να απαντήσεις σε κάθε “γιατί” των μέχρι τώρα πεπραγμένων σου. Να “σκάψεις” μαζί της μέχρι να βρεις το
χρυσό κάτω από τα βουνά άνθρακα εντός σου. Μαρίνα Ασλάνογλου το όνομά της κι όμως καθώς μιλά, νιώθεις ότι
είναι κάποια άλλη. Η Σίρλεϊ Τζόουνς.
Η αφήγηση της οποίας ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια όλων όσων γίνονται μάρτυρες
μιας ιστορίας από εκείνες που αφήνουν σημάδια ανεξίτηλα στην ψυχή, γιατί κάθε
τους λέξη παραπέμπει εκεί από όπου όλα
αρχίζουν και εκεί όπου όλα τελειώνουν…σε
αυτά τα πέντε γράμματα…α…γ…ά…π…η…
“Σκάβω
μέσα μου και κομματιάζω τη μνήμη μου σε κουρέλια…”
…ακούγονται εκεί, επάνω στην αμυδρά φωτισμένη σκηνή που
μοιάζει λες και ξεπήδησε από τις στιγμές εκείνες της καθημερινότητας που βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την αλήθεια μέσα
σου κι όμως όλο τη “σπρώχνεις στη γωνία” για να ασχοληθείς μαζί της αργότερα.
Πιο μετά. Όταν θα είσαι αρκετά θαρραλέος για να διαχειριστείς τα θραύσματα που
πέφτουν γύρω σου από την ένταση της αντανάκλασης στον καθρέφτη του αλλοτινού
δειλού σου ειδώλου…
Μια
γυναίκα “τρώγεται με τις σάρκες της” προσπαθώντας να ξεγελάσει
τους δείκτες του ρολογιού που μοιάζουν να έχουν κολλήσει στην ίδια ώρα από τότε που η καρδιά της σταμάτησε στην
ουσία να χτυπά. Όταν άκουσε για
τελευταία φορά το κλάμα του και ένιωσε για τελευταία φορά το μαλακό του δέρμα
πάνω στα χέρια της...
Κάθε της κύτταρο αυτή τη στιγμή αδημονεί να επισπεύσει το
χρόνο αναμονής μιας απόφασης που σαν πέλεκυς την “κόβει στα δυο”, όποια κι αν
είναι η τελική ετυμηγορία των ενόρκων. Γιατί γνωρίζει ότι η υπερβολική αγάπη της έγινε στην κυριολεξία θηλιά γύρω από το τρυφερό
λαιμουδάκι του και το έπνιξε σβήνοντας τον ήχο από το γέλιο του και τη ζωή από τη
ζωή της. Μαζί με αυτόν έσβησαν όλα.
Ό,τι είχε και δεν είχε. Γιατί χωρίς
αυτόν εκείνη δεν είναι τίποτα και δεν μπορεί να υπάρξει πουθενά. Πουθενά χωρίς τον Τζόρνταν…
“Ποτέ
δεν είχα μάθει τι θα πει αγαπώ πριν έρθεις εσύ…”
Λόγια που τυλίγονται με τους σπόρους αγάπης που υπάρχουν
μέσα στον καθένα μας κάνοντας ξαφνικά όλη την αίθουσα να πάλλεται χορεύοντας νοερά
στο ρυθμό των ήχων που παράγουν όλες οι “άρπες” μαζί. Η εσωτερική άρπα του καθενός μας με τις εδώ και καιρό σκονισμένες
χορδές που αρχίζουν να αποκτούν ξανά ζωή. Και να σχηματίζονται από την
αρχή. Από μια τόση δα κουκκίδα που
παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τη δύναμη της λέξης με τα πέντε γράμματα…
Τον θυμάται να της απλώνει το χεράκι του και να σφίγγει
μέσα σε αυτό το δικό της χέρι για
να νιώσει ασφάλεια. Και ότι τον αγαπούν. Και
ότι δεν θα αφήσουν κανέναν ποτέ να του κάνει κακό. Γιατί εκείνη είναι η μανούλα του που δεν θα φύγει από δίπλα του ποτέ, ο
κόσμος να χαλάσει. Και αλίμονο σε
αυτόν που θα τον πειράξει. Γιατί τότε θα έχει να κάνει μαζί της. Εκτός κι
αν πρόκειται για την ίδια… Μα όμως εκείνη δεν θα του έκανε ποτέ κακό, γιατί τον
αγαπά. Υπερβολικά. Είναι η ανάσα της, το
σπλάχνο της, η ζωή της η ίδια…
Ήταν αυτή εκείνη που του χάρισε το λούτρινο λαγουδάκι με
το καμπανάκι στο λαιμό που δεν το αποχωριζόταν ποτέ ούτε στον ύπνο του. Άπλωνε
τα μικροσκοπικά του χεράκια και περίμενε να τον πάρει στην αγκαλιά της και τότε
εκείνη ένιωθε ότι είχε τον κόσμο όλο,
ότι ό,τι κι αν συνέβαινε, ποτέ τίποτα δεν θα την έκανε να τον αποχωριστεί.
Αυτή ήταν που τον τύλιγε στην αγκαλιά της για να τον
προστατέψει από το ξέσπασμα οργής ενός ανθρώπου που είχε παραδώσει τα ηνία της
ζωής του στη νοσηρή αγκαλιά του ποτού. Του
ανθρώπου που τα χαρτιά έγραφαν ότι ήταν ο πατέρας του. Μόνο τα χαρτιά όμως, γιατί σαν αληθινός πατέρας δεν του στάθηκε ποτέ.
Σε κανέναν από τους δεκατρείς μήνες της ζωής του. Ούτε όταν ήταν ακόμη έμβρυο
στην κοιλιά της, ούτε από τότε που τα ματάκια του αντίκρισαν για πρώτη φορά τον
ήλιο.
“Κοίτα,
Τζόρνταν, αυτό είναι φως. Ο Θεός μάς χαμογελάει…”
Του το ψιθύριζε κι εκείνος της χαμογελούσε. Κάθε φορά που
τρύπωνε μια μικρή δέσμη φωτός από τη χαραμάδα στο παράθυρο του μικρού και
σκοτεινού σπιτιού που είχε γίνει το καταφύγιό τους. Του σπιτιού που φιλοξένησε τα
γέλια και τη χαρά του, τη χαρά και των δυο τους, όποτε εκείνη τον έσφιγγε στην αγκαλιά της. Του
σπιτιού που σίγησε μαζί με το σβήσιμο του γέλιου του. Τότε. Όταν ο “στα χαρτιά πατέρας” απείλησε να της
στερήσει το οξυγόνο από τη ζωή της. Την
ίδια της τη ζωή. Τη ζωή που
συντηρείται στη ζωή από τη ζωή που κυοφόρησε στην κοιλιά της για εννέα μήνες.
Τη ζωή που χάρισε. Όλη της η ζωή δική του. Και όλη του η
ζωή με εκείνη να τον νανουρίζει με τα πιο όμορφα και γλυκά τραγούδια κρατώντας
τον στην αγκαλιά της. Το μωρό της.
Μαζί να περπατούν στην ακροθαλασσιά ακούγοντας τον ήχο
από τα κύματα να τους φανερώνει τα μυστικά του ωκεανού.
…και ξαφνικά καταιγίδα, τα κύματα σκάνε στα βράχια
μανιασμένα, μια σύντομη λάμψη και μετά σκοτάδι πυκνό.
Τα
κύματα τους οδήγησαν στα σπλάχνα της θάλασσας…της θάλασσας που και
οι δύο λάτρευαν.
Πρώτα εκείνον και μετά εκείνη…με τα ίδια της τα χέρια…
* Η θεατρική παράσταση “Τζόρνταν”, είναι
μια μαρτυρία, βασισμένη στην αληθινή ιστορία της κρατούμενης στη φυλακή,
παιδοκτόνου και αποτυχημένης αυτόχειρα, Σίρλεϊ
Τζόουνς.
Ερμηνεία: Μαρίνα
Ασλάνογλου
Μετάφραση:
Μάριος Πλωρίτης
Απόδοση
- Σκηνοθεσία: Νίκος Μαστοράκης
Βοηθός
σκηνοθέτη: Νίκη Κακιρδάκη
Φωτισμοί:
Αντώνης Τσεβάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου