Στις αρχαιότερες πόλεις της Αρκαδίας συγκαταλέγεται η αρχαία Μαντίνεια, την οποία ο Όμηρος ονομάζει ερατεινή, δηλαδή αξιαγάπητη. Οι ανασκαφές που πραγματοποίησε στη περιοχή η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, από το 1887 έως το 1889, έφεραν στο φως ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα δημοσίων κτιρίων, τα οποία δεσπόζουν στη μαντινειακή πεδιάδα.
Του Ανδρέα Π. Αναγνωστόπουλου
Αρχαιολογικός χώρος
Ο αρχαιολογικός χώρος απέχει 14 χιλιόμετρα από την
Τρίπολη και περιλαμβάνει την αγορά, το επιβλητικό βουλευτήριο αλλά και το
αρχαίο θέατρο, που δεσπόζει στο δυτικό άκρο της Αγοράς. Αξίζει να σημειωθεί ότι
είναι από τα λίγα αρχαία ελληνικά θέατρα που έχουν κατασκευαστεί σε επίπεδο
έδαφος και όχι σε λόφο. Γι’ αυτό και έχει ισχυρό αναλημματικό τοίχο που
συγκρατεί την τεχνητή επίχωση.
Το υλικό κατασκευής του μαντινειακού θεάτρου είναι ντόπιος ασβεστόλιθος και λευκό μάρμαρο. Η σκηνή του διατηρείται ανέπαφη σχεδόν, επιτρέποντας και στις ημέρες μας την πραγματοποίηση παραστάσεων. Το ίδιο ακέραια είναι η ορχήστρα του και οι πρώτες σειρές των εδωλίων του κοίλου. Το θέατρο άρχισε να χτίζεται το 370 π.Χ., αλλά οπωσδήποτε οι εργασίες για τον εξωραϊσμό του συνεχίστηκαν και επί των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, τουλάχιστον μέχρι το 222 μ.Χ.
Στην αρχική του μορφή, το εν λόγω θέατρο χωρούσε πάνω από 6.000 θεατές. Πρόκειται για εντυπωσιακό δείγμα μνημειακής αρχιτεκτονικής και η θέση του είναι προνομιακή. Το ήπιο πεδινό τοπίο που αγκαλιάζει το θέατρο και οι επιβλητικοί ορεινοί όγκοι δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο απέραντης ομορφιάς. Το θέατρο, αυτό το κόσμημα από πέτρα, διηγείται ακόμα την ιστορία της «μεγίστης» Μαντίνειας.
Γραμματική της λέξης Μαντίνεια
Η λέξη "Μαντίνεια" τονίζεται στην προπαραλήγουσα. Ο τονισμός "Μαντινεία", που αναφερόταν συχνά κατά το παρελθόν, είναι εσφαλμένος και προέρχεται από κακή αντιστοίχιση της ονομαστικής "η Μαντίνεια" με την γενική "της Μαντινείας" στην καθαρεύουσα.
Ιστορία της πόλης
Κατά την παράδοση, η
αρχαία Μαντίνεια ονομάσθηκε έτσι από τον ήρωα Μαντινέα, γιο του βασιλιά της Αρκαδίας, Λυκάονα. Η Μαντίνεια αποτελούσε στην αρχή ένωση πέντε
δήμων με πρωτεύουσα την ακρόπολη Πτόλη. Η πόλη συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο όπου αμέσως μετά οι
κάτοικοί της συγκεντρώθηκαν σε μια πόλη δημιουργώντας
Πολιτεία, ο δε κάτοιικός της λεγόταν "Μαντινεύς".
Η πόλη βρισκόταν νότια του Ορχομενού και βόρεια της Τεγέας. Όλη η περιοχή της ονομαζόταν "Μαντική" και καταλάμβανε όλη
τη σημερινή πεδιάδα της Τρίπολης, που εκτείνεται ακριβώς μέχρι τη θέση της αρχαίας Μαντίνειας.
Τα ερείπια της αρχαίας Μαντίνειας που βρίσκονται στο κάμπο γύρω από την Τρίπολη καλούνται σήμερα Παλαιόπολη και με την ίδια ονομασία Μαντίνεια φέρεται επαρχία της Αρκαδίας, η οποία πήρε το όνομά της από την Αρχαία Μαντίνεια.
Στους προϊστορικούς χρόνους η πόλη βρισκόταν στην περιοχή
που σήμερα ονομάζεται «Γκορτσούλι»,
διότι εκεί υπάρχουν προϊστορικά κτίσματα καθώς και αξιόλογα ιερά των ιστορικών
χρόνων.
Στα ελληνιστικά χρόνια, η πόλη μετονομάσθηκε σε Αντιγόνεια από τον Μακεδόνα βασιλιά Αντίγονο Γ΄, μετά από τη νικηφόρα έκβαση στη μάχη της Σελλασίας το 222 π.Χ. Έκτοτε, η αρχαία Μαντίνεια έκοψε πολλά νομίσματα με την επιγραφή ΑΝΤΙΓΟΝΕΩΝ ΜΑΝΤΙΝΕΩΝ. Αργότερα, στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, επανήλθε η παλαιότερη ονομασία της πόλης.
Βάση της Μαντίνειας
Η Βάση της
Μαντίνειας είναι σειρά ανάγλυφων πλακών που ανακαλύφθηκαν στη Μαντίνεια και
φιλοξενούνται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα. Τρία ανάγλυφα
ανακαλύφθηκαν το 1887 στις ανασκαφές που διενήργησε η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή με τον Γκυστάβ Φουζέρ στη Μαντίνεια.
Βρέθηκαν ανάμεσα στα ερείπια μιας Βυζαντινής
εκκλησίας, στην οποία χρησίμευαν ως μαρμάρινα πλακάκια στο δάπεδο.
Μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο υπό την διεύθυνση του Παναγή
Καββαδία, όπου εκτίθενται μέχρι τις ημέρες μας.
Περιγραφή της Βάσης
Τα ανάγλυφα είναι κατασκευασμένα από λευκό μάρμαρο, ίσως από τα Άνω Δολιανά κοντά στην Τεγέα. Το
πρώτο ανάγλυφο εικονίζει στα αριστερά τον Απόλλωνα, καθισμένο σε βράχο, με μια
μεγάλη λύρα ακουμπισμένη στο γόνατο. Είναι ντυμένος με μακρυμάνικο χιτώνα και
ιμάτιο, ενώ η κώμη του καταλήγει σε μακριές μπούκλες. Στα δεξιά του Απόλλωνα, ένας γενειοφόρος γυμνός άνδρας παίζει τον
δίαυλο. Η στάση του θυμίζει το γνωστό θέμα του Μαρσύα του Μύρωνα.
Στο κέντρο του ανάγλυφου εικονίζεται ένας γενειοφόρος νεαρός άνδρας με κάλυμμα στο κεφάλι, χιτώνα με μανίκια
και υποδήματα. Κρατάει μαχαίρι στο δεξί χέρι. Από την όλη του εμφάνιση
αναγνωρίζουμε το θέμα του Σκύθη δούλου που είναι έτοιμος να εκτελέσει την
τιμωρία του Μαρσύα.
Στις επόμενες δύο ανάγλυφες πλάκες αναγνωρίζουμε έξι από τις εννέα Μούσες που κρατούν μουσικά όργανα, κυλίνδρους και παπύρους. Στο τέταρτο ανάγλυφο, που λείπει, πιστεύεται ότι εικονίζονταν οι υπόλοιπες τρεις Μούσες.
Ιστορικό
Ο περιηγητής
Παυσανίας αναφέρει στην περιγραφή της Μαντίνειας έναν διπλό ναό στην
νοτιοανατολική πύλη εισόδου, του οποίου το μισό ήταν αφιερωμένο στον Ασκληπιό και το άλλο μισό στη Λητώ. Αναφέρει επίσης
ότι τα αγάλματα, που ήταν έργα του Πραξιτέλη, ήταν τοποθετημένα σε βάση, με
θέμα τον αυλητή Μαρσύα με μια Μούσα.
Αν και η περιγραφή αυτή δεν συμφωνεί ως προς τον αριθμό και την απόδοση του
ευρήματος, πιστεύεται ότι τα τρία ανάγλυφα, μαζί με ένα τέταρτο που δεν έχει
βρεθεί, διακοσμούσαν την βάση που αναφέρει ο Παυσανίας.
Πηγές:
Νικόλαος Καλτσάς, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αθήνα, ΟΛΚΟΣ, 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου