Λίγο πριν το ρολόι δείξει τρεις το μεσημέρι, μια
χειμωνιάτικη ημέρα που έχει κάτι από άνοιξη έτσι όπως φαίνεται να “κλείνει το
μάτι” ο ήλιος από ψηλά στον ουρανό, κατευθύνομαι πεζή προς την πλατεία μιας από
τις πλέον πυκνοκατοικημένες συνοικίες της Αθήνας. Τη γειτονιά των Εξαρχείων,
όπου έμενε άλλοτε ο Κωστής Παλαμάς επί της οδού Ασκληπιού, ο Κάρολος Κουν στην
οδό Λυκαβηττού και η Σοφία Βέμπο, ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Δημήτρης Χορν, στη
φημισμένη “Μπλε πολυκατοικία” στη γωνία πλατείας Εξαρχείων και οδού Αραχώβης. Εκεί
έχουμε δώσει ραντεβού με την ηθοποιό,
Ασπασία Κοκόση. Τη γυναίκα, που αυτή
την περίοδο, μέσα στο θεατρικό βαγόνι του Θεάτρου
“Τρένο στο Ρουφ” και στο πλαίσιο της παράστασης “Ερωμένες στον Καμβά” δίνει
πνοή ζωής σε μια άλλη γυναίκα, τη “Φορναρίνα”,
η οποία αποτέλεσε για πολλά χρόνια τη μούσα και ερωμένη του κορυφαίου Ιταλού
ζωγράφου της Αναγέννησης, Ραφαήλ. Αυτή ήταν που απεικόνισε στον φημισμένο ομότιτλο
πίνακά του. Η Φορναρίνα ή αλλιώς Μαργκερίτα Λούτι, η όμορφη κόρη ενός
φούρναρη με το όνομα Φραντσέσκο Λούτι από τη Σιένα, που είχε το αρτοποιείο του
στην περιοχή Τραστέβερε της Ρώμης.
Με τις φωνές παιδιών που παίζουν σε απόσταση λίγων μέτρων
δίπλα μας, κουβέντες από παρέες ηλικιωμένων κυρίων που κάθονται στο παγκάκι για
να απολαύσουν το καθιερωμένο καφεδάκι και τιτιβίσματα πουλιών στα δέντρα γύρω
από την πλατεία, καθόμαστε σε μια καφετέρια με πολύχρωμα μαξιλάρια στις
καρέκλες και αντικείμενα από τη δεκαετία του ’60 στους τοίχους και το
δημοσιογραφικό μου κασετοφωνάκι αρχίζει να καταγράφει την κάθε της λέξη. Για το
θέατρο, το σκοπό που έβαλε από μικρό κοριτσάκι, να χαρίζει στους άλλους ανθρώπους
το χαμόγελο, τους ρόλους που υποδύθηκε, το πέπλο της οικονομικής κρίσης που
τυλίγει τη ζωή μας, την απόλυτη αγάπη. Το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι κατέγραφε
και η ψυχή είχε ανοίξει διάπλατα την πόρτα της και αφουγκραζόταν…
Συνέντευξη
στη Βίκυ Καλοφωτιά
Έχοντας διαβάσει πριν από λίγο καιρό, μια παλαιότερη
συνέντευξή της, στην οποία είχε δηλώσει ότι η δουλειά του ηθοποιού που εξασκεί τα τελευταία δέκα χρόνια, την κάνει
να “ονειρεύεται, να ελπίζει και να
πιστεύει πως όλα στο τέλος θα πάνε καλά”, αρπάζω την ευκαιρία για να
της ζητήσω να μοιραστεί με τους αναγνώστες ποια
είναι η μαγική συνταγή για να συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν χρειάζεται να
περάσουν παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα πριν μου απαντήσει με τη χαρακτηριστική
της ειλικρίνεια που αφοπλίζει, πως “η
μαγική συνταγή εξαρτάται από τον άνθρωπο. Εγώ είμαι φύσει αισιόδοξη, απεχθάνομαι
τη μιζέρια, θέλω να πιστεύω ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε ως ένα σημείο και
μόνοι μας την τύχη μας φτάνει να αναλάβουμε δράση και να μην επαναπαυόμαστε.
Από εκεί κι έπειτα, είμαι την ίδια στιγμή και αυστηρή με τον εαυτό μου,
φροντίζω να διεκδικώ το δίκιο μου αλλά και να διατηρώ τον αυθορμητισμό μου και
προσπαθώ μέσα από τις επιλογές μου να βρεθώ κάποτε εκεί, όπου έχω ονειρευτεί να
βρεθώ”.
Βλέποντάς την να εκπέμπει τόση αισιοδοξία και πίστη, ότι
παρά τις δυσκολίες είναι σε αρκετές περιπτώσεις στο χέρι μας να κάνουμε τις
καταστάσεις να λειτουργήσουν υπέρ μας, της περιγράφω μια εικόνα, με την οποία δυστυχώς,
οι περισσότεροι ηθοποιοί στην Ελλάδα –και ιδίως σήμερα– είναι πλέον εξοικειωμένοι. Το τηλέφωνο χτυπάει σπάνια για κάποια πρόταση
συνεργασίας, τα χρήματα αρκούν μόνο για τα απολύτως απαραίτητα, το μέλλον
χτισμένο σε θεμέλια που τρίζουν. Πώς αντιμετωπίζει εκείνη αυτή την κατάσταση;
“Όλα
σε αυτή τη δουλειά και σε αυτή τη ζωή είναι ένα ρίσκο”, μου
απαντά και συνεχίζει λέγοντας ότι “πρόκειται
για μια δουλειά που δεν είναι δουλειά, αλλά μια ανάγκη. Την κάνεις, πρώτα απ’όλα
γιατί έχεις ανάγκη να εκφραστείς, έχεις ανάγκη να υπάρξεις μέσα σε αυτό που
λέγεται θέατρο, γιατί έχεις κολλήσει ένα “μικρόβιο”, το οποίο αν δεν το
εξασκείς, είσαι άρρωστος, βλέπεις τους τοίχους του σπιτιού σου και λες, σε
ποιον τοίχο θα χτυπήσω τώρα το κεφάλι μου. Με λίγα λόγια, αν δεν την κάνεις,
δεν είσαι ευτυχισμένος, οπότε προσπαθείς να ξεπερνάς τα όποια εμπόδια και να
ελπίζεις στο καλύτερο κουνώντας όμως κι εσύ το χεράκι σου. Μέσα σε αυτό το
επάγγελμα μαθαίνεις εκτός των άλλων, να ψάχνεις συνεχώς για δουλειά, μαθαίνεις να
περιμένεις το τηλέφωνο, καλλιεργείς πράγματα που σε πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα”.
Οι παρέες στα διπλανά τραπέζια έχουν αρχίσει να γίνονται
όλο και περισσότερες κι εμείς εκεί, απτόητες, να προσπαθούμε να χωρέσουμε σε
λίγες ώρες όλα όσα εκείνη νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί και όλα όσα εγώ θέλω
να μάθω. Και θέλω να μάθω πολλά. Τη μεταφέρω στην εποχή, κατά την οποία ένα
μικρό κοριτσάκι αποχαιρετά για πάντα τον πατέρα του, και τότε είναι που συνειδητοποιεί
ότι θέλει να γίνει ηθοποιός για να κάνει
τους άλλους να ξεχνούν τη λύπη τους και να γελούν. Σήμερα, φέρνοντας στο
νου της τη μέχρι τώρα καλλιτεχνική της διαδρομή, κατά πόσο νιώθει ότι πέτυχε τον παραπάνω στόχο, η ενήλικη πλέον
Ασπασία;
“Πιστεύω,
ότι το έχω καταφέρει αυτό σε ό,τι έχω κάνει μέχρι στιγμής σε αυτή τη δουλειά
και μου αρέσει πάρα πολύ, γιατί το εισπράττεις εκείνη την ώρα αυτό το
συναίσθημα που δημιουργεί μέσα σου το να κάνεις τους άλλους να γελούν. Ωστόσο,
μεγαλώνοντας διαπιστώνω ότι ο στόχος μου δεν είναι μόνο το γέλιο, αλλά και αυτό
που κρύβεται πίσω από αυτό. Αυτό το κομμάτι που προσπαθείς να κρύψεις σαν άνθρωπος
μέσα σε κάθε ρόλο και το οποίο θεωρώ ότι έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από
αυτό που επιτρέπεις και θες να βγάλεις στην επιφάνεια. Όσο περνούν τα χρόνια,
δεν φοβάσαι να το αποκαλύψεις κι αυτό. Δεν είναι κάτι άσχημο να δει ο άλλος και
τον πόνο σου. Γενικότερα πάντως νομίζω ότι δεν έχω κάνει τίποτε από όλα αυτά
που ονειρεύομαι και έχω πάρα πολλά να κάνω ακόμη!”.
Και τι είναι αυτό
που κάνει εκείνη, σαν ύπαρξη, να χαμογελά;, είναι η αμέσως επόμενη ερώτησή
μου.
“Το
να είναι καλά και ευτυχισμένοι οι άνθρωποι που αγαπώ, να βρίσκομαι με τους
φίλους μου, να γελάμε, να τρώμε, να πίνουμε, να μιλάμε, να είμαι ήρεμη, να έχω
τη δουλειά μου, την υγεία μου και να μπορώ να κάνω όλα αυτά που μου αρέσουν και
με ευχαριστούν. Απλά πράγματα, που αρέσουν σε όλους τους ανθρώπους”, απαντά
αυθόρμητα και καθώς το σκέφτομαι, με βρίσκει κάτι παραπάνω από σύμφωνη.
Όση ώρα μου μιλά και ξετυλίγει το νήμα της σκέψης της
πίνοντας κάθε τόσο γουλιές από το ποτήρι με την μπίρα που βρίσκεται μπροστά
της, φέρνω στο μυαλό μου εικόνες και σκηνές από εκείνη, στο ρόλο της ως “Φορναρίνα”, στην παράσταση “Ερωμένες
στον Καμβά”, όπου συμπρωταγωνιστεί με την ηθοποιό, Σοφία Καψούρου,
που υπογράφει και το κείμενο και υποδύεται τη Ζαν Εμπιτέρν, μούσα και ερωμένη του επίσης ζωγράφου Μοντιλιάνι, σε σκηνοθεσία του Παναγιώτη Παναγόπουλου. Γυναίκες που θυσιάζουν τη
ζωή τους ολόκληρη για μια αγάπη που αφήνει πάνω τους παντοτινά τα ανεξίτηλα
χνάρια της. Υπάρχουν σήμερα τόσο
αληθινές και δυνατές αγάπες ή έχουμε μάθει να δίνουμε και να παίρνουμε αγάπη με
το σταγονόμετρο;
“Και
βέβαια υπάρχουν αγάπες αληθινές και δυνατές και μια τέτοια αγάπη ζω κι εγώ αυτή
τη στιγμή στη ζωή μου! Ο ορισμός της απόλυτης αγάπης! Είναι βέβαια και θέμα
τύχης να τη συναντήσεις κι έτσι μπορώ να πω ότι αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερή.
Μου φαίνεται αδιανόητο να δίνεις αγάπη με το σταγονόμετρο, είναι κάτι που εγώ
δεν το καταλαβαίνω. Δεν έχω πει ποτέ σε κάποιον ότι τον αγαπώ με όρια, κι όσες
φορές έχω πει στον εαυτό μου να μην τα δίνω όλα, πάντοτε τελικά τα έδινα. Είμαι
της άποψης ότι δίνουμε ανιδιοτελώς και αν δεν πάρουμε, δεν πήραμε. Ποτέ δεν τα
κατάφερα να δίνω λίγα και απορώ πώς τα κατάφεραν άλλοι γύρω μου. Προφανώς είναι
μίζεροι, δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά. Ή μπορεί να το καταφέρνουν, γιατί
πολύ απλά δεν ξέρουν να αγαπούν”.
Καθώς η κουβέντα μας συνεχίζεται, την παραπέμπω στους στίχους ενός από τα τραγούδια, σε μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, που ακούστηκαν
στο μιούζικαλ “Έκτο Πάτωμα”, όπου
επίσης συμμετείχε στο παρελθόν. “Τίποτα
δεν έγινε, τίποτα δεν είδατε, τίποτα ποτέ… στο φινάλε είμαστε όλοι θεαταί…”. Μήπως
πλέον, με όλα όσα βιώνουμε στη χώρα μας, έχουμε φτάσει στο σημείο να είμαστε
περισσότερο θεατές παρά διαμορφωτές της ίδιας μας της ζωής;
“Ναι,
και έχουμε όλοι μας τεράστιο μερίδιο
ευθύνης σε αυτό. Κάποια στιγμή θα οδηγούνταν εκεί τα πράγματα, ήταν σίγουρο και
να που τελικά έτσι κι έγινε. Ποια ήταν η επανάσταση που έκανε η γενιά μου,
κάναμε ποτέ κάτι επί της ουσίας; Κατεβήκαμε οι περισσότεροι από εμάς ποτέ σε
πορεία για να αγωνιστούμε πραγματικά; Είμαστε μια γενιά που τα βρήκαμε σχεδόν
όλα έτοιμα από τους δικούς μας, κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι
αυτοδημιούργητος, όλοι είχαμε την πολυτέλεια να εισπράττουμε βοήθεια από την
οικογένειά μας και οι περισσότεροι είχαμε απλά βολευτεί. Και αυτό ισχύει για
όλους και απλά δεν το παραδέχονται. Τουλάχιστον ελπίζω να κάνει η νέα γενιά που
ακολουθεί και να φανεί πολύ πιο αποφασισμένη από εμάς. Ωστόσο, πιστεύω ότι
εκείνοι που ήθελαν πραγματικά να κάνουν κάτι, βρήκαν τον τρόπο και διαμόρφωσαν
τη ζωή τους έτσι ώστε να πετύχουν σταδιακά. Έψαξαν, κινήθηκαν, έδρασαν,
αναζήτησαν. Δεν πρέπει να έχεις μόνο το ρόλο του θεατή αλλά χρειάζεται να
γίνεις και λίγο παίκτης, να γίνεις πιο δημιουργικός και να προχωρήσεις έστω και
υπό αυτές τις συνθήκες. Αν το ψάξεις λίγο παραπάνω και μεθοδεύσεις τις κινήσεις
σου, υπάρχει τρόπος. Δεν πρέπει να καθόμαστε και να περιμένουμε να αλλάξουν τα
πράγματα από μόνα τους γκρινιάζοντας για το «τι μας έχουν κάνει»”.
Πριν από λίγα χρόνια μάζεψε τις βαλίτσες της και
μετακόμισε στη Λάρισα για να ακολουθήσει αυτό που της ψιθύριζε η καρδιά της.
Την απόλυτη αγάπη, που βρήκε στο πρόσωπο του άνδρα, ο οποίος την κάνει μέχρι
και σήμερα να νιώθει τυχερή για το γεγονός ότι βιώνει αυτό το σπάνιο και
πολύτιμο συναίσθημα. Ήταν η περίοδος που ξεκίνησε να συνεργάζεται με το Θεσσαλικό Θέατρο και άνοιξε ένας
ολοκαίνουριος κόσμος μπροστά της. Ποιες
στιγμές από αυτή τη “θητεία” προσθέτουν
τις πιο πολύχρωμες και όμορφες κηλίδες στον προσωπικό της θεατρικό καμβά;
“Το
θυμάμαι σαν σήμερα κι ας έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε που έληξε η
συνεργασία μου με το Θεσσαλικό Θέατρο επειδή αποφάσισα να επιστρέψω στην Αθήνα
και να συνεχίσω εδώ την επαγγελματική μου πορεία. Η πιο όμορφη ανάμνηση είναι ο
πρώτος μου ρόλος, στην παράσταση “Η Οικογένεια Τοτ”, όπου υποδύθηκα ένα ρόλο
εντελώς διαφορετικό από όσους είχα παίξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Με είχε πάρει
τηλέφωνο ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεσσαλικού Θεάτρου, ο
κύριος Κώστας Τσιάνος, για να μου προτείνει να ενσαρκώσω την πόρνη στην
παραπάνω παράσταση, όπου μεταξύ άλλων, πρωταγωνιστούσαν επίσης ο Πασχάλης
Τσαρούχας και ο Χάρης Σώζος. Επειδή όμως ο καιρός περνούσε και δεν βρισκόταν η
ιδανική ηθοποιός για να υποδυθεί την κόρη, μου λέει σε κάποια στιγμή “Χάνεις
κιλά εύκολα;”, προκειμένου να υποδυθώ εγώ την κόρη, η οποία θα ήταν ένα
κοριτσάκι 17 ετών. Αρχικά τρόμαξα και είπα ότι δεν μπορούσα να κάνω την
κόρη, επιμένοντας ότι δεν νομίζω ότι ταίριαζα με αυτόν το ρόλο. Κατά βάθος
ήθελα να τον αναλάβω αλλά φοβόμουν! Ωστόσο, η όλη διαδικασία μου άρεσε πάρα
πολύ και δεν το μετάνιωσα ποτέ καθώς αποκόμισα πολλά από αυτό το ρόλο αλλά και
από τον κύριο Τσιάνο”.
Ένας από τους σταθμούς στην καλλιτεχνική της διαδρομή
ήταν τα κείμενα που έγραψε και η
συμμετοχή της μαζί με τον Σταύρο Νικολαΐδη –που υπέγραψε και τη σκηνοθεσία– στη
Bar Theatre παράσταση “f@cking...
IMPOSSIBLE”. Σε αυτήν
προσπάθησαν από κοινού να αγγίξουν το
θέμα της ερωτικής συνεύρεσης ανά τους αιώνες. Γιατί πιστεύει ότι δυσκολευόμαστε στην εποχή μας να συνάψουμε ειρήνη
με το άλλο φύλο δημιουργώντας σχέσεις ζωής;
“Δυσκολευόμαστε,
γιατί ο άνθρωπος σήμερα είναι «παρτάκιας», ανάπηρος συναισθηματικά, είτε πρόκειται
για γυναίκα, είτε για άνδρα. Πρώτα απ’όλα αυτό το μοντέλο και πρότυπο ζωής που
έχει κυριαρχήσει, έχει δημιουργήσει σε όλους την επιθυμία να κάνουν καριέρα, να
θέλουν να βγάλουν λεφτά, να, να, να… αυτό δημιουργεί ανταγωνισμό και όταν
υπάρχει κάτι τέτοιο μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορούν ούτε να αγαπήσουν, ούτε να κάνουν
σχέση, ούτε να μοιραστούν. Έχουν μάθει μόνοι τους. Στην πραγματικότητα δεν
θέλουν να είναι με κάποιον, γιατί αν ήθελαν, σίγουρα θα έκαναν και συμβιβασμούς,
θα έδιναν ευκαιρίες, θα ήταν διατεθειμένοι ακόμη και να «φάνε και τα μούτρα τους»,
για χάρη του αληθινού έρωτα. Πρέπει να κάνεις και κάποιες θυσίες αν θέλεις να
κερδίσεις στην αγάπη. Είναι καθαρά θέμα επιλογής και γενικότερης στάσης ζωής”.
Κοιτάζω το ρολόι, η ώρα έχει προχωρήσει αρκετά δίνοντας
τη σκυτάλη στις πρώτες απογευματινές ώρες. Την επόμενη ημέρα, είναι η ημέρα που
θα ανέβει ξανά στη σκηνή του Θεάτρου “Τρένο
στο Ρουφ” , για να ζωντανέψει τη “Φορναρίνα”. Αμέσως μετά τη συνάντησή μας
θα επιστρέψει στο σπίτι για να την κάνει πρόβα για πολλοστή φορά. “Την κάνω πρόβα πάντα πριν ανέβω πάλι στη
σκηνή. Θέλω κάθε φορά να βελτιώνομαι και να πηγαίνω το ρόλο ένα βήμα παραπέρα”,
μου εκμυστηρεύεται. “Μία ακόμη ερώτηση”,
της υπόσχομαι και με το χαμόγελο που απλώνεται στο πρόσωπό της, μου δίνει το “πράσινο
φως” να συνεχίσω. Θέλω να μάθω αν έχει δώσει
με τον “πηλό” από μεράκι και αγάπη γι’αυτό που κάνει, σχήμα και μορφή στα
επόμενα επαγγελματικά της σχέδια. Της κάνει εντύπωση η λέξη “πηλός” και οι
εκφράσεις που χρησιμοποίησα για να της κάνω μια τόσο απλή ερώτηση, όπως
είναι το τι περιλαμβάνουν τα επόμενα βήματά της και ξεσπάμε και οι δύο σε γέλια
καθώς προσπαθώ να της εξηγήσω την τάση μου να διατυπώνω με το δικό μου τρόπο
ακόμη και τα πιο απλά πράγματα. Και μου απαντά. Κι εκείνη με τον δικό της
τρόπο. Απλό, άμεσο, στοχευμένο και χωρίς να χάνει ούτε στιγμή το χαμόγελο από
τα χείλη της.
“
Μέχρι τέλη Ιανουαρίου θα συνεχιστεί η παράσταση «Ερωμένες στον Καμβά» και αν
πάρει παράταση, ίσως κάνουμε μια περιοδεία και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Ακόμη,
το Φεβρουάριο θα προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «Μαγικός
Καθρέφτης», σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα, στην οποία έχω μια μικρή συμμετοχή,
όπου κάνω ουσιαστικά τέσσερις διαφορετικές εμφανίσεις, σε διαφορετικούς
ρόλους. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους
ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που θα προβληθεί εξ’ ολοκλήρου
σε 3D. Το
σενάριο είναι λίγο ιδιαίτερο, καθώς μέσα από ένα μαγικό καθρέφτη, ο
πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Μάκης Παπαδημητρίου, ζητάει διάφορες χάρες από το
τυχερό του τζίνι και ταξιδεύει σε άλλες
εποχές, με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις να μπερδεύονται. Τέλος, έχω κλείσει
και μια θεατρική δουλειά για του χρόνου το χειμώνα, η οποία όμως δεν είναι
ακόμη ανακοινώσιμη και παράλληλα έχω στο μυαλό μου και διάφορα άλλα δικά μου πράγματα
που θα προσπαθήσω να υλοποιήσω τα επόμενα χρόνια”.
Έχουμε ήδη σηκωθεί από το τραπέζι και φοράμε τα χοντρά
μας μπουφάν, γιατί έξω έχει απλωθεί πλέον
αρκετή ψύχρα. Βγαίνουμε στο δρόμο, όπου έχουν ανάψει τα πρώτα εορταστικά
λαμπάκια μια ανάσα πριν μας χτυπήσει την πόρτα το νέο έτος. Το δημοσιογραφικό
μου κασετοφωνάκι έχει καταγράψει πολλά και η ψυχή άλλα τόσα. Τα λόγια μιας νέας
γυναίκας που αγαπά αληθινά. Τους ανθρώπους που έχει δίπλα της, τη ζωή, το
θέατρο, το σκοπό της να κάνει τους άλλους να χαμογελούν. Το στοίχημα που έβαλε εκείνο το μικρό κοριτσάκι, όταν είδε τα σύννεφα
να οδηγούν τον πατέρα του ψηλά στον ουρανό. Και όπως όλα δείχνουν, το κέρδισε…
Παρακολουθήστε στο ακόλουθο βίντεο, ένα απόσπασμα από την παράσταση "Οικογένεια Τοτ", το πρώτο έργο, στο οποίο συμμετείχε η Ασπασία Κοκόση, στο Θεσσαλικό Θέατρο:
*Πηγή
φωτογραφιών: Προσωπικό αρχείο Ασπασίας Κοκόση
Στοιχεία
τρέχουσας θεατρικής παράστασης "Ερωμένες στον Καμβά":
*Η θεατρική παράσταση “Ερωμένες στον Καμβά” ανεβαίνει
στο Θέατρο “Τρένο στο Ρουφ”, κάθε Τρίτη στις 9.00 μ.μ. & Κυριακή
στις 8.00 μ.μ.
Κείμενο:
Σοφία Καψούρου
Σκηνοθεσία:
Παναγιώτης Παναγόπουλος
Επιμέλεια
κοστουμιών: Δέσποινα Βιλλιώτη, Άρτεμις Κατσαμπάνη
Εικαστική
δημιουργία / Εικαστικός
χώρος / Εικαστική διάδραση:
Δέσποινα Βιλλιώτη, Ελισσάβετ Παπαδημητρίου, Μαρίνα Τσιρώνη, Εμμέλεια
Φιλιπποπούλου (συνεργάτες και σπουδαστές του Εργαστηρίου Σχεδίου – Ζωγραφικής
για την εισαγωγή στις Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών Γρηγόρη Κολιζέρα), Άννα
Τζώρτζη
Παίζουν (με
αλφαβητική σειρά): Σοφία Καψούρου (Μελαχρινή Ερωμένη, Ζαν Εμπιτέρν), Ασπασία
Κοκόση (Ξανθιά Ερωμένη, Φορναρίνα)
Φωτογραφίες:
Ελευθερία Ευθυμιάτου
Μακιγιάζ
φωτογραφίας δελτίου τύπου/αφίσας: Ήρα Μαγαλιού
Βοηθοί
σκηνοθέτη: Χριστίνα Μανουσάκη, Μιχάλης Μουλακάκης
*Το έργο “Ερωμένες στον Καμβά” θα
κυκλοφορήσει σε βιβλίο από τις εκδόσεις SESTINA.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου