Λευκά σπίτια με μικροσκοπικές αυλές, στενά σοκάκια και νησιώτικο στυλ... Οι
τουρίστες περπατούν στα στενάκια για να πάρουν μια γεύση από Κυκλάδες και
μάλιστα στη σκιά της Ακρόπολης! Μεσημέρι καθημερινής κι όμως πλήθος σεργιανίζει
στον οικισμό κάτω από τον Ιερό Βράχο, στα Αναφιώτικα, μια συνοικία χωρίς οδούς,
μόνο με αρίθμηση των λιλιπούτειων κατοικιών.
Τα ασβεστωμένα σπίτια με κόκκινα γεράνια, ανάμεσα στα δαιδαλώδη στενάκια λάμπουν
από αυτό που η γιαγιά μου ονομάζει
πάστρα… Και ο επισκέπτης έχει το μοναδικό πλεονέκτημα από την άλλη πλευρά να θαυμάζει τη θέα όλης της Αθήνας αλλά και
του Λυκαβηττού! Δεν είναι μόνο ο ρομαντισμός που οδηγεί τους επισκέπτες να ανηφορίσουν
από τα στενά της Πλάκας, κυρίως από το δρόμο του Αγίου Γεωργίου του Βράχου! Είναι η ιστορία αυτής της λαϊκής συνοικίας, η
οποία διαμορφώθηκε από εσωτερικούς μετανάστες που έφεραν την αιγαιοπελαγίτικη
τεχνοτροπία στην τότε κλασικίζουσα Αθήνα!
της Μαρίας Αλιμπέρτη
Αναφιώτες
και άλλοι Κυκλαδίτες μάστορες, όπως ήταν οι μαρμαράδες οι λιθοξόοι, οι
ξυλουργοί, οι κτίστες που ήρθαν στην
Αθήνα για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον και εργάστηκαν στην ανοικοδόμηση της
πρωτεύουσας, κατοίκησαν σε αυτή την ιστορική γειτονιά, πάνω από το φράγκικο «Ριζόκαστρο», στο τέλος της νεοκλασικής Πλάκας.
Το κουβάρι της ιστορίας των Αναφιώτικων, όπως το γνωρίζουμε σήμερα έχει την αρχή του στη οθωνική περίοδο της Αθήνας. Ωστόσο,
η συγκεκριμένη περιοχή έχει «προϊστορία»: Στα αρχαία χρόνια δεν επιτρέπονταν η
κατοίκηση εκεί εξαιτίας ενός χρησμού του Μαντείου των Δελφών. Κατά τον Πελοποννησιακό
Πόλεμο εγκαταστάθηκε εκεί πληθυσμός για να προστατευτεί. Αιώνες μετά, κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής της πόλης,
η περιοχή κάτω από την Ακρόπολη ονομαζόταν
«Μαύρες Πέτρες», καθώς κατοικούνταν από δούλους, άλλοι λένε ότι ήταν από την
Αίγυπτο και άλλοι ότι ήταν Αιθίοπες που ζούσαν στα σπήλαια. Οι σκλάβοι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως υπηρέτες
από την ελίτ των Οθωμανών. Οι παλιοί Αθηναίοι τους αποκαλούσαν
«Αραπάδες». Μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα περιγράφει, ο γνωστός συγγραφέας
παραμυθιών, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, μεταφέροντας μας στη γειτονιά των Αφρικανών
κατοίκων της παλιάς Αθήνας στο Οδοιπορικό του στην Ελλάδα.
Και στα πιο σύγχρονα χρόνια, η εν λόγω συνοικία ήταν «φωλιά» για τα πιο
φτωχά στρώματα. Ο πρώτος βασιλέας της Ελλάδος, ο Όθωνας, έφερε τους καλύτερους
τεχνίτες για τα Ανάκτορα, που δεν ήταν άλλοι από τους κάτοικους της Ανάφης.
Εκείνοι είχαν αναπτύξει υψηλή τέχνη, καθώς είχαν μάθει να χτίζουν τις οικίες
τους με πέτρα πάνω στα βράχια.
Καθώς η κατεστραμμένη Αθήνα έχρηζε ανάγκης ανοικοδόμησης ο Όθωνας πρότεινε στους
πρώτους μάστορες που κατέφθασαν από το εν λόγω νησί, τον κτίστη Μ. Σιγάλα και
τον ξυλουργό Γ. Δαμίγο, να φέρουν και τις οικογένειές τους στην πόλη. Αναπολώντας
την βραχώδη πατρίδα τους επέλεξαν τα βράχια της Ακρόπολης ως ιδανικό μέρος για
φτιάξουν το νέο σπιτικό τους. Μάλιστα οι εργασίες των πρώτων σπιτιών
πραγματοποιήθηκαν εν μια νυκτί, λέγοντας σε όσους τους παρενοχλούσαν ότι
έκτιζαν μια εκκλησία. Εκτιμάται ότι οι
πρώτες οικίες ήταν κοντά στο Μετόχι του Πανάγιου Τάφου και εννοείται, χωρίς την
προβλεπόμενη άδεια. Σημειώνεται ότι μετά την απελευθέρωση απαγορεύθηκε και πάλι
η ανοικοδόμηση στην περιοχή λόγω των αρχαιολογικών ανασκαφών.
Τα σπίτια των Αναφιωτών που κατέφθασαν για να εργαστούν στην Αθήνα ήταν κολλητά
όπως σε κάθε κυκλαδονήσι, χωρίς να
καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο. Καθώς ο ένας μάστορας σύστηνε τον άλλο, ο οικισμός
αυξανόταν. Η Καλλιρόη Παρρέν περιγράφει την
συνοικία χαρακτηριστικά στον «Μικρό Ρωμιό», «Ζούσαν κυρίως στις εξώπορτες, στην
αυλή ή ακόμη στο δρόμο παρά στα σπίτια τους. Εκεί συζητούσαν και μάλωναν, εκεί
έτρωγαν, έπαιζαν, πλένονταν και ντύνονταν τα παιδιά, εκεί αντάλλασσαν
επισκέψεις, διαδίδονταν οι ειδήσεις και παντρολογούνταν τα φρόνιμα κορίτσια…»
Οι
κυβερνόντες προσποιούνταν ότι δεν έβλεπαν καθώς επρόκειτο για κατοικίες των
μαστόρων που είχαν ανάγκη. Οι νέοι
κάτοικοι έδωσαν ζωή και στις εγκαταλελειμμένες εκκλησίες και αναστήλωσαν τον
Άγιο Γεώργιο του Βράχου και τον Άγιο
Συμεών.
Ωστόσο, σημειώθηκαν αντιδράσεις καθώς αρκετοί πνευματικοί
άνθρωποι της εποχής, με εξαίρεση τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα
υποστήριζαν ότι η κατοίκηση βεβηλώνει την ιερότητα αλλά και την αισθητική του
χώρου, ενώ υπήρξαν προτάσεις από κάποιους αρχαιολόγους για κατεδάφιση. Η
συζήτηση γύρω από την συνοικία εντάθηκε με τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Δ. Βικέλας, το 1869, πρότεινε στους
επισκέπτες της πόλης να απολαμβάνουν τον Παρθενώνα από τον λόφο του Φιλοπάππου,
για να αποφεύγουν την «παραμορφωμένη» πλευρά των Αναφιώτικων,.
Οι
κάτοικοι των Αναφιώτικων εκτός από τους επικριτές και την έλλειψη νερού, το
οποίο κουβαλούσαν από τους Αέρηδες, είχαν να αντιμετωπίσουν και τους Πλακιώτες καθώς
οι τελευταίοι τους θεωρούσαν χωριάτες και τους έδιωχναν από την κεντρική
Πλατεία της Φιλομούσου Εταιρείας. Για αντίποινα εκείνοι δεν τους άφηναν να
πλησιάζουν στην δική τους περιοχή.
Με το
πέρασμα του χρόνου και τις μαύρες σελίδες της ιστορίας, η αμιγώς συνοικία των
νησιωτών έμελε να φιλοξενήσει και νέους κατοίκους, πρόσφυγες από την Μικρά Ασία
και κυρίως από την Σμύρνη. Ωστόσο το νησιώτικο στυλ των κατοικιών διατηρήθηκε.
Η επόμενη αλλαγή έρχεται όταν η ανάγκη για αρχαιολογική έρευνα το 1950 επιβάλλει την
κατεδάφιση μέρους του συνοικισμού. Το 1970 πραγματοποιούνται
εκτεταμένες απαλλοτριώσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού, καθώς σε πολλές περιπτώσεις
δεν υπήρχαν κληρονόμοι ή δεν μπορούσαν να συντηρηθούν από τους δικαιούχους. Τα
45 σπίτια που παραμένουν σήμερα σώθηκαν χάρη στην κήρυξη της συνοικίας ως
διατηρητέας και εξακολουθούν να μας φέρνουν μέσα σε αυτά τα σύννεφα από
καυσαέρια την αύρα του Αιγαίου.
Πηγή : http://www.eie.gr
www.themonitor.gr, www. booksandstyle.gr, www.fainareti.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου